Ο Παναγιώτης Γιαννάκης στο βιβλίο του «Τρωτός Άτρωτος» αποκάλυψε γιατί συγκρούστηκε κάποτε με τον Νίκο Γκάλη και πώς ράγισε το γυαλί στη σχέση τους. Αν και πάντα όποτε βρίσκονται είναι αγκαλιασμένοι οι δύο θρύλοι του Άρη και της Εθνικής μπάσκετ.
Ήταν καλοκαίρι του 1984, όταν ο Άρης ανακοίνωσε μια μεταγραφή που έμελλε να αλλάξει τα δεδομένα στο ελληνικό μπάσκετ. Ο «Δράκος» ήταν πλέον κάτοικος Θεσσαλονίκης. Πλάι στον «γκάνγκστερ» συγκρότησαν το καλύτερο δίδυμο εκείνης της εποχής, οδηγώντας τον Άρη σε μεγάλες στιγμές δόξας και διακρίσεις. Παρά την άψογη συνεργασία εντός παρκέ, όλοι γνώριζαν πως υπήρχαν και κακές στιγμές μεταξύ τους. Μπορεί μέχρι σήμερα να μην μίλησαν ποτέ ανοιχτά για τα μεταξύ τους ζητήματα, ο «Δράκος» όμως, φρόντισε να ρίξει φως στην υπόθεση σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, μέσα από το βιβλίο του «Τρωτός Άτρωτος».
Ο Γιαννάκης έδωσε στοιχεία για τον πολύ άγριο καβγάς του με τον Γκάλη στην αναμέτρηση του Άρη με τον Ηρακλή το 1986. Ο ίδιος μίλησε για πρώτη φορά για το σκηνικό, αποκαλύπτοντας πως ουσιαστικά δεν ξεπεράστηκε ποτέ, αν και ο σεβασμός είναι αμοιβαίος του ενός για τον άλλον.
«Η επικοινωνία μας βραχυκύκλωσε σ’ ένα παιχνίδι του Άρη με τον Ηρακλή στο Αλεξάνδρειο, στις αρχές της περιόδου 1986-1987. Σ’ ένα τάιμ άουτ μού ζήτησε τον λόγο για μια πάσα που δεν του έδωσα στον αιφνιδιασμό και την έδωσα σε άλλο συμπαίκτη μου, ο οποίος ήταν σε προνομιακή θέση για να πετύχει ένα εύκολο καλάθι. Η ουσία είναι ότι προκλήθηκε ένταση, ανταλλάξαμε κουβέντες, και λίγο έλειψε να πιαστούμε στα χέρια στα αποδυτήρια. Σκαλίζω τη μνήμη μου για να ανασύρω στιγμές που επέτρεψα να θαφτούν κάτω από τα ουσιώδη της ζωής».
Θυμάμαι να τον ρωτάω στα αποδυτήρια: «Τι ήθελες, ρε; Πες στον πρόεδρό σου να με πουλήσει». Με πίκραινε η υποψία πως ένιωθε ότι εκείνος ήταν ο Άρης και όλοι οι άλλοι απλώς τον πλαισιώναμε. Δεν ήταν ωραίο ούτε για μένα ούτε για τους συμπαίκτες μου. Σκέφτηκα πως ήταν αδικαιολόγητη η συμπεριφορά του στο τάιμ άουτ. Συνηθίζω να λέω ότι άφηνα στην άκρη κάθε πίκρα ή εκνευρισμό όταν έμπαινα στο παρκέ. Και αυτό γινόταν, πράγματι. Τα ξεχνούσα όλα, όπως και αυτά. Όμως δεν είμαι ρομπότ. Είμαι κανονικός άνθρωπος που πληγώνεται και επεξεργάζεται όσα τον ενοχλούν. Με απασχολούσαν αυτά τα θέματα, επειδή ήθελα η ομάδα να πηγαίνει μπροστά, να προοδεύει.
«Η στιγμή της παρέμβασής τους ήταν καταλυτική και είναι αυτή που θυμάμαι πιο καθαρά από εκείνο το περιστατικό. Ο Φιλίππου, ο Ρωμανίδης, ο Σούμποτιτς, όλοι παρεμβλήθηκαν σαν πυροσβέστες. Οδηγώντας και επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά το ματς, έσφιγγα τόσο δυνατά το τιμόνι, που την άλλη μέρα που το σκεφτόμουν, αναρωτήθηκα πώς δεν τράκαρα».
Για την σχέση τους μετά το περιστατικό:
«Η πληγή στην επικοινωνία μας άργησε να επουλωθεί. Με τον Νικ για μεγάλο διάστημα αποφεύγαμε να μιλήσουμε. Κάναμε μόνο προπόνηση και παίζαμε στους αγώνες. Μοιάζει οξύμωρο, δεδομένου ότι είχαμε καταφέρει να παίζουμε σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να αλλάζουμε λέξη. Όμως, ο αθλητισμός είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια».
«Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ευθύνεται και ο δικός μου εγωισμός που δεν έπιασα τον Νικ να του πω: “Τι είναι αυτά που καθόμαστε και κάνουμε; Είναι δυνατόν να μαλώνουμε για μία πάσα;” Πάντα ελλοχεύει ο εγωισμός και δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε την προσπάθειά μας να τον τιθασεύσουμε. Δεν είναι εύκολο να τον εξαλείψουμε και είναι ακόμα δυσκολότερο να τον χαλιναγωγήσουμε όσο είμαστε νέοι. Αλλά δεν ήταν θέμα εγωισμού».