Ο Μωάμεθ, ο οποίος θεωρείται από τους μουσουλμάνος ο τελευταίος προφήτης, είχε ενώσει τις αραβικές φυλές στη χερσόνησο και είχε ιδρύσει το πρώτο ισλαμικό κράτος. Μετά τον θάνατό του όλοι οι διάδοχοί του στον θρόνο αυτού του κράτους πήραν τον τίτλο του χαλίφη, που σημαίνει διάδοχος, «εντολοδόχος του προφήτη Μωάμεθ στη Γη».
Ο τίτλος αυτός περνούσε από πατέρα σε γιο, για να φθάσουμε στο 1517, όταν ο σουλτάνος Σελήμ ο Α’, γιος της Ελληνίδας σουλτάνας Μαρίας Γκιουμπαχάρ από τη Λιβερά Τραπεζούντος, κατέλυσε το κράτος των Μαμελούκων, το οποίο ήταν η συνέχεια του ισλαμικού κράτους, και έλαβε τον τίτλο του «χαλίφη του Ισλάμ», τίτλο που συνέχισαν να φέρουν όλοι οι σουλτάνοι μέχρι τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Μουσταφά Κεμάλ, ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ήταν αυτός που κατήργησε το χαλιφάτο, με νόμο που ψήφισε η «Εθνοσυνέλευση του Μεγάλου Τουρκικού Εθνους» στις 3 Μαρτίου 1924, υποτίθεται για να οικοδομήσει σε στέρεες βάσεις ένα κοσμικό κράτος, απαλλαγμένο από τα θεοκρατικά χαρακτηριστικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την ενέργεια αυτή του Κεμάλ, καθώς και άλλες αποφάσεις που εισήγαγε από τη Δύση, υποτίθεται για να δημιουργήσει μια κοσμική κοινωνία, οι μουσουλμανικοί κύκλοι στην Τουρκία δεν την συγχώρεσαν ποτέ και περίμεναν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση από τους κεμαλικούς, επαναφέροντας το χαλιφάτο.
Το πολιτικό Ισλάμ στην Τουρκία έκανε δειλά την εμφάνισή του τη δεκαετία του 1960, με κύριο εκφραστή του τον Νετζμετίν Ερμπακάν, ο οποίος μάλιστα κατόρθωσε να κατακτήσει τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Ετζεβίτ, το 1974, στην κυβέρνηση του Αττίλα και της εισβολής στην Κύπρο.
Ακολούθησε η δεκαετία της χούντας του Εβρέν (12 Σεπτεμβρίου 1980), η απαγόρευση των παλαιών κομμάτων και πολιτικών, και στη συνέχεια η απόπειρα φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, την οποία εκμεταλλεύθηκε ο Νετζμετίν Ερμπακάν, φθάνοντας στο σημείο να αναγορευθεί ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, αξίωμα που διατήρησε για ένα έτος και δύο ημέρες, από τις 28 Ιουνίου 1996 έως τις 30 Ιουνίου 1997, οπότε ανατράπηκε από τον στρατό, με ένα πραξικόπημα που έμεινε στην ιστορία ως «μεταμοντέρνο».
Το διάστημα που ο Ερμπακάν ήταν πρωθυπουργός, οι υπηρεσίες του τουρκικού βαθέος κράτους είχαν βάλει στο μικροσκόπιο κάθε ενέργεια του ισλαμιστή πρωθυπουργού και είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν ο δεύτερος στην ιεραρχία του παγκόσμιου ισλαμικού κινήματος, που είχε ως απώτερο σκοπό την παλινόρθωση του χαλιφάτου. Σύμφωνα πάντα με όσα επικαλούνταν κεμαλικά έντυπα την περίοδο της πρωθυπουργίας Ερντογάν, το παγκόσμιο ισλαμικό κίνημα είχε πρακτικά τους εξής στόχους:
· Τη δημιουργία της παγκόσμιας ισλαμικής τράπεζας, για την απεξάρτηση από το τραπεζικό σύστημα της Δύσης, που στηρίζεται στην «τοκογλυφία», την οποία απαγορεύει η μουσουλμανική θρησκεία.
· Την έκδοση του ισλαμικού δηναρίου ως κοινού νομίσματος των μουσουλμανικών κρατών.
· Την κατασκευή του μουσουλμανικού μαχητικού και άλλων σύγχρονων οπλικών συστημάτων, για την απεξάρτηση από τις δυτικές βιομηχανίες όπλων.
· Τη διεκδίκηση μιας θέσης μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ, για την υποστήριξη των συμφερόντων του μουσουλμανικού κόσμου.
Επειδή οι στόχοι αυτοί θεωρήθηκαν απειλή για το κεμαλικό κοσμικό κράτος, ο Ερμπακάν ανατράπηκε από τους στρατηγούς, για να αναλάβει τη σκυτάλη ενός μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ η νέα γενιά πολιτικών, με επικεφαλής τον Ερντογάν, ο οποίος ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), μαζί με τους Αμπντουλάχ Γκιουλ, Αμπντουλατίφ Σενέρ, Μπουλέντ Αρίντς και άλλους.
Τα χρόνια που ακολούθησαν της ανάληψης της εξουσίας από το ΑΚΡ ο Ερντογάν φρόντισε να κάνει το εξής: να παρουσιάσει εαυτόν και το κόμμα του ως φιλοδυτικούς και μεταρρυθμιστές, για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Δύσης, για να μπορέσει να εξουδετερώσει τα τμήματα του βαθέος κράτους που τον υπονόμευαν. Οταν το πέτυχε αυτό, τότε άρχισε να παρουσιάζει το πραγματικό του σχέδιο, το οποίο έχει ως στόχο την παλινόρθωση του χαλιφάτου σε πρακτικό επίπεδο και στη συνέχεια, όταν κατορθώσει να κατανικήσει και τα τελευταία τμήματά του κεμαλικού βαθέος κράτους, και σε τυπικό.
Μέχρι στιγμής σε γενικές γραμμές ο Ερντογάν:
· Εχει διεκδικήσει τον ρόλο του ηγέτη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, που είναι το παγκόσμιο κίνημα του πολιτικού Ισλάμ.
· Εχει διεκδικήσει τη διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ και την εκπροσώπηση του μουσουλμανικού κόσμου.
· Εχει αναπτύξει αμυντική βιομηχανία, η οποία ανταποκρίνεται στους στόχους που είχαν εντοπίσει οι τουρκικές Αρχές την περίοδο της κυβέρνησης Ερμπακάν.
Το τελευταίο ταξίδι του σε Ινδονησία, Μαλαισία και Πακιστάν, τρεις μουσουλμανικές χώρες που δεν είναι αραβικές και μαζί με την Τουρκία έχουν 600 εκατομμύρια πληθυσμό και ΑΕΠ που ξεπερνά τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια, εξυπηρετεί τους στόχους του παγκόσμιου μουσουλμανικού πολιτικού κινήματος, με απώτερο στόχο την παλινόρθωση του χαλιφάτου.
Ελπίζουμε όλα αυτά να τυγχάνουν της ανάλογης ανάλυσης από τους Ελληνες στρατηγιστές, που χαράσσουν τα σχέδια για το μέλλον της Ελλάδας και του Ελληνισμού.