«Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλʼ ἠγέρθη» (Λουκ. κδ΄ 5-6).
«Γιατί ψάχνετε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αλλ’ αναστήθηκε». Με αυτές τις φράσεις οι άγγελοι με τις αστραφτερές στολές ενημέρωσαν τις μυροφόρες ότι ο Χριστός αναστήθηκε. Ο Ων εξήλθε του τάφου. Δεν λογίζεται πλέον μέλος της κοινότητας των τεθνεώτων. Ο Υιός του Θεού δεν ήταν δυνατόν να παραμένει εσαεί στο μουντό βασίλειο του Αδη. Απέδρασε και υποσχέθηκε στο ανθρώπινο είδος να μπορέσει κι εκείνο να διαρρήξει σχέσεις με τον θάνατο, αν ακολουθήσει το θείο μονοπάτι της αγάπης στον πλησίον, της πίστης και της αρετής.
Οι τρεις προϋποθέσεις της συμμετοχής μας στο ανεκτίμητο κεφάλαιο της αθανασίας δυσκόλεψαν στις εποχές που ακολούθησαν τη Βιομηχανική Επανάσταση. Ενα από τα αίτια είναι το δέος που ένιωσε ο άνθρωπος μπροστά στην ταχύτητα και την έλλειψη κόπου της μηχανής, η οποία κάνει γρήγορα, με ακρίβεια, το ίδιο και το ίδιο, δίχως να βαρεθεί, να αποκάμει, να αποκαρδιωθεί, να διαμαρτυρηθεί, να απεργήσει, να ζητήσει αύξηση. Το συνειδητοποιήσαμε απλώς βλέποντάς το να γίνεται: στην εργασία της γραμμής παραγωγής δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε τη μηχανή. Ο,τι μας ξεπερνά το θαυμάζουμε. Αλλες φορές το σκοτώνουμε από φθόνο κι άλλες υποτασσόμαστε σε αυτό. Τη μηχανή την τοποθετήσαμε ψηλά στη συνείδησή μας. Δεν χρειάστηκε καν να το συζητήσουμε μεταξύ μας, να κάνουμε συνέδρια και ημερίδες, να την αναδείξουμε διά της ψήφου μας σε οντότητα υπεράνθρωπη, άψυχη μεν αλλά πανίσχυρη.
Πάντοτε εκτιμούμε την ισχύ. Είναι χειροπιαστό μέγεθος και συχνότατα αυταπόδεικτο. Με την ισχύ μπορούμε προσωρινά να ξεγλιστρούμε από τα δίχτυα της ανάγκης και τη θηλιά που περνά γύρω από τον λαιμό μας ο θάνατος. Ετσι, η μηχανή εγκαταστάθηκε σε θρόνο δυσπρόσιτο, ημιθεϊκό.
Η αγάπη στον πλησίον από ευρύτατες μάζες καταχωρίστηκε στην ενότητα της αδυναμίας. Οσοι αγαπούν δίνουν. Το δόσιμο, αν φοράς τα γυαλιά του υλισμού, μπορεί και να το θεωρήσεις αιμορραγία, αποδυνάμωση. Και την αρετή, ομοίως. Βολικότερος για την απόκτηση ισχύος ο αμοραλισμός, η έλλειψη ηθικών και άλλων ανασχετικών παραγόντων. Ο υλιστής είναι πεπεισμένος ότι, αν στο όχημα που οδηγεί στο χρήμα και στη δύναμη δεν έχεις τα φρένα του… αόρατου, θα φτάσεις γρηγορότερα εκεί.
Μόνο τη δύναμη της πίστης υπολογίζουν και σέβονται οι θαυμαστές της μηχανής. Δεν μπορούν ακόμα να ορίσουν τους λόγους, να εξηγήσουν με ποιον τρόπο αυτό το βαθύ και δύσκολα αποκτήσιμο αίσθημα βοηθά στα πάντα, αλλά επιδιώκουν την απόκτησή του. Θέλουν να το κατακτήσουν για να ωφεληθούν. Κι όλο αυτό το συναισθηματικό παίγνιο και «φλερτ» με το μεταφυσικό, ανεξήγητο αίσθημα της πίστης γίνεται για την ύλη. Για τη διεύρυνση των ορίων της άνεσης, για μια μικρή παράταση, μια βραχύχρονη αναστολή της εκτέλεσης της ποινής του θανάτου, που έχει επιβληθεί σε ό,τι ήταν, είναι και θα βρεθεί να ζει στην πλάση μας. Αντίτιμο της ζωής, ο θάνατος.
Αν η μηχανή θαυμάστηκε σαν ημιθεϊκό κατασκεύασμα, που ξεπέρασε τον κατασκευαστή του, η τεχνολογία και η Τεχνητή Νοημοσύνη αποθεώθηκαν. Τοποθετήθηκαν στο ψηλότερο βάθρο από τους σύγχρονους εφήμερους ανθρώπους, που επιβιώνουν μέχρι να πεθάνουν χωρίς ποτέ να σιγουρευτούν ότι έζησαν στ’ αλήθεια, έστω για μια στιγμή.
Το κατασκεύασμα μάγεψε τον κατασκευαστή, που λησμόνησε τον εαυτό του και τον ίδιο τον Δημιουργό του. Ο άνθρωπος πείστηκε ότι δεν υπάρχει κάτι ή κάποιος στο σύμπαν που να έχει τις δυνατότητες να ξεπεράσει σε ευφυΐα τα προϊόντα της τεχνολογίας. Κάθεται με τις ώρες και τα κοιτά αποσβολωμένος, λησμονώντας τον εαυτό του, τον πλησίον, τον Θεό. Οι ώρες περνούν, ο καιρός τον προσπερνά, οι εμπειρίες χρωματίζονται με τη μουντάδα της ύπαρξης στον Αδη Αυτή η μουντάδα υποχρέωσε τη σκιά του Αχιλλέα να εύχεται «πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον, άκληρο πια, που να μην έχει και μεγάλο βιος, παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών» («Οδύσσεια», λ, 488-490).
Η Ανάσταση του Χριστού μάς υπενθυμίζει τα καθήκοντά μας ως ανθρώπων που γνωρίζουμε πια τις διδαχές Του. Επίσης, μας θυμίζει ότι έχουμε και την επιλογή να ζήσουμε κανονικά, πριν επέλθει ο θάνατος. Να αναστηθούμε εν ζωή. Να σχετιστούμε με τους ανθρώπους, να τους δώσουμε σημασία, να βοηθήσουμε το περιβάλλον μας, να αποδράσουμε από την ψηφιακή φυλακή που χτίσαμε μόνοι γύρω μας.
Να ζούμε ενάρετα, με αγάπη στον πλησίον, με πίστη στον Θεό.