Οι μνήμες από την αποτρόπαιη δολοφονία του Μένη Κουμανταρέα αναβιώνουν στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας, όπου δικάζονται σε δεύτερο βαθμό οι δύο Ρουμάνοι, οι οποίοι φέρεται ότι είχαν στήσει καρτέρι θανάτου στον λογοτέχνη τον Δεκέμβριο του 2014, στο σπίτι του στην Κυψέλη.
Με την έναρξη της διαδικασίας, οι δύο κατηγορούμενοι έδωσαν το στίγμα της υπερασπιστικής τους γραμμής, καθώς αρνήθηκαν την κατηγορία της ανθρωποκτονίας, μέσω των συνηγόρων τους Αλέξη Κούγια και Παναγιώτη Μπαλακτάρη. Ο ένας, μάλιστα, προέβαλε τον ισχυρισμό ότι δεν βρέθηκε δικό του DNA στον τόπο του εγκλήματος. Πρωτόδικα καταδικάστηκαν και οι δύο σε ισόβια κάθειρξη και φυλάκιση τεσσάρων ετών για ανθρωποκτονία και απόπειρα ληστείας, χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Στις απολογίες τους τότε, οι δύο κατηγορούμενοι είχαν ρίξει ο ένας στον άλλον την ευθύνη για το έγκλημα. Ο 30χρονος είχε υποστηρίξει ότι απλώς έσπρωξε τον συγγραφέα και ο 33χρονος ότι είδε τον συγκατηγορούμενό του πάνω από το θύμα να το γρονθοκοπεί και να του σφίγγει τον λαιμό.
Η δίκη ξεκίνησε με την κατάθεση φίλου και συνεργάτη του Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος ανακάλυψε το άψυχο σώμα του. Περιέγραψε τον λογοτέχνη ως καλοπροαίρετο και μεγαλόθυμο, υποστηρίζοντας ότι έδινε χρήματα σε διάφορα πρόσωπα επειδή ένιωθε ότι ο ίδιος ήταν ευνοημένος και ήθελε να βοηθήσει. Αναφέρθηκε και στη σχέση του με τον έναν από τους δύο κατηγορουμένους, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο Κουμανταρέας ήταν γκέι. Είχαν σχέση όχι μόνο σεξουαλική – ερωτική, αλλά και πνευματική. Του έδινε χρήματα όταν τον συναντούσε… Υπήρχαν κάποιοι διαξιφισμοί, κάποιες εντάσεις, που δεν ξέρω πού οφείλονταν. Ο Μένης μού είχε πει ότι του ζητούσε συνέχεια χρήματα και πως δεν ήξερε τι να κάνει. Του είπα να σταματήσει να τον συναντά».
Ο θεατρολόγος ήταν μαζί με τον συγγραφέα τη νύχτα πριν από τη δολοφονία και περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα όσα συνέβησαν: «Είχαμε συναντηθεί για φαγητό κοντά στο σπίτι του. Μου είπε ότι θα ανέβαινε για λίγο στο σπίτι του για να πάρει τα φάρμακά του. Ήταν άρρωστος, έπασχε από καρκίνο. Την επόμενη εβδομάδα θα έμπαινε στο νοσοκομείο και δεν ήξερε αν θα έβγαινε… Ανέβηκε, αλλά καθυστερούσε και ανησύχησα. Του τηλεφωνούσα, αλλά δεν απαντούσε».
Στη συνέχεια, ο μάρτυρας περιέγραψε την προσπάθειά του να βρει κλειδί και να μπει στο διαμέρισμα: «Μόλις ανοίξαμε την πόρτα, καταλάβαμε από την πρώτη στιγμή ότι κάτι είχε γίνει. Οι ντουλάπες ήταν ανοιχτές. Ο Μένης ήταν στο κρεβάτι νεκρός, ανάσκελα, είχε αίματα στο πρόσωπο, στα χέρια…»
Ο μάρτυρας είπε στο δικαστήριο ότι δεν γνωρίζει τα κίνητρα του εγκλήματος, αλλά το χαρακτήρισε προμελετημένο, λέγοντας ότι οι δύο κατηγορούμενοι περίμεναν επί τέσσερις ώρες τον λογοτέχνη στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ωστόσο, η κατάθεσή του αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση, με την επισήμανση ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις.
Στραγγαλισμός η αιτία θανάτου
Ο 83χρονος συγγραφέας Μένης Κουμανταρέας εντοπίστηκε νεκρός από φίλους και συγγενείς πάνω στο κρεβάτι του, στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη, στις 5 Δεκεμβρίου 2014. Το διαμέρισμα φαινόταν να είχε ερευνηθεί με πιθανό κίνητρο τη ληστεία, αλλά δεν ήταν παραβιασμένο. Η ιατροδικαστική έρευνα έδειξε ως αιτία θανάτου τον στραγγαλισμό, που προκλήθηκε με τα χέρια, και τον προσδιόρισε σε περίπου τρεις ως έξι ώρες πριν από τον εντοπισμό του.
Μάρτυρες ανέφεραν ότι ο 83χρονος λογοτέχνης έμενε μόνος από το 2010, όταν και έχασε τη σύζυγό του, Λιλή, ενώ από τις έρευνες προέκυψαν επαφές του με έναν νεαρό Ρουμάνο σε μπαρ της Αθήνας. Ήταν ο Stefan Cristy Matasareanu, τα αποτυπώματα του οποίου είχαν εντοπίσει οι αστυνομικοί σε τουλάχιστον εννέα διαφορετικά σημεία στο διαμέρισμα. Ένα από αυτά ήταν σε φάκελο τράπεζας που πιθανότατα περιείχε μεγάλο χρηματικό ποσό, μέρος από τις 200.000 ευρώ που είχε λάβει ο συγγραφέας τους τελευταίους δύο μήνες από την πώληση ενός ακινήτου στην Κηφισιά.
Ο Stefan Matasareanu μαζί με τον 29χρονο ομοεθνή συνεργό του, Kosmin Gaitan, γνώριζε για την πώληση του σπιτιού και ήταν ιδιαίτερα πιεστικός προς τον Μένη Κουμανταρέα, από τον οποίο ζητούσε να του δώσει ένα μεγάλο «δάνειο». Μάλιστα, ο συγγραφέας είχε εκμυστηρευτεί στον -επίσης συγγραφέα- φίλο του, Θάνο Φωσκαρίνη, ότι είχε δεχθεί επίθεση από δύο κουκουλοφόρους, τους οποίους είχε αποφύγει, αφήνοντας υπόνοιες για τον Stefan.
Κάμερες είχαν αποτυπώσει την είσοδο των δύο δραστών στην πολυκατοικία, στις 17.35 πριν από τη δολοφονία, και την έξοδό τους σχεδόν 25 λεπτά αφότου είχε μπει στο σπίτι και ο Κουμανταρέας, συγκεκριμένα στις 22.45. Επίσης, ένας αριθμός κινητού στις επαφές του Μένη Κουμανταρέα κατέδειξε ως βασικό ύποπτο τον Stefan.
Ο 25χρονος Ρουμάνος εντοπίσθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2015, στην οδό Προμηθέως στα Πατήσια, και συνελήφθη. Κατά την απολογία του υποστήριξε ότι πρόθεσή τους ήταν «να λάβουν δανεικά» από το θύμα, αλλά λογομάχησαν με τον Κουμανταρέα, που αντέδρασε και τον έσπρωξε, με αποτέλεσμα να πέσει στο δάπεδο. Όπως ισχυρίστηκε, αποχώρησαν χωρίς να ερευνήσουν τους χώρους ή να κλέψουν χρήματα και κοσμήματα. Όμως, οι ισχυρισμοί του ήρθαν σε πλήρη αντίθεση με τα ευρήματα και τους χρόνους των κινήσεών τους, όπως καταγράφηκαν από τις κάμερες.
Είχε προβλέψει το τέλος του
Ο Μένης Κουμανταρέας είχε προβλέψει το τέλος του στο τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο σκιαγραφούσε τη διπλή ζωή του σε underground μέρη, και από τις εξελίξεις αποδείχθηκε πως ήταν αυτοβιογραφικό. Στον «Θησαυρό του Χρόνου», κεντρικός ήρωας είναι ο «Λούνα», ο οποίος στην πραγματική ιστορία του συγγραφέα ήταν ο Στεφάν (Stefan Matasareanu), ένας νεαρός που γνώριζε τουλάχιστον δέκα χρόνια.
«Ήταν ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παιδί. Ήρθε δύο φορές συνοδεία με εκείνο το απόβρασμα. Την τρίτη φορά, εφόσον υποτίθεται είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη μου, ήρθε μόνος. Κι ενώ εγώ με τον νου μου είχα πλάσει εναγκαλισμούς, εκείνος αρπάζοντάς με από τον λαιμό μού ζήτησε επίμονα χρήματα και πιστωτικές κάρτες. Με άφησε μονάχα όταν του υποσχέθηκα ότι θα τον βοηθούσα. Η κατάληξη ήταν ότι κάλεσε την Ασφάλεια και τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω. Είχα φοβηθεί από τις απειλές και τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα», έγραφε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας.
Τον παρακολουθούμε σε διαφορετικές φάσεις και ως ώριμο συγγραφέα που δεν έχει κατορθώσει να εξισορροπήσει την ερωτική του ζωή, παραμένοντας διχασμένος ανάμεσα στη συζυγική αγάπη και στις νυχτερινές του περιπλανήσεις σε αναζήτηση άγνωστων -και ίσως ιδιαιτέρως επικίνδυνων- εραστών.
Οι αστυνομικοί που είχαν αναλάβει τη διερεύνηση της δολοφονίας του συγγραφέα διάβασαν το βιβλίο του και εντόπισαν τις χαρακτηριστικές ομοιότητες με την πραγματική ζωή του για τα «ξεπορτίσματά» του στην αθηναϊκή νύχτα και τις συναντήσεις του σε underground μέρη, όπως έγραψε ο ίδιος.