Βαριά ήταν η καμπάνα που επέβαλλε η Πειθαρχική Επιτροπή της ΕΠΟ εις βάρος του Κώστα Καραπαπά, ο οποίος και τιμωρήθηκε με πρόστιμο 30 χιλιάδων ευρώ για τις δηλώσεις του μετά το ματς του Ολυμπιακού με την Ξάνθη.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Επιτροπής, οι δηλώσεις είναι «αναληθείς αφού δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο.
Οι δηλώσεις στα ΜΜΕ που δεν στηρίζονται σε σοβαρές ενδείξεις ενοχής δεν επιτρέπεται να υπερκεράσουν τις θεσμοθετημένες πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες για την διευθέτηση των εν λόγω ζητημάτων».
Μάλιστα, ο πρόεδρος της Επιτροπής «ξεγυμνώνει» τον Καραπαπά αφού ο τελευταίος δεν πραγματοποίησε «έλεγχο της αλήθειας των πληροφοριών αυτών, όπως η υποχρέωση του αυτή προκύπτει, όχι μόνο από το άρθρο 20α του πειθαρχικού κώδικα της ΕΠΟ αλλά και από το σύνολο των κανονισμών της και οι οποίες επιβάλλουν στους αξιωματούχους του ποδοσφαίρου τον προηγούμενο έλεγχο των δημοσίων δηλώσεων τους και την εκφορά μόνο εκείνων των ειδήσεων που στηρίζονται σε σοβαρές ενδείξεις ενοχής ώστε να αποφεύγεται η δυσφήμηση του ποδοσφαίρου. Τέτοιες δηλώσεις δυναμιτίζουν τις σχέσεις μεταξύ των οπαδών των ομάδων με εκρήξεις βίας, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου».
Δείτε επίσης: Άγρια επίθεση των οπαδών του Ερυθρού Αστέρα στον Ζάντερ για το πέναλτι
Αναλυτικά η τοποθέτηση του προέδρου της Επιτροπής
«Οι δηλώσεις αυτές όμως, του εγκαλούμενου αποδεικνύονται αναληθείς αφού δεν επιβεβαιώνονται από κάποιο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο και αποτελούν δυσμενείς κρίσεις τόσο για τους αξιωματούχους θεσμοθετημένων οργάνων της ΕΠΟ όπως του προέδρου αυτής κ. Γραμμένου όσο και του προέδρου της ΚΕΔ κ. Περέϊρα όσο και κατά των νόμιμων εκπροσώπων αλλά και των ομάδων της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Ξάνθη, Βόλος για λήψη αποφάσεων με δόλο και μεροληψία υπέρ των συγκεκριμένων ομάδων και προσώπων από τους μεν πρώτους, για υπόνοιες διενέργειας δε, χειραγωγημένων αγώνων αναφορικά με τους δεύτερους.
Βλάπτουν την τιμή και υπόληψη τόσο των φυσικών προσώπων στους οποίους αναφέρονται όσο και στις ομάδες και προκαλούν αναιτίως στην κοινή γνώμη αίσθημα απαξίωσης και αποστροφής προς το ελληνικό ποδόσφαιρο δεδομένου ότι προκαλεί στους φιλάθλους αίσθημα δυσπιστίας και αδιαφάνειας, μειώνει την αξιοπιστία του ελληνικού ποδοσφαίρου, υποβαθμίζει την αγωνιστική αξία των ελληνικών ομάδων και εν τέλει δυναμιτίζει τις σχέσεις μεταξύ των οπαδών των ομάδων με εκρήξεις βίας, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου.
Ο υπερασπιστικός ισχυρισμός του εγκαλουμένου ότι η δήλωση του αφορά στην ουσία μια επίσημη καταγγελία που πρέπει να διερευνηθεί και ότι σε περίπτωση που θα αποδειχθεί, θα αφορά ίσως το μεγαλύτερο σκάνδαλο του ποδοσφαίρου, στην προκειμένη περίπτωση επιβεβαιώνει την αναλήθεια των καταγγελλομένων γεγονότων, αφού ότι ο τελευταίος παραβίασε τις συναλλακτικές του υποχρεώσεις ως παράγοντας να αποφεύγει τέτοιες δηλώσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών αυτών, όπως η υποχρέωση του αυτή προκύπτει, όχι μόνο από το άρθρο 20α του πειθαρχικού κώδικα της ΕΠΟ αλλά και από το σύνολο των κανονισμών της και οι οποίες επιβάλλουν στους αξιωματούχους του ποδοσφαίρου τον προηγούμενο έλεγχο των δημοσίων δηλώσεων τους και την εκφορά μόνο εκείνων των ειδήσεων που στηρίζονται σε σοβαρές ενδείξεις ενοχής ώστε να αποφεύγεται η δυσφήμηση του ποδοσφαίρου.
Υπό το πρίσμα των προαναφερομένων, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο κατ’ εκτίμηση ισχυρισμός περί δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του εγκαλούμενου, προκειμένου η δήλωση να αποτελέσει αφορμή για διερεύνηση των καταγγελλομένων από τις εισαγγελικές αρχές καθώς οι δηλώσεις στα ΜΜΕ που δεν στηρίζονται σε σοβαρές ενδείξεις ενοχής δεν επιτρέπεται να υπερκεράσουν τις θεσμοθετημένες πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες για την διευθέτηση των εν λόγω ζητημάτων»