Συγκλονίζουν οι λεπτομέρειες σχετικά με το διπλό φονικό στην Καβάλα, όπου 56χρονος αφαίρεσε τη ζωή της πρώην συντρόφου του και του 10 μηνών γιου τους και ύστερα αυτοκτόνησε.
Ο δικηγόρος της άτυχης Άννας, Μάρκος Αποστολίδης μίλησε για την τραγική υπόθεση που έχει σοκάρει από χθες το πανελλήνιο. Αρχικά διέψευσε κατηγορηματικά τις φήμες που ήθελαν την εντολέα του να επιθυμεί να πάρει το παιδί της και να εγκατασταθεί μόνιμα στη Γερμανία. «Ήθελε μονάχα να πάει για 3 εβδομάδες γιατί είχε χάσει προσφάτως τον πατέρα της και τη γιαγιά της και έπρεπε να τακτοποιήσει άμεσα κάποια κληρονομικά ζητήματα» εξήγησε ο κ. Αποστολίδης.
Τόνισε πως ο δράστης ήταν ενήμερος για την επιθυμία αυτή του θύματος, ωστόσο επέλεγε να πιστεύει πως εκείνη ήθελε να του πάρει το παιδί. Αποκάλυψε πως το ζευγάρι χώρισε τον Ιούλιο και τότε ο 56χρονος είχε «εκτοξεύσει άμεσες απειλές» προς το θύμα. Χαρακτηριστικά είχε πει πως θα «πνίξει την 30χρονη και το παιδί και δεν θα τους αφήσει να φύγουν». «Δεν πήγε στην αστυνομία αν και τη συμβούλευα για το αντίθετο…έτεινε να πιστεύει πως το θέμα θα ομαλοποιηθεί» δήλωσε ο δικηγόρος.
Φίλος της οικογένειας του θύματος και συγχωριανός του δράστη μιλώντας για το φονικό είπε πως τα δύο πρώτα χρόνια σχέσης του ζευγαριού, «ο έρωτάς τους ήταν θυελλώδης».
Αποκάλυψε πως το θύμα είχε επενδύσει στην επιχείρηση του δράστη, ωστόσο τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν με αποτέλεσμα να χρειαστεί να της στέλνει χρήματα η μητέρα της από την Γερμανία. «Δεν είχε πρόθεση να φύγει στη Γερμανία, της άρεσε το χωριό, ήθελε να μείνει. Γι’ αυτό είχε νοικιάσει το σπίτι» συμπλήρωσε.
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος του αυτόχειρα, Κώστας Σιμιτσής εξήγησε πως το πρώην ζευγάρι συμβίωνε στο ίδιο χωριό και είχε εκτιμηθεί ότι δεν θα παρουσιαστούν δυσκολίες. «Τον δράστη δεν τον γνωρίζω προσωπικά, ήρθε μόνο γι΄ αυτή την υπόθεση κατόπιν συμβουλής κοινού φίλου. Η υπόθεση εγώ έκρινα ότι θα κυλούσε ομαλά, η σύντροφός του δεν είχε κάνει καν αίτηση μετοίκησης ή αίτηση έκδοσης προσωρινής μετακίνησης, γιατί εφόσον συμβίωναν στο ίδιο χωριό μπορούσαν και να συνεννοηθούν και οι ίδιοι έστω και με κάποιες δυσκολίες» ανέφερε και συμπλήρωσε:
«Η κοπέλα έμενε στο σπίτι του παππού της, δεν ήξερε ούτε καν τα ελληνικά και η συνεννόησή τους αρχικά γινόταν μέσω του μεταφραστικού εργαλείου του κινητού τηλεφώνου. Αγαπούσε έλεγε τη φύση, τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, αγαπούσε τα κατσικάκια γιατί έτσι έλεγε, γιατί ο σύντροφός της ήταν κτηνοτρόφος και αυτό την επηρέασε να μείνει στη Λεκάνη και σιγά σιγά να συνδεθεί και ερωτικά με τον αυτόχειρα, συζώντας περίπου επί 4 χρόνια».
Τέλος ο δικηγόρος σχολίασε πως δεν υπήρξε σοβαρή αντιδικία που θα προμήνυε αυτό το αποτρόπαιο τέλος. «Ήταν ένας άνθρωπος νευρικός, απομονωμένος στον εαυτό του λόγω του επαγγέλματός του αλλά μέχρι εκεί, δεν έδινε την εντύπωση ενός βίαιου, με τάσεις δολοφονικές και αυτοκτονικές», κατέληξε.
Τέλος, ο πρώτος ξάδερφος του δράστη, τον οποίο πήρε τηλέφωνο την στιγμή που σκότωνε την οικογένειά του, είπε: «Μόλις είχα βγάλει τα ζώα και εγώ, άκουσα 2 πυροβολισμούς, και νόμιζα ότι κάποιος κυνηγούσε, δεν μου πήγε το μυαλό. Όσο το σκέφτηκα, χτύπησε το κινητό, και ήταν ο ξάδερφός μου. ”Έλα στο μαντρί γρήγορα” μου είπε 2-3 φορές και μου το έκλεισε. Μετά από 2 λεπτά άκουσα και τον τρίτο πυροβολισμό».
Ο κ. Καστανίδης εξήγησε πως πήγε στο μαντρί και βρέθηκε μπροστά στο αποτρόπαιο συμβάν. «Από τη μία πλευρά ήταν ο ξάδερφος, δίπλα ήταν η γυναίκα και πιο δίπλα το παιδί. Δεν μου είχε κάνει κάποια κουβέντα, ήταν λίγο δυσαρεστημένος που χώριζαν. Ήταν πολύ νοικοκύρης και δουλευταράς, αλλά δεν μπορώ να μπω στο κεφάλι του καθενός», ανέφερε και συνέχισε:
«Η κοπέλα ήθελε να φύγει, μετά ακούστηκε ότι θα νοίκιαζε σπίτι για να μείνει στο χωριό. Δεν κατάλαβα τι έγινε, ίσως κατάλαβε ότι θα έχανε το δικαστήριο. Δεν ήταν βίαιος χαρακτήρας, δεν είχαν εντάσεις. Ούτε η κοπέλα μου είχε πει ότι μάλωναν ή κάτι. Ούτε που κατάλαβα ότι πυροβόλησε αυτός νόμιζα ότι θα ήταν κυνηγοί. Ο ίδιος δεν κυνηγούσε, είχε ζώα, το είχε με τα ζώα το όπλο για τους λύκους και αυτά. Τέσσερα χρόνια, ήταν μαζί και ήταν πολύ ήρεμη σχέση. Μετά τον χωρισμό δεν ξαναήρθε η κοπέλα».