«Βαρβάρων δ’ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός, ἀλλ’ οὐ βαρβάρους, μῆτερ, Ἑλλήνων· τὸ μὲν γὰρ δοῦλον, οἳ δ’ ἐλεύθεροι». Το σωστό είναι να κυβερνούν οι Έλληνες τους βαρβάρους, κι όχι βάρβαροι τους Έλληνες, μάνα, γιατί οι βάρβαροι είναι δούλοι, κι οι Έλληνες ελεύθεροι.
– Ευριπίδου, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», στ. 1400-1401
Η εναρκτήρια φράση αποτελεί σαφέστατη απόδειξη της πρόθεσης του Ευριπίδη να προβάλλει ως υπέρτατη αξία την πανελλήνια ιδέα, πολύ προτού το πράξει ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του. Η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» διδάχτηκε πρώτη φορά το 405 π.Χ., έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Ευριπίδου. Υπολογίζεται ότι γράφτηκε το 407 π.Χ., ενόσω ο ποιητής βρισκόταν στην αυλή του βασιλιά Αρχελάου, στη Μακεδονία. Ο «Πανηγυρικός», στον οποίον -κυρίως- πιστώνεται η παρουσίαση μιας συνεκτικής και επεξεργασμένης πρότασης ένωσης των Ελλήνων, με στόχο την καίρια και οριστική ανάσχεση της ασιατικής απειλής, γράφτηκε περίπου το 380 π.Χ.
Στην τραγωδία του Ευριπίδου η άποψη για το δέον της κυριαρχίας των Ελλήνων επί των βαρβάρων δεν διατυπώνεται από πολέμαρχο, πολιτικό ή πολίτη, ο οποίος ανυπομονεί να δοκιμάσει την αρετή του στο πεδίο της μάχης. Ενα «σφάγιο» μιλάει έτσι, μια νέα γυναίκα, που ετοιμάζεται να οδηγηθεί στον βωμό για να συναντήσει τη λάμα που θα έκοβε το νήμα της ζωής της.
Η Ιφιγένεια, έχοντας πλέον επίγνωση τι πρόκειται να κάνει ο πατέρας της Αγαμέμνων, κατέληξε στην απόφαση να μην κλάψει κι άλλο τη δύστηνο μοίρα της, να μην προσπαθήσει πλέον να αντισταθεί στο αναπόφευκτο. Αντί να οδύρεται και να περιπέσει στην κατάσταση της ψυχολογικής άρνησης, οδηγείται αυτοθέλητα στη θυσία. Στο τέλος και η ίδια επιθυμεί να εκπληρωθεί η μαντεία του Κάλχα. Δηλώνει στη μητέρα της την απόφασή της να θυσιαστεί για να φυσήξει ούριος άνεμος και να μπορέσουν οι Αχαιοί να ταξιδέψουν για να εκπορθήσουν την Τροία.
Η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» είναι ένα αξεπέραστο αριστούργημα της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας. Ο Ευριπίδης στη δύση του βίου του άφησε ως παρακαταθήκη μια υποδειγματική περιγραφή των εσωτερικών συγκρούσεων ανθρώπων, που μπλέκονται στα γρανάζια της αδυσώπητης, αεικίνητης μηχανής του πεπρωμένου.
Καταστάσεις που ξεπερνούν τα όρια των ψυχολογικών δυνάμεων των πρωταγωνιστών απαιτούν απαντήσεις άμεσα. Ολες οι επιλογές ολέθριες και ο ένας όλεθρος χειρότερος του άλλου. Ο πόνος πριν από τη λήψη της απόφασης ξεπερνά εκείνον που δημιουργείται μετά.
Στο πρόσωπο του Αγαμέμνονος συγκρούεται ο πατέρας με τον βασιλιά, ο ευαίσθητος και στοργικός άνθρωπος με τον ηγέτη, που έχει την υποχρέωση να κάνει την υπέρβαση ακόμα και του αδιανόητου: να οδηγήσει με δόλο την κόρη του σε σφαγή, με αντάλλαγμα την παύση της εναντίωσης του θεϊκού στοιχείου, της Αρτέμιδος εν προκειμένω, στα σχέδια των Ελλήνων για το πάρσιμο της Τροίας. Καλεί την Ιφιγένεια στην Αυλίδα -τάχα- να την παντρέψει με τον Αχιλλέα, ο οποίος δεν έχει ιδέα για τους… γάμους του, ενώ έχει στόχο να της στρώσει το νυφικό κρεβάτι στο βασίλειο του Πλούτωνα, στον Αδη.
Ο Αγαμέμνων παλινωδεί, με τρόπο που συγκλονίζει. Από τη μια, σκέφτεται να θυσιάσει την κόρη του και, από την άλλη, επαναστατεί, προσπαθεί να αποτρέψει τον ερχομό της στον τόπο της θυσίας. Το αδιέξοδό του περιγράφεται από τον Ευριπίδη με τρόπο που προκαλεί στους θεατές αισθήματα οίκτου για τον τραγικό πατέρα, αγωνίας για τη συνέχεια -αν και άπαντες τη γνωρίζουν- και συντριβής για τον ίδιο και την κόρη του.
Στους στίχους 1269-1275 ο Αγαμέμνων, στον σπαρακτικό διάλογο που έχει με την Ιφιγένεια, εξηγεί στην κόρη του πως δεν είναι σκλάβος της δέσμευσης που έχει προς τον Μενέλαο, να πάρουν πίσω τη γυναίκα του Ελένη, την οποία «έκλεψε» ο Πάρης. Είναι σκλάβος της Ελλάδας.
Είναι ανήμπορος να αντισταθεί στο εθνικό χρέος του: «Δεν με έχει κάνει σκλάβο του ο Μενέλαος, παιδί μου. Δεν υποτάσσομαι στη θέλησή του. Της Ελλάδας σκλάβος είμαι και γι’ αυτήν πρέπει να σε θυσιάσω∙ είτε το θέλω είτε όχι. Μπροστά σ’ αυτήν την ανάγκη, είμαι ανήμπορος. Πρέπει, παιδί μου, να ελευθερωθεί η Ελλάδα, όσο περνά από το χέρι το δικό μου και το δικό σου, και να μη μας αρπάζουν τις γυναίκες οι βάρβαροι. Είμαστε Ελληνες».
Η κραυγή του θλιμμένου άνακτα και της τραγικής θυγατέρας του σκίζουν το παραπέτασμα των χιλιετιών και μας θυμίζουν το χρέος μας: «Είμαστε Ελληνες».