Δεν είναι μόνο ο πιο βελτιωμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων ετών. Αλλά και ένας αληθινός Mr.Cool. Πού κάνει το καθετί –απ’ όσα δοκιμάζει εντός του γηπέδου και απ όσα λέει έξω από αυτό- να μοιάζει απλό, σχεδόν αυτονόητο. Είτε «σκάβοντας» την μπάλα πάνω από τον τερματοφύλακα της Βιγιαρεάλ για ένα γκολ στο Europa League, είτε πλασάροντας από τα 40 μέτρα και τη γραμμή σχεδόν του πλαγίου άουτ για το τέταρτο γκολ κόντρα στον Αστέρα στην Τρίπολη είτε φορώντας για πρώτη φορά στη ζωή του κοστούμι και γραβάτα για τις ανάγκες της χτεσινής φωτογράφησης, με την άνεση εκείνου που το έχει κάνει ως τώρα εκατοντάδες φορές.
Bασικός σέντερ φορ στον Παναθηναϊκό, στον οποίον ήρθε από τον Λεβαδειακό το καλοκαίρι του 2020 δίχως τυμπανοκρουσίες, ως επιλογή του προέδρου της ομάδας Γιάννη Αλαφούζου. Αγαπημένος της εξέδρας και με φυσιογνωμία «καλού παιδιού», φοράει τη φανέλα με το νούμερο 7, κατοχυρωμένη στη συνείδηση των Παναθηναϊκών οπαδών με τον Δημήτρη Σαραβάκο, μολονότι εντελώς διαφορετικός από εκείνον ως παίκτης.
Μοιάζει παιδί της εποχής του αλλά την ίδια στιγμή μεγαλύτερος και πιο ώριμος από τα 23 του χρόνια. «Διαφορετικός από το συνηθισμένο format των ποδοσφαιριστών» καταπώς κι ο ίδιος λέει. Όχι μόνο επειδή διαβάζει ιστορία σε μια εποχή που λίγοι διαβάζουν οτιδήποτε δεν είναι στην οθόνη ενός κινητού, αλλά κυρίως επειδή μοιάζει να μην επαναπαύεται στο ταλέντο ή τα φυσικά του χαρίσματα αλλά επιζητά να προσθέτει διαρκώς καινούργια στοιχεία στο παιχνίδι του, να γίνεται ολοένα και καλύτερος, κάθε μέρα και λίγο πιο ολοκληρωμένος.
Το ποδοσφαιρικό γήπεδο είναι σαν το ρινγκ του μποξ –και σαν τη ζωή. You can always run but you can never hide. Όταν έρχεται η στιγμή της κρίσης –και στα σπορ έρχεται συχνά- δεν υπάρχει κανείς άλλος να σε βοηθήσει παρά ο εαυτός σου.
Σε μια χώρα που γενικώς αγαπά την ευκολία, ο Φώτης Ιωαννίδης μοιάζει να κουβαλά ένα ιδιότυπο work ethic. Να μην αποζητά βολικές παρακαμπτηρίους για να κόψει δρόμο. Και να δουλεύει πολύ σε όλα τα επίπεδα –σωματικά, εγκεφαλικά, ψυχολογικά- ώστε να κερδίζει τη μια πίστα μετά την άλλη. Όντας μαχητής αλλά όχι κυνικός.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα και είδωλό του ήταν ο Ρονάλντο –όχι ο Κριστιάνο, το Φαινόμενο. Πιστεύει μάλιστα πως αν δεν τον πρόδινε το γονατό του θα έκανε μεγαλύτερη καριέρα από του Μέσι. «Δεν έχω ποτέ στη ζωή μου φανταστεί τον εαυτό μου να κάνει οποιαδήποτε άλλη δουλειά εκτός από ποδοσφαιριστής» θα πει κάποια στιγμή. Τον πιστεύω. Από την εποχή κιόλας που πρωτοκλώτσησε μπάλα –στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, κανείς δεν είναι τέλειος…- μοιάζει να είχε σκαρώσει στο μυαλό και το εφηβικό του μπλοκάκι-bucket list το σενάριο που ως σήμερα υπηρετεί. Ολυμπιακός Χαλκίδας, Λεβαδειακός, Παναθηναϊκός, Εθνική ομάδα. Sky is the limit ίσως.
Καταλήγω να βρίσκω πολύ ταιριαστό ότι αγαπά τον μουσακά. Ένα φαγητό που μοιάζει απλό αλλά κρύβει πίσω του πάρα πολλή δουλειά. Να ετοιμάσεις τον κιμά, να τηγανίσεις τις μελιτζάνες δίχως να τις πνίξεις στο λάδι, να φτιάξεις την μπεσαμέλ και στο τέλος να τα συνθέσεις όλα αυτά μαζί σε ένα ισορροπημένο σύνολο. Δεν έχει τίποτε το εξεζητημένο μα –άμα πετύχει- είναι ακαταμάχητο. Και διόλου τυχαία αποτελεί το πιο εμβληματικό, εξαγώγιμο προϊόν της Ελλάδας…
Διαβάστε την συνέντευξή του Φώτη Ιωαννίδη εδώ