Νέο «καμπανάκι» για την Ελλάδα αναφορικά με την εγχώρια εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού, αυτή τη φορά από τον καθηγητή γενετικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Γενεύης, Μανόλη Δερμιτζάκη.
«Όπως φαίνεται από τους θανάτους ανά εκατομμύριο, είμαστε σε μια μέση προς χειρότερη κατάσταση στην Ευρώπη», παρατηρεί, απορρίπτοντας την προσέγγιση πως η εικόνα της χώρας μας «ξεχωρίζει» για το πόσο αποτελεσματικά διαχειρίζεται την υγειονομική κρίση.
Ειδικότερα, ο καθηγητής Μ. Δερμιτζάκης, μέσα από μια εκτενή ανάρτησή του στο Facebook, εκφράζει τη διαφωνία του ως προς το «αφήγημα» πως η Ελλάδα παρουσιάζει μία καλή επιδημιολογική εικόνα σε σύγκριση με άλλες χώρες, όπως συχνά ακούγεται στο δημόσιο λόγο.
Και όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως αναφέρει, η χώρα μας αποτελεί τη χειρότερη μεταξύ δέκα ευρωπαϊκών χωρών ως προς τους θανάτους σε σχέση με τα επιβεβαιωμένα κρούσματα κορωνοϊού. Επιπρόσθετα, ανάμεσα στις ίδιες χώρες, η Ελλάδα έρχεται στην 4η χειρότερη θέση αναφορικά με τους θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Εξηγώντας, κατόπιν, τους λόγους πίσω από τις παρατηρήσεις αυτές, ο κ. Δερμιτζάκης συμπεραίνει πως «η λογική ότι είμαστε από τους καλυτέρους όχι μόνο δε βοηθάει στο να κάνουμε προσπάθεια, καθώς φέρνει εφησυχασμό, αλλά και δεν είναι πια αλήθεια».
Κλείνοντας την ανάρτησή του επισημαίνει πως «η πανδημία δεν έχει τελειώσει και η κορύφωση της είναι μπροστά μας. Ακόμα και με τα εμβόλια θα συνεχίσουμε να έχουμε μικρότερα αλλά σημαντικά θέματα να λύσουμε, τουλάχιστον για 1-2 χρόνια ακόμα».
Ολόκληρη η ανάρτηση του Μ. Δερμιτζάκη
«Είμαστε σε καλή επιδημιολογική κατάσταση στην Ελλάδα;
Τον τελευταίο καιρό ακούω πολύ συχνά ότι η Ελλάδα είναι από τις καλύτερες στον κόσμο επιδημιολογικά. Από την άλλη πλευρά οι θάνατοι στην Ελλάδα φαίνονται πολλοί και υπάρχει γενικά μια μεγάλη ανησυχία ειδικά για την Αθήνα.
Έκανα επομένως μια ανάλυση για να καταλάβω τι συμβαίνει.
Πήρα τα δεδομένα από 1 Αυγούστου και μετά ώστε να μην επηρεαστούν οι αριθμοί από την επιτυχία της πρώτης φάσης.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Ελλάδα είναι η χειρότερη μεταξύ 10 χωρών στο λόγο θανάτων προς ταυτοποιημένα κρούσματα. Το γιατί συμβαίνει αυτό θα το συζητήσουμε λίγο παρακάτω.
Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι σε θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού η Ελλάδα είναι 4η χειρότερη από τις ίδιες 10 χώρες.
Να τονίσω ότι η Ελλάδα είχε καλύτερα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά και από τις 9 άλλες χώρες με τις οποίες κάνω σύγκριση.
Πώς εξηγείται αυτό;
Παρακάτω είναι μερικές εξηγήσεις που έχω ακούσει σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις με συναδέλφους και άλλους:
Η ηλικιακή κατανομή των κρουσμάτων στην Ελλάδα είναι διαφορετική, οπότε έχουμε περισσότερους θανάτους. Αυτό το θεωρώ ως μικρής σημασίας παράμετρο γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί γιατί η Ελλάδα είναι όχι μόνο χειρότερη στο λόγο θάνατοι/κρούσματα αλλά και 2-3 φορές πιο πάνω. Χώρες όπως Ιταλία και Πορτογαλία έπρεπε να έχουν το ίδιο πρόβλημα.
Το σύστημα υγείας μας δεν αποδίδει και πεθαίνουν πολλοί. Δεν το θεωρώ πιθανό καθώς είχαμε καλές αποδόσεις στο παρελθόν, και παρά τις μέτριες υποδομές, οι Έλληνες γιατροί είναι από τους καλύτερους.
Η αγαπημένη εξήγηση του Αναστάση Περράκη ότι στις άλλες χώρες οι πολύ αδύναμοι πέθαναν ενώ στην Ελλάδα ήταν ακόμα ζωντανοί και πεθαίνουν τώρα. Αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει κύρια εξήγηση γιατί χώρες όπως η Αυστρία και η Πορτογαλία που επίσης τα πήγαν καλά στην πρώτη φάση συνεχίζουν να τα πηγαίνουν καλύτερα από την Ελλάδα στο λόγο θάνατοι/κρούσματα και τώρα.
Η στρατηγική τεστ δεν είναι αρκετή ή είναι διαφορετική. Αυτό θεωρώ ότι είναι η πιο πιθανή εξήγηση. Μπορεί να κάνουμε πολλά τεστ γενικά αλλά η κατανομή των τεστ ίσως δεν είναι η σωστότερη. Ίσως καταναλώνουμε πολλά τεστ στα σύνορα ή σε άλλες στοχευμένες στρατηγικές με τελικά μικρή απόδοση στην ταυτοποίηση κρουσμάτων. Αυτό μας κάνει πιο “τυφλούς” σε μη διαπιστωμένα κρούσματα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Τα διαπιστωμένα κρούσματα που βλέπουμε είναι πολύ λιγότερα από αυτά που βλέπουν οι άλλες χώρες. Με άλλα λόγια εάν είχαμε την ευαισθησία ταυτοποίησης κρουσμάτων χωρών όπως η Αυστρία, η Ελβετία κ.ά., θα διαπιστώναμε 600-900 κρούσματα την ημέρα κι όχι 300.
Αυτό σημαίνει, όπως φαίνεται και από τους θανάτους ανά εκατομμύριο ότι είμαστε σε μια μέση προς χειρότερη κατάσταση στην Ευρώπη κι όχι μια από τις καλύτερες χώρες όπως έχει υποστηριχθεί.
Τι πρέπει να κάνουμε;
Τα μέτρα πρέπει να είναι εμπροσθοβαρή κι όχι “μικροδιαχείριση” της κοινωνίας. Πρέπει να είναι μέτρα απλά στην κατανόηση, σχετικά οριζόντια, έστω κι αν είναι με τοπικό χαρακτήρα και να είναι βιώσιμα για πολλές εβδομάδες. Π.χ. μάσκα παντού αλλά και αύξηση τηλεργασίας. Το να κλείνουμε δραστηριότητες όπως τα εστιατόρια ή τα καφέ και μπαρ δε βοηθάει αλλά οδηγεί σε ανεξέλεγκτες συμπεριφορές. Καλύτερα να είναι όλα ανοιχτά με καθήμενους μόνο και μέχρι αργά με αυστηρούς ελέγχους και μέτρα ώστε να υπάρχει συντεταγμένη συμπεριφορά. Και να μην ρίχνουμε συνέχεια τα βάρη στους νέους, ούτε φυσικά και να λάβουμε περιοριστικά μέτρα για τους ηλικιωμένους.
Πρέπει επειγόντως να αρχίσει η πτώση των κρουσμάτων πριν μπούμε στο χειμώνα όπου ο ρυθμός μετάδοσης μάλλον θα αυξηθεί. Πρέπει τα μέτρα να είναι βιώσιμα ώστε να μην αναγκαστούμε να πάμε σε νέο καταστροφικό για οικονομία και κοινωνία lockdown που δε θα είναι και το μοναδικό αλλά απλώς η αρχή.
Νομίζω ότι θα συμφωνήσω με τον Ηλία Μόσιαλο ότι πρέπει να δημιουργηθεί μια μικρή σε μέγεθος επιτροπή με μεγαλύτερη διεπιστημονικότητα και με μέλη με μεγάλη οπτική γωνία και εμπειρίες πέρα από τις καθαρά τεχνικές που έχει η τρέχουσα επιτροπή. Η τρέχουσα επιτροπή μπορεί να συνεχίζει να συνεπικουρεί σε τεχνικά θέματα.
Χρειάζεται, έστω και τώρα μια εθνική στρατηγική για τα τεστ ώστε να είναι αποδοτικά και να εξασφαλίζεται και η ποιότητα αλλά και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών όποτε και όπως αυτές είναι διαθέσιμες.
Η πανδημία δεν έχει τελειώσει και η κορύφωσή της είναι μπροστά μας. Ακόμα και με τα εμβόλια, θα συνεχίσουμε να έχουμε μικρότερα άλλα σημαντικά θέματα να λύσουμε τουλάχιστον για 1-2 χρόνια ακόμα.
Η λογική ότι είμαστε από τους καλύτερους όχι μόνο δε βοηθάει στο να κάνουμε προσπάθεια, καθώς φέρνει εφησυχασμό, αλλά και δεν είναι πια αλήθεια.
Χρειάζεται επιτέλους να επανακτήσουμε την αυτοσυγκέντρωση μας και να εστιάσουμε στην εφαρμογή των μέτρων, όποια και να είναι αυτά, ώστε να έχουμε ένα ασφαλή χειμώνα μέχρι σιγά σιγά τα εμβόλια και φάρμακα να μετριάσουν την ένταση του προβλήματος».