Ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς.
– Μάρκου Αυρηλίου, Τὰ εἰς ἑαυτόν, βιβλίο 7, κεφ. 59, 1.1.
Σε ελεύθερη απόδοση η φράση του Μάρκου Αυρηλίου (121-180 μ.Χ.) είναι: «Σκάβε μέσα σου· μέσα σου είναι η πηγή του αγαθού και μπορεί πάντοτε να αναβλύζει αν πάντα σκάπτεις εντός σου». Τούτο το απόφθεγμα μπορεί μεν να θεωρηθεί ως μια παράφραση του «γνώθι σαυτόν», που αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο (600-520 π.Χ.), αλλά κάπως πιο «συγκρατημένη», πιο ανθρώπινη.
Η εσωτερική αναζήτηση την οποία συνιστά το «ἔνδον σκάπτε» απευθύνεται σε όλους. Ακόμα και ο πλέον ανίδεος και αδιάφορος μπορεί να ξεκινήσει να βαδίζει αυτή την ατέλειωτη λεωφόρο που οδηγεί εντός, στον πυρήνα της ύπαρξης, στην πηγή του αγαθού (μια έννοια η οποία ταυτίζεται με ό,τι εμείς αποκαλούμε Θεό).
Από την άλλη πλευρά, το «γνώθι σαυτόν» είναι μια κατάσταση οριστική. Εκείνος που έχει γνωρίσει τον εαυτό του έχει ήδη φτάσει στον προορισμό του. Σύμφωνα με μία αντίληψη, το «γνώθι σαυτόν» περισσότερο αποτελεί ευχή: να επιτύχει ο άνθρωπος τόσο πολύ στη ζωή του, ώστε να φτάσει στο σημείο να γνωρίσει ποιος είναι – κι αυτό αρκεί. Αν γνωρίσεις ποιος είσαι, αναπόφευκτα θα συνειδητοποιήσεις την αποστολή σου στη ζωή και τα ιδανικά που αξίζει να υπηρετήσεις. Στον σταθμό «γνώθι σαυτόν» δεν χρειάζεσαι άλλες συμβουλές και βοήθειες. Τα κατάφερες.
Μέχρι, όμως, να φτάσεις στον προορισμό, οφείλεις να αναζητήσεις το στίγμα σου. Να δεις πού βρίσκεσαι. Να προσανατολιστείς στον αχανή κτιστό κόσμο και τον ωκεανό των δοκιμασιών, των προκλήσεων και των δυσκολιών που θα συναντήσεις όσο θαλασσοδέρνεσαι, προσπαθώντας να ξεγλιστράς από τις συμπληγάδες πέτρες της καθημερινότητας. Γι’ αυτό οφείλεις να ξεκινήσεις την έρευνα, το σκάψιμο.
Αυτό ισχύει και για τα άτομα και τα κοινωνικά σύνολα. Ο λαός μας στην αυγή του 21ου αιώνα δείχνει αποπροσανατολισμένος, χωρίς αίσθηση προορισμού, αντιδρά σε ερεθίσματα και απλώς παλεύει να επιβιώσει, όχι να ζήσει. Οχι μόνο δεν υπάρχει επίγνωση της ταυτότητάς μας, αλλά όλα δείχνουν ότι δεν έχει γίνει καν εναρκτήρια προσπάθεια να την αναζητήσουμε.
Το πρόβλημα ξεκινά από τα άνω και διαχέεται σ’ ολόκληρη την κοινωνία. Η νόσος μεταδίδεται από ηγεσίες, ανάξιες του έθνους, οι οποίες επιδιώκουν να φανούν αρεστές ή έστω ανεκτές από τον ξένο παράγοντα, που θεωρείται ο έχων το γενικό πρόσταγμα σ’ αυτόν τον τόπο.
Η έλλειψη προορισμού είναι έκδηλη όχι απλώς στους αριθμούς που δυστυχούν, στο χρέος που έχει φτάσει σε δυσπρόσιτα ύψη και στην πληθυσμιακή συρρίκνωση των γηγενών∙ και οι ίδιες οι αισθήσεις μας μαρτυρούν ότι η εθνική ναυς πλέει ακυβέρνητη στα βράχια του διεθνούς ανταγωνισμού και στον ακίνητο ύφαλο του χρόνου. Στον δρόμο και στα ΜΜΕ, στη διαφήμιση και στα θεάματα, στη Βουλή και στον δημόσιο λόγο οι ελληνικοί ήχοι λιγοστεύουν, ενώ αντίστοιχα αυξάνονται οι ελληνέζικοι βαρβαρισμοί. Κυριαρχούν πλέον μείξεις ακατάληπτων υπολοίπων ελληνικών λέξεων σκεπασμένων με στρώματα αμερικανικών ιδιωματισμών, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις ακούγονται αφροασιατικές γλώσσες και… ακατάληπτες, «εξωτικές» διάλεκτοι.
Το αυτό και με τους πληθυσμούς που κινούνται στα αστικά κέντρα και σε πολλά σημεία της περιφέρειας: δεν θυμίζουν Ελλάδα. Η εικόνα των πόλεων φθισική, σαπισμένη, με μια δυσωδία που χτυπάει τα ρουθούνια και την ασχήμια των πολυκατοικιών και των λερών τοίχων γεμάτων γκράφιτι που τυραννά τους οφθαλμούς. Ξεχάσαμε να αναζητήσουμε την Ελλάδα εντός μας κι εκείνη μας εγκαταλείπει.
Κι όμως, η αρχή της ταυτοτικής αναζήτησης, η εφαρμογή τού «ἔνδον σκάπτε» ξεκινά από την παρατήρηση του χώρου γύρω μας. Κοιτώντας την πατρίδα θα μάθουμε για τον εαυτό μας. Ο Κωστής Παλαμάς στο «Γνώμες, καρδιές, όσοι Ελληνες» θεωρεί τις πατρίδες κάτι σαν οξυγόνο της ανθρώπινης ψυχής. Γράφει σε μια στροφή του ποιήματος.
Πως είναι μια η πατρίδα μας
κι είναι παντού όπου πάμε,
και όπου σταθούμε, μέσα μας
πατρίδα μία γρικάμε,
μία με λογής ονόματα,
πρόσωπα, προσωπίδες.
Δε ζει χωρίς πατρίδες
η ανθρώπινη ψυχή.
Να την εντοπίσουμε την ταυτότητά μας. Δεν μπορούμε να ζήσουμε δίχως αυτήν.