Κάθε άλλο παρά ενθαρρυντικά είναι τα αποτελέσματα της οροεπιδημιολογικής μελέτης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών για την ανάπτυξη αντισωμάτων απέναντι στον κορωνοϊό, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Life».
Όπως προέκυψε από τα επιδημιολογικά στοιχεία, ο συνολικός επιπολασμός το διάστημα Ιούνιος – Ιούλιος ήταν μόλις 1% και ο σταθμισμένος επιπολασμός 0,93%. Οι άνδρες είχαν υψηλότερο επιπολασμό (1,05%) σε σχέση με τις γυναίκες (0,84%), ενώ υψηλότερος επιπολασμός παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα 55-74 ετών σε σύγκριση με τις νεαρότερες ηλικίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, μέλη του ΕΚΠΑ που ανήκουν στη Σχολή Επιστημών Υγείας εμφάνισαν διπλάσιο επιπολασμό (1,43%) σε σχέση με όσους δραστηριοποιούνται σε άλλες σχολές (0,65%).
Ο χαμηλός οροεπιπολασμός του 1,05% που υπολογίστηκε στη μελέτη είναι κατά πολύ χαμηλότερος από το ποσοστό του 60% που απαιτείται για να επιτύχουμε προστατευτική ανοσία. Επομένως, η τήρηση των μέτρων προστασίας καθώς και το ασφαλές εμβόλιο είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας. Συμπερασματικά, η μελέτη αποδεικνύει ότι ο οροεπιπολασμός στη χώρα το διάστημα Ιούνιος – Ιούλιος ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και ανάλογος του χαμηλού αριθμού κρουσμάτων στην Ελλάδα.
Πρώτη οροεπιδημιολογική μελέτη
Παρότι η μελέτη περιορίζεται σε μέλη του ΕΚΠΑ, αποτελεί την πρώτη οροεπιδημιολογική που έγινε στην Ελλάδα ως το τέλος Ιουλίου, δηλαδή μετά την άρση των ταξιδιωτικών περιορισμών. Η μελέτη άρχισε τον Ιούνιο, έχοντας ως στόχο να ελέγξει 5.000 εθελοντές δότες που δραστηριοποιούνται στο ΕΚΠΑ, σε βάθος χρόνου πέντε συνεχόμενων μηνών. Στην ερευνητική ομάδα συμμετέχουν 15 καθηγητές του ΕΚΠΑ από την Ιατρική Σχολή και τη Σχολή Θετικών Επιστημών.
Στο σύνολο των 2.500 δειγμάτων που αναλύθηκαν ως τώρα, 35% των εθελοντών δοτών ήταν άνδρες και 65% γυναίκες. Οι περισσότεροι εθελοντές δότες ήταν ηλικίας 18-34 ετών, ενώ ως προς την κατανομή σε σχέση με την απασχόληση, ένας στους πέντε εθελοντές δήλωσε ότι δραστηριοποιείται στη Σχολή Επιστημών Υγείας του ΕΚΠΑ και συνεπώς πρόκειται για άτομα με αυξημένο κίνδυνο έκθεσης.