«Αυτοί είναι οι φίλοι μας. Εχουμε χιλιάδες φίλους σε αυτό το απίστευτο κίνημα. Αυτό είναι ένα κίνημα που δεν έχει ξαναδεί κανείς και, ειλικρινά, αυτό ήταν, πιστεύω, το μεγαλύτερο πολιτικό κίνημα όλων των εποχών. Δεν έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο σε αυτή τη χώρα».
Από τον νικητήριο λόγο του Ντόναλντ Τραμπ, 6/11/2024.
Η «αμφίρροπη» μάχη, που έδιναν οι εταιρίες δημοσκοπήσεων και τα συστημικά ΜΜΕ, αποδείχθηκε θρίαμβος του Ντόναλντ Τραμπ. Οι «ειδικοί» δεν «διάβασαν» σωστά την κοινωνία ή τη «διάβασαν» και δεν θέλησαν να μοιραστούν με τους άλλους τη βασική διαπίστωσή τους: ο Τραμπ επέπρωτο να νικήσει επειδή δημιούργησε ακμαίο, διεκδικητικό, ενωμένο πολιτικό κίνημα. Πολιτικοποίησε τη «σιωπηρή πλειοψηφία».
Η στήλη δεν προβαίνει σ’ αυτό το συμπέρασμα εκ των υστέρων. Προέβλεψε τη νίκη του Τραμπ, έγκαιρα. Πριν από λίγες εβδομάδες, στις 4 Αυγούστου 2024, σ’ αυτή τη σελίδα δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο «Τραμπισμός και πολιτικοποίηση της πλειοψηφίας».
Εκεί, μεταξύ άλλων αναφέρονταν τα εξής: «Η κοινωνική ομάδα, που αποκαλείται “σιωπηλή μειοψηφία” συνδέεται από κοινές αντιλήψεις και στόχους, αλλά η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι συχνά υποχωρεί κάτω από την αδιάκοπη πίεση δυναμικών μειοψηφιών, οι οποίες αναπληρώνουν τη λογική και τη δικαιοσύνη που λείπουν από την επιχειρηματολογία τους με την ένταση της φωνής τους, τη μονότονη επανάληψη στερεοτυπικών εκφράσεων δαιμονοποίησης του αντιπάλου και -πάνω απ’ όλα- την άσκηση βίας.
Το μεγάλο στοίχημα για την εναρμόνιση του συλλογικού βίου με τα προτάγματα της σιωπηλής μειοψηφίας είναι η μετατροπή της σε πολιτικό σώμα. Ναι μεν είναι πολλοί οι φίλοι και οπαδοί της κανονικότητας, του μέτρου, οι θρησκευόμενοι και πατριώτες οικογενειάρχες, αλλά είναι δύσκολο να βρεθεί ηγεσία που θα σταθεί στο ύψος των παραδοσιακών αξιών και θα συνθέσει τις μονάδες, τις υποομάδες και τις τάσεις της πλειοψηφίας σ’ ένα ενιαίο πολιτικό σώμα, το οποίο θα χαρακτηρίζεται από ένα σαφές ιδεολογικό πλαίσιο και θα λειτουργεί διεκδικητικά, συντονισμένα και με διάρκεια στην κάθε προσπάθειά του.
Οι πολλοί υπάρχουν κι είναι έτοιμοι να ακούσουν, να δράσουν, να συνδράμουν κάθε αγώνα για το αξιακό τους σύστημα, τον τρόπο ζωής τους και το βιοτικό τους επίπεδο. Ο ένας λείπει. Η δημιουργία της βάσης πολιτικού σώματος προϋποθέτει ώσμωση της μάζας με την ηγεσία. Η επιτυχής αλληλεπίδραση και τελικά “συγκόλληση” αυτών των δύο παραγόντων της πολιτικής εξίσωσης δεν είναι εύκολο να προσεγγιστεί θεωρητικά κι είναι ακόμα δυσκολότερο να επιτευχθεί σε πρακτικό επίπεδο.
Στις ΗΠΑ, ήδη από το 2016 βλέπουμε να πραγματοποιείται ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, το οποίο έχει αφήσει έντονο το στίγμα του και στην κοινωνία της χώρας αλλά και σε πλανητικό επίπεδο. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει κατορθώσει να ενώσει όλα τα κοινωνικά ρεύματα της παραγωγικής Αμερικής και να τους δώσει πολιτικό χαρακτήρα και φωνή. Ηγείται μιας προσπάθειας που δεν έχει προηγούμενο τις τελευταίες δεκαετίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι η στάση του απέναντι στα πράγματα, οι πεποιθήσεις του για τον ρόλο των ΗΠΑ -και όσον αφορά τις σχέσεις του κράτους με τους πολίτες και στην τοποθέτηση της χώρας στην παγκόσμια σκακιέρα- έχει συνοψισθεί στον όρο “τραμπισμός”. Μόνο οι ισχυρές προσωπικότητες που αναπτύσσουν βαθείς δεσμούς με τις μάζες μπορούν να δώσουν το όνομά τους σε πολιτικά κινήματα.
Κι απ’ όλους αυτούς, το όνομά τους παραμένει ως ευσύνοπτος προσδιορισμός πολιτικών φορέων και κινημάτων ακόμα και μετά το πέρασμά τους από την εξουσία. Η Ελλάδα υπάγεται μεν σε αυτόν τον κανόνα, αλλά με έναν στρεβλό τρόπο. Η παγιωμένη οικογενειοκρατία, που αποτελεί φορέα παρακμής και βασικό πρόβλημα της νεότερης Ιστορίας μας, αντιμετωπίζει τους πολιτικούς φορείς που ελέγχει ως ιδιοκτησία της – και γι’ αυτό ορισμένα κόμματα φέρουν ατύπως το όνομα του “γενάρχη” της φατρίας.
Οι “-ισμοί” που ακολουθούν κάποια δήθεν “βαριά” επίθετα δηλούν περισσότερο ιδεολογική υστέρηση και πολιτική καθυστέρηση, παρά ύπαρξη κραταιού κινήματος με παραταξιακά χαρακτηριστικά.
Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι τις τελευταίες δεκαετίες, από τις ΗΠΑ, στις οποίες έχουν προεδρεύσει σημαντικές προσωπικότητες, μόνο ο Ρόναλντ Ρίγκαν έχει δώσει το όνομά του σε δέσμες οικονομικής πολιτικής που άσκησε (τα λεγόμενα “Reaganomics”) και ο Ντόναλντ Τραμπ τον “τραμπισμό”, ο οποίος αφορά μία σειρά από συμπεριφορές, ιδέες και ταυτίσεις της σιωπηλής πλειοψηφίας.
Ενώ ο “τραμπισμός”, από το 2016, είχε ήδη ξεκινήσει τη διαδρομή του στο προσκήνιο αλλά και στους αχαρτογράφητους δαιδάλους των κοινωνικών ζυμώσεων, τώρα παγιώθηκε και έλαβε ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το σημείο καμπής για το ποιοτικό άλμα του “τραμπισμού” είναι η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ. Το αίμα, ο κίνδυνος του θανάτου του αρχηγού και η κλιμάκωση της επίθεσης που γίνεται από το μετανεωτερικό, αντιπατριωτικό και αντιπαραδοσιακό κατεστημένο εναντίον του ολοκλήρωσαν τη διαδικασία της ψυχολογικής ταύτισης της λαϊκής πλειοψηφίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με τον Τραμπ.
Αν και είναι δισεκατομμυριούχος, ο άνεργος βιομηχανικός εργάτης πρώην ακμαζόντων πολιτειών νιώθει ψυχική εγγύτητα μαζί του. Αν και βρίσκεται διαρκώς στο προσκήνιο ως πρωταγωνιστής εξελίξεων, αντιμετωπίζεται ως συγγενικό στοιχείο από τις κοινωνικές ομάδες που νιώθουν παραγκωνισμένες και προγραμμένες από την παγκοσμιοποίηση, τις οποίες η Χίλαρι Κλίντον είχε αποκαλέσει περιφρονητικά “αξιοθρήνητους” (στσ: “deplorables” ο αγγλικός όρος)».
*πηγή: εφημερίδα «κυριακάτικη δημοκρατία»