Στις 5 Φεβρουαρίου του 2020 θα καθίσει και πάλι στο εδώλιο, προκειμένου να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό ο Μανώλης Σοροπίδης, δράστης της δολοφονίας της 32χρονης εφοριακού Δώρας Ζέμπερη.
Η δολοφονία της Δώρας από τον 58χρονο τοξικομανή, ο οποίος έμπηξε 14 φορές το μαχαίρι του στο σώμα της, για να της αφαιρέσει 5 ευρώ και ένα κινητό, συγλόνησε το πανελλήνιο.
Πρωτόδικα, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας σε δις ισόβια, καθώς κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία.
Δικαστές και ένορκοι δεν αναγνώρισαν κανένα ελαφρυντικό, επιβάλλοντας την υψηλότερη τιμωρία που προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα για τα συγκεκριμένα αδικήματα στον κατηγορούμενο, που έδειχνε να μην έχει καταλάβει τι έχει διαπράξει, αλλάζοντας διαρκώς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς.
Μάλιστα, η προτροπή της εισαγγελέως προς την έδρα του δικαστηρίου, ήταν να μην δώσει σημασία στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του, και να μην του αναγνωρίσει ελαφρυντικά.
Αναφερόμενη στο θύμα, η εισαγγελική λειτουργός την είχε αποκαλέσει αξιόλογη κοπέλα, τόσο για την κοινωνία, όσο και για την οικογένειά της, η οποία, αντί να χαίρεται την ηλικία, ξεχρέωνε χρέη από τζόγο. «Είχε πολλά φορτία στην πλάτη της», είχε πει χαρακτηριστικά.
Η οικογένειά της την πίκρανε
«Είχε πικρία από την οικογένεια. Δεν φρόντισε και ο πατέρας να την προστατεύσει. Είχε πολλές πηγές κινδύνου η Ζέμπερη. Δεύτερη πηγή κινδύνου ήταν το επάγγελμα της. Είχε περαιώσει 230 υποθέσεις. Η Δώρα είχε διαισθανθεί τον κίνδυνο και γι’ αυτό είχε αφήσει 500 ευρώ μέσα σε ένα βιβλίο και τα pin των καρτών της. Μια νέα κοπέλα, αντί να είναι ερωτευμένη και να διασκεδάζει, πήγαινε στο νεκροταφείο. Η Δώρα μάλλον είχε απογοητευτεί από τον κόσμο των ζωντανών και πλησίαζε τον κόσμο των νεκρών, το μοναδικό της καταφύγιο. Και αυτό ενόχλησε… τον κατηγορούμενο. Ανάλωσε τη ζωή του στα ναρκωτικά και στις κλοπές».
Οι αντιφάσεις του πολλές, παρατήρησε αγορεύοντας η εισαγγελέας, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο κάποιος άλλος να συνέταξε τα υπομνήματα με τα οποία άλλαξε την αρχική του ομολογία. «Τα σημεία που επλήγη η Δώρα δεν ήταν τυχαία. Ήταν πολλά. Ήταν μοιραία. Η οικογένεια δεν θα πάρει ποτέ απάντηση γιατί έφυγε αυτό το κορίτσι», είπε στην αγόρευσή της.
Αναφερόμενη στον κατηγορούμενο, είπε ότι «δεν ήταν έτοιμος να αποφυλακιστεί. Αυτό ήταν το μεγάλο έγκλημα της πολιτείας. Τρεις τέσσερις μήνες μετά έκανε έγκλημα. Την παρακολουθούσε ένα μήνα. Χάλασε τη ζωή του, τη ζωή μιας κοπέλας και της οικογένειας. Αν βρει το δρόμο για την αλήθεια, ας κοιτάξει το θεό και ας την πει».
Τότε, στην απολογία o κατηγορούμενος παρουσίασε μια νέα, διαφορετική εκδοχή για το έγκλημα του, βάζοντας στο «κάδρο» δικηγόρο Αθηνών, και ισχυριζόμενος ότι η συμφωνία ήταν να την τραυματίσει, ώστε να μείνει εκτός υπηρεσίας για 3-4 μήνες.
Το έγκλημα
Υπενθυμίζεται ότι στις 18 Οκτωβρίου του 2017, η άτυχη κοπέλα εντοπίστηκε άγρια δολοφονημένη στο Β’ Νεκροταφείο της Αθήνας. Η κινητοποίηση των Αρχών ήταν άμεση και, λίγες ώρες αργότερα, το πρωί της επόμενης ημέρας, ταυτοποιήθηκε ότι το πτώμα ανήκε στη 32χρονη εφοριακό. Ο λόγος παρουσίας της στο νεκροταφείο ήταν η επίσκεψη στο μνήμα φίλου της, που είχε φύγει από τη ζωή πριν λίγους μήνες.
Φτάνοντας στον τόπο του εγκλήματος, οι αστυνομικοί του ανθρωποκτονιών διαπίστωσαν ότι υπήρχαν κηλίδες αίματος σε πολύ μεγάλη απόσταση, γεγονός που τους έκανε να εκτιμήσουν ότι ο δράστης κυνηγούσε τη γυναίκα, η οποία, όμως, δεν πρόλαβε να ζητήσει βοήθεια.
Η Δώρα Ζέμπερη βρισκόταν μέσα στο νεκροταφείο όταν δέχτηκε την πρώτη μαχαιριά, ανάμεσα σε δυο μνήματα, που όμως βρίσκονται σε απόσταση από το σημείο που βρέθηκε νεκρή.
Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στην άγρια δολοφονία ήταν ένα μαχαίρι με λάμα τουλάχιστον 2 εκατοστών, ενώ το θύμα έφερε μαχαιριές σε πλάτη, στήθος και κοιλιά, με τους αστυνομικούς να εκτιμούν ότι καταδιώχθηκε άγρια από το δολοφόνο πριν την αφήσει αιμόφυρτη.
Από την πρώτη στιγμή, οι αστυνομικοί που ανέλαβαν να ερευνήσουν τη δολοφονία της άτυχης κοπέλας, εξέταζαν δύο σενάρια, αυτό της ληστείας και αυτό των «προσωπικών λόγων».
Οι πολλές μαχαιριές που δέχθηκε η κοπέλα, δείχνουν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αστυνομικών, μίσος και ένταση. Όμως, το γεγονός ότι αφενός δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος ατόμων του οικογενειακού ή φιλικού της περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με το ότι οι αστυνομικοί δεν κατάφεραν να εντοπίσουν την τσάντα, το κινητό ή κάποιο άλλο από τα προσωπικά αντικείμενα της άτυχης κοπέλας, αν και «χτένισαν» όλη την περιοχή, ενίσχυσε το σενάριο της ληστείας, καθώς εκτίμησαν πως ο δολοφόνος ενδεχομένως να είχε πάρει μαζί του τη τσάντα και το κινητό της.
Έτσι, λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα έφθασαν στα ίχνη του δολοφόνου της.
Στην τηλεόραση άκουσε για τα χτυπήματα
Μήνες αργότερα, ενώπιον των δικαστών, περιγράφοντας τη σκηνή στο νεκροταφείο απολογούμενος, ο Σοροπίδης είπε: «Έβγαλα το μαχαίρι. Έβαλα δύναμη, την έκοψα στο χέρι την τραυμάτισα και στο πρόσωπο. Τραβώντας την τσάντα στη διάρκεια της πάλης, η κοπέλα έπεσε πάνω μου. Ακούμπησε το κούτελο της, γυρνά με κοιτά σηκώνεται και φεύγει. Έφυγα κι εγώ μετά την άκουσα να φωνάζει, αστυνομία βοήθεια. Από την τσάντα πήρα το κινητό και 5ευρω. Πέταξα το μαχαίρι και την μπλούζα και πήγα στο μαγαζί του Πακιστανού που μου είχαν υποδείξει να αφήσω το κινητό. Μου έδωσε 20 ευρώ, πήρα ηρωίνη και γύρισα σπίτι».
Απαντώντας σε ερώτηση του προέδρου, ότι είναι πολλαπλά τα χτυπήματα του θύματος είπε: «Tο άκουσα από την τηλεόραση. Ήθελαν να την καθαρίσουν και να χρεώσουν σε μένα το έγκλημα. Έφυγε από μένα περπατώντας. Δεν έκανα εγώ τη μαχαίρια στην καρδιά».
Όσο για την πράξη του, την οποία αρχικά είχε ομολογήσει, ισχυρίσθηκε ότι το έκανε προκειμένου να προστατέψει την κόρη του και να μην πάθει κακό.