Ποιος είναι πίσω από τα φώτα της πορείας της Φιορεντίνα… «Από το 2019 έως το 2023, ξόδεψα περισσότερα από 400 εκατομμύρια δολάρια για την ομάδα».
Αυτή ήταν η απάντηση του Αμερικανοϊταλού δισεκατομμυριούχου Ρόκο Κομίσο στους επικριτές του που υποστηρίζουν πως δεν βάζει αρκετά χρήματα για να ανεβάσει επίπεδο την ομάδα, ώστε να μπορέσει να ανταγωνιστεί τις βαριές φανέλες της Ιταλίας όπως των Γιουβέντους, Μίλαν, Ίντερ και Ρόμα, ή επίσης την Λάτσιο, την Νάπολι, την Αταλάντα.
Ο 75χρονος CEO της Mediacom, της πέμπτης μεγαλύτερης εταιρείας τηλεπικοινωνιών στην Αμερική που προσφέρει τις υπηρεσίες της σε 1,4 εκατομμύρια πελάτες, έχει net worth που πλησιάζει τα 8 δισ. δολάρια, ποσό που τον φέρνει στην θέση 114 του Forbes, με τους πλουσιότερους Αμερικανούς, ενώ παραμένει ο κάτοικος του Νιου Τζέρσεϊ με το πιο γεμάτο πορτοφόλι!
Είναι επίσης ο πρόεδρος της Φιορεντίνα, ομάδας που θα αντιμετωπίσει ο Ολυμπιακός στον ιστορικό αυριανό τελικό του Conference League. Ένα ματς που περιμένουν πώς και πώς άπαντες. Την οποία Φιορεντίνα εξάλλου απέκτησε το 2019 έναντι περίπου 170 εκατομμυρίων δολαρίων. Μία αγορά που πάντως, όπως άφηνε να φανεί σε συνέντευξή του στους Financial Times, τον έχει γεμίσει έγνοιες.
Αυτό που ενοχλεί τον Κομίσο είναι η έλλειψη σεβασμού στις προσπάθειές του να βοηθήσει την ανάπτυξη της Φιορεντίνα, καθώς αυτοχρηματοδότησε την κατασκευή του Viola Park, της νέας προπονητικής εγκατάστασης του συλλόγου, δημιουργώντας ένα complex αξίας 87 εκατομμυρίων δολαρίων. Το οποίο διαθέτει δέκα γήπεδα προπόνησης και απασχολεί εκατοντάδες άτομα. Άλλωστε πιστεύει πως ο μόνος τρόπος για να πλησιάσει τα μεγαθήρια της Ιταλίας είναι μέσω των εσόδων από τα εισιτήρια που μπορεί να του φέρουν τα περισσότερα από 43.000 καθίσματα του νέου γηπέδου. Θεωρεί πως στο λίγο διάστημα που τρέχει την ομάδα, το story «Φιορεντίνα» είναι μία επιτυχία, παρά την αντίθετη άποψη που έχουν πολλοί φίλαθλοι αλλά και συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι με τους οποίους διατηρεί κόντρα. «Συνεχίζω να βλέπω συλλόγους με χρέη», τονίζει ο Κομίσο που δεν σταματά να μασά τσίχλες νικοτίνης και να βγαίνει εκτός εαυτoύ όπως όταν έχασε πέρσι τον δραματικό τελικό του Conference από την Γουέστ Χαμ, χαρακτηρίζοντας «ζώα» τους οπαδούς της αγγλικής ομάδας για τις ρίψεις των αντικειμένων προς τους παίκτες και τον τραυματισμό του Κριστιάνο Μπιράγκι.
Κάνει «μπαμ» το ιταλικό ταμπεραμέντο, η φινέστα και η μαεστρία του Κομίσο. Είναι η αιτία που δεν τον άφησε να επενδύσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου έχτισε την περιουσία του, αλλά επέλεξε να το κάνει στην Ιταλία. Γιος ξυλουργού, γεννημένος στην Καλαβρία, έμαθε από πρώτο χέρι τι σημαίνει Μπρονξ όταν μετακόμισε η οικογένειά του, ενώ εκείνος ήταν 12 ετών. Το 1971 θα κερδίσει υποτροφία για το Πανεπιστήμιο Columbia για να σπουδάσει βιομηχανική μηχανική, ενώ θα υπάρξει και αρχηγός στην ομάδα ποδοσφαίρου του Πανεπιστημίου. Οι ικανότητές του είχαν ως αποκορύφωμα να δεχθεί πρόσκληση για να δοκιμαστεί στην εθνική ΗΠΑ που θα έπαιρνε μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες τους 1972. Μετά την αποφοίτησή του το 1971, βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο της Pfizer στο Μπρούκλιν, δουλειά που κράτησε ακόμα και μετά την έναρξη ενός προγράμματος MBA στο Columbia Business School το 1974. Κάθε μέρα ξυπνούσε στις 7 π.μ., παρακολουθούσε το μάθημα και μετά πήγαινε στο εργοστάσιο. Τα μεσάνυχτα, όταν τελείωνε η βάρδιά του, περνούσε δύο ώρες στο μετρό για να επιστρέψει στο Μπρονξ.
Αφού θα ολοκληρώσει το 1975 το πρόγραμμα το MBA, θα θελήσει να ασχοληθεί με τις τραπεζικές επενδύσεις. Αλλά δεν θα βρει καμία προσφορά, γιατί τότε ακόμα υπήρχαν διακρίσεις. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τύπο που μου είπε, “Rocco, ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου; Δεν είσαι ούτε Εβραίος ούτε Ιρλανδός. Οι Ιταλοί δεν έχουν φτάσει ακόμα στη Wall Street».
Ετσι θα αποφασίσει να ξεκινήσει από τα χαμηλά της τραπεζιτικής, αρχίζοντας από την Chase Manhattan Bank, τη σημερινή JP Morgan δηλαδή, ενώ πέρασε και από την Royal Bank of Canada. Το 1986 όμως θα αφήσει τις τράπεζες, για να ακολουθήσει τον Alan Gerry, ιδρυτή της Cablevision, περνώντας δίπλα του μία δεκαετία ως επικεφαλής οικονομικών της εταιρείας. Ο Gerry πούλησε την Cablevision στην Time Warner έναντι 3 δισ. δολαρίων, μία απόφαση που ο Κομίσο μίσησε και που τον οδήγησε το 1995 να πάρει την μεγάλη απόφαση. Να ξεκινήσει την δική του εταιρεία, την Mediacom.
H τακτική που ακολούθησε ήταν απλή. Επικεντρώθηκε να αγοράζει assets καλωδιακής σε αγροτικές περιοχές, όπου οι τιμές ήταν χαμηλές και ο ανταγωνισμός περιορισμένος. Η ετήσια ανάπτυξη της εταιρείας ήταν εντυπωσιακή. Το 2017 τα ετήσια έσοδα της πλησίασαν τα 1,9 δισ. δολάρια και ένα χρόνο μετά ο Κομίσο, έκανε το ντεμπούτο του στη λίστα δισεκατομμυριούχων του Forbes.
Τον Φεβρουάριο του 2000 είχε έρθει και η δημόσια προσφορά στον Nasdaq, με την εταιρεία να αποτιμάται στα 2,5 δισ. δολάρια. Όλα αυτά, λίγες εβδομάδες πριν από την κατάρρευση των εταιρειών dot-com. Με τις τράπεζες να μην τον δανείζουν, αναγκάστηκε να τερματίσει τις εξαγορές, όπως εκείνη των assets της ΑΤ&Τ έναντι 2,2 δισ. δολαρίων. Στα πρώτα πέντε χρόνια της επιχείρησης, ο Κομίσο πραγματοποίησε περισσότερες από 20 εξαγορές, με αποτέλεσμα μέχρι τα τέλη του 2002 το χρέος της εταιρείας είχε εκτοξευθεί στα 3 δισ. δολάρια, οκταπλάσιο των λειτουργικών ταμειακών ροών.
Μέσω της έξυπνης διαχείρισης του ισολογισμού, η Mediacom δεν έχασε ποτέ πληρωμή δανείου, επιτρέποντάς της να παραμείνει ζωντανή μέχρι το 2009, όταν τελικά άρχισε να παράγει αρκετά μετρητά για να αρχίσει να πληρώνει το κύριο χρέος. Με την μετοχή να έχει πέσει κατά 80% μετά την δημόσια εγγραφή, ο Κομίσο αποφάσισε να γίνει ο μοναδικός ιδιοκτήτης της εταιρείας. Κάτι που κατάφερε τον Μάρτιο του 2011, μετά από έντονες διαπραγματεύσεις και αγωγές από μετόχους, έναντι περίπου 600 εκατομμυρίων δολαρίων.
Και «αφού στη Φλωρεντία είστε όλοι πλούσιοι, σας πουλάω την ομάδα και επιστρέφω στις ΗΠΑ» έλεγε χαρακτηριστικά. Αλλά δεν βρέθηκε κανένας, για να πει αργότερα «όταν δεν έχεις λεφτά, το βουλώνεις».
Η πιο ακριβή μεταγραφή της ομάδας με τις μωβ εμφανίσεις (εξού και το παρατσούκλι της ομάδας La Viola), τη φανέλα της οποίας έχουν τιμήσει θρυλικοί ποδοσφαιριστές όπως ο «Μικρός Βούδας», Ρομπέρτο Μπάτζιο και η μηχανή των γκολ, ο Αργεντίνος «Μπατιγκόλ», Γκαμπριέλ Μπατιστούτα, ήταν ο 23χρονος Σέρβος επιθετικός Ντούσαν Βλάχοβιτς τον Ιανουάριο του 2022, όταν μεταπήδησε στην Γιουβέντους, έναντι 80 εκατ. ευρώ.
Ο Κομισό, ιδιοκτήτης επίσης της ποδοσφαιρικής ομάδας Cosmos της Νέας Υόρκης, επισημαίνει πως είναι ένα σοκ για κάποιον που έρχεται να κάνει «business» από την οργανωμένη Αμερική στην Ιταλία, αφού η γραφειοκρατία καθυστερεί τα πάντα. Ωστόσο τονίζει πως δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο για τα χρήματα και γνωρίζει καλά πως από την εμπλοκή του με το ποδόσφαιρο θα «μπαίνει μέσα». Το κάνει όπως λέει μόνο και μόνο για να προσφέρει στην πόλη της Φλωρεντίας και για το γεγονός πως όταν μετά από 100-200 χρόνια θα ρωτάνε ποιος έφτιαξε αυτό το στάδιο, θα λένε το όνομά του. Είναι για εκείνον κάτι σημαντικό.