Τελικά, η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για την οικονομική παραγωγή της ή όχι; Η αλήθεια είναι ότι όταν επισκέπτεται ο καταναλωτής ένα κατάστημα, απογοητεύεται από την πληθώρα των εισαγόμενων προϊόντων, ψάχνοντας με αγωνία να δει στην ετικέτα τους την ελληνική σημαία ή κάποια άλλη ένδειξη ότι αυτό «είναι δικό μας». Η απογοήτευση είναι μεγαλύτερη όταν βλέπει στις προθήκες προϊόντα που δεν δικαιολογείται η εισαγωγή τους, είτε αυτά είναι λεμόνια και ζάχαρη είτε σχολικά μολύβια και τετράδια.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση δεν χάνει την ευκαιρία να μιλήσει για τις επιτυχίες της στην αύξηση των επενδύσεων στη μεταποίηση και ειδικότερα στη βιομηχανία, για την αναβίωση του ναυπηγοεπισκευαστικού κλάδου, τις επιδόσεις της φαρμακοβιομηχανίας, την ανάπτυξη της βιομηχανίας μετάλλου και δομικών υλικών κ.λπ.
Όπως συμβαίνει συνήθως, η αλήθεια είναι κάπου ενδιάμεσα. Το Μηνιαίο ∆ελτίο Εξελίξεων στη Βιομηχανία, που είδε πρόσφατα (16 Οκτωβρίου) το φως της δημοσιότητας και που αποτελεί προϊόν του Συμβουλίου Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών), παρουσιάζει ενθαρρυντικά στοιχεία για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά επισημαίνει και κάποια στοιχεία που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανησυχητικά.
Η άνοδος του δείκτη κύκλου εργασιών της βιομηχανίας κατά 9,4% το β’ τρίμηνο του 2024, έναντι μείωσης 1,9% στην Ε.Ε. των «27», η αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων κατά 5,7%, εκεί όπου πριν από ένα έτος υπήρξε υποχώρηση κατά 2,4%, αλλά και η άνοδος κατά 3,1% στη μεταποίηση μετά την περσινή στασιμότητα είναι, σίγουρα, στοιχεία ενθαρρυντικά.
Ενώ όμως όλα αυτά συνετέλεσαν στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, παράλληλα καταγράφεται επιδείνωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Σε αυτό σίγουρα συντελεί η ακρίβεια, ως προς την αντιμετώπιση της οποίας η κυβέρνηση φαίνεται αναποτελεσματική.
Επίσης, η αύξηση των βιομηχανικών εξαγωγών κατά 3,7%, που σημειώθηκε τον Ιούλιο δεν μπόρεσε να καλύψει το συνολικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο διευρύνθηκε κατά 0,5 δισ. ευρώ (από 3,2 πέρυσι σε 3,7 δισ. ευρώ φέτος). Αυτό προφανώς δείχνει ότι η βιομηχανική παραγωγή μας χρειάζεται ακόμη πολύ πιο ισχυρά κίνητρα, ώστε να καταστεί ανταγωνιστική και η παραγωγή της βιώσιμη.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι η μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα κατά τον μήνα Αύγουστο, τη στιγμή που παράλληλα μειώθηκε η απασχόληση στη βιομηχανία κατά 2,6% το β’ τρίμηνο του 2024. Στην Ελλάδα ζούμε και ξέρουμε πολύ καλά ότι η λεγόμενη «βαριά μας βιομηχανία», ο τουρισμός δηλαδή, αναζητεί τους απαραίτητους για την επιβίωσή του εποχικούς υπαλλήλους του κατά το διάστημα των μηνών Απρίλιο και Μάιο κάθε έτος.
Λογικό, αλλά αυτό που θα πρέπει να μας προβληματίσει είναι ποιο είναι το ελκυστικό στοιχείο για τους νέους ανθρώπους, που τους θέλγει να αφήσουν τις εργασίες τους στον μεταποιητικό και τον βιομηχανικό κλάδο, και να στραφούν για 4-5 μήνες στον τριτογενή τουριστικό τομέα. Προφανώς, οι απολαβές. Το υπερτιμημένο τουριστικό προϊόν μας είναι ικανό να παρέχει καλύτερα μεροκάματα αλλά και φιλοδωρήματα.
Στη διόγκωση της τουριστικής «φούσκας», φυσικά, δεν είναι αμέτοχες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών. Η τουριστική ανάπτυξη, όμως, χωρίς την υποστήριξή της από τον εγχώριο μεταποιητικό κλάδο, θα φτάσει σύντομα (ήδη το βλέπουμε) να… τρώει τις σάρκες της.
Στην πατρίδα μας υπάρχει ταλαντούχο ανθρώπινο δυναμικό, που μπορεί να καταστήσει την ελληνική μεταποίηση περισσότερο εξωστρεφή και ανταγωνιστική. Οι όποιες μέχρι σήμερα θετικές επιδόσεις δεν είναι αποδεκτό να προκαλούν εφησυχασμό. Η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας μας, ειδικότερα, θα επιφέρει επιπροσθέτως κοινωνική συνοχή και ευημερία. Γι ̓ αυτό πρέπει να υπάρξουν στοχευμένες κυβερνητικές κινήσεις, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία.
Διαβάστε ακόμα: