Συναγερμός έχει σημάνει στις υγειονομικές αρχές της χώρας από τη στιγμή που ο ΕΟΔΥ ενημέρωσε ότι διαγνώσθηκαν στην Ελλάδα τα πρώτα δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένα περιστατικά λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου. Το ένα είναι στην Ξάνθη και το άλλο στην Καρδίτσα.
Είναι γεγονός ότι σε ετήσια βάση εντοπίζονται κρούσματα της λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου σε πολλές χώρες παγκοσμίως, όπως και σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, από το 2010 και μετά, εμφανίζονται κρούσματα σχεδόν κάθε χρόνο και στη χώρα μας. Μάλιστα, τον περασμένο Μάιο, ο ΕΟΔΥ ενημέρωσε τους επαγγελματίες υγείας πανελλαδικά για την ανάγκη εγρήγορσής τους για την πρώιμη διάγνωση περιστατικών.
Δεδομένου ότι η επιδημιολογία του ιού καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, οι περιοχές που θα κυκλοφορήσει ο ιός δεν δύναται να προβλεφθούν. Ως αποτέλεσμα, ο ΕΟΔΥ συνιστά να τηρούνται τα ατομικά μέτρα προστασίας, όσον αφορά στα κουνούπια, καθ’όλη τη διάρκεια των καλοκαιρινών και φθινοπωρινών μηνών.
Μεταξύ άλλων, ο ΕΟΔΥ συνιστά να γίνεται χρήση εγκεκριμένων εντομοαπωθητικών σώματος και περιβάλλοντος, και να υπάρχουν στους χώρους σήτες, κουνουπιέρες, κλιματιστικά/ ανεμιστήρες και κατάλληλα ρούχα.
«Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άτομα με χρόνια υποκείμενα νοσήματα πρέπει να παίρνουν τα μέτρα τους με ιδιαίτερη συνέπεια» τονίζει ο ΕΟΔΥ.
Υπενθυμίζεται, ότι ο ιός του Δυτικού Νείλου μεταδίδεται κυρίως με το τσίμπημα μολυσμένων «κοινών» κουνουπιών, τα οποία μολύνονται από μολυσμένα πτηνά.
Η πλειοψηφία των ατόμων που μολύνονται από τον ιό δεν αρρωσταίνουν καθόλου ή παρουσιάζουν μόνο ήπια νόσο, ενώ πολύ λίγα άτομα (< 1% όσων μολύνονται) εμφανίζουν σοβαρή νόσο που προσβάλλει το νευρικό σύστημα (κυρίως εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα). Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας κινδυνεύουν περισσότερο να αρρωστήσουν σοβαρά, καθώς και άτομα με ανοσοκαταστολή και χρόνια υποκείμενα νοσήματα.