Θαυμαστά περιστατικά που συμβαίνουν στο Θεοβάδιστο Άγιον Όρος περιγράφουν κατά καιρούς οι προσκυνητές από το ξεκίνημα, ακόμη, του μοναχισμού, γύρω στον 8ο αιώνα. Ένας από αυτούς και ο Μιχάλης Δαμανάκης, ένας πολύτεκνος ναυπηγός και εκπαιδευτικός, ο οποίος διηγείται τις εμπειρίες του από τις αμέτρητες φορές που το έχει επισκεφθεί τα τελευταία 35 χρόνια, συχνά μαζί με τους μικρούς γιους του.
Επιστρέφοντας, αφηγείτο στις εφτά κόρες και τη σύζυγό του όσα συνάντησε, πάντα με ευλάβεια και πνεύμα μαθητείας και ζητώντας τον φωτισμό της Παναγίας. «Η επίσκεψη στο Άγιον Όρος είναι μια προσπάθεια ανακάλυψης του Χριστού, ηθελημένα ή όχι. Όλο αυτό που συναντάς σού δίνει μια δυνατότητα να μπορέσεις να ζήσεις, να μιλήσεις γι’ αυτό, αλλά και να αφεθείς στη σιωπή του μέσα από την οποία μιλάει το Όρος», λέει.
Ο πολύτεκνος οικογενειάρχης δεν συνάντησε ποτέ πρόβλημα από τη σύζυγο ή τα παιδιά του όταν έλειπε για προσκύνημα. «Η σύζυγος μου έδινε πάντα την ευλογία της και ο πνευματικός μου μού πρότεινε να τη ρωτήσω. Απ’ ό,τι μου αναφέρει εκείνη, έστω και για ένα μικρό διάστημα μετά την επιστροφή ένιωθε και η ίδια την ευλογία του Αγίου Όρους», λέει και εξηγεί πώς διαπαιδαγωγεί ένας πατέρας τα μικρά παιδιά του για να τον ακολουθήσουν και να γίνουν… λιλιπούτειοι προσκυνητές.
«Δεν μπορείς να πιέσεις ένα παιδί με το ζόρι, γιατί κακό θα του κάνεις. Να μην τα τρελαίνουμε τα παιδιά, δεν χρειάζεται να τους λέμε πολλά. Προσωπικά, τους δύο γιους μου τους πήρα μαζί μου στο Άγιον Όρος σε αρκετά μικρή ηλικία. Οι μοναχοί αγαπούν πάρα πολύ τα παιδιά και τα περιποιούνται. Τα παιδιά έχουν ένα φοβερό κριτήριο και δεν μπορείς να τα ξεγελάσεις, ούτε μπορείς να τους παρουσιάσεις ως τέλειο κάτι που δεν είναι», δηλώνει με σιγουριά.
Τα παιδιά αφομοιώνουν τα μηνύματα που μεταδίδει ένας μοναχός που ασκείται στην απλότητα, σε μια εποχή που προβάλλονται ως αρετές η φήμη και το χρήμα. Ο ναυπηγός διηγείται τι έκανε ένας ηλικιωμένος μοναχός της Μονής Αγίου Παύλου, ο πατήρ Σάββας, που χαιρόταν να παίζει με τα παιδιά του, όταν ο μεγάλος του γιος Ιωσήφ ανέβασε υψηλό πυρετό, ενώ την επόμενη μέρα ήταν να τα συνοδέψει στο ψάρεμα.
«Στο διπλανό κελί έμενε ένας Ελληνοαμερικανός σπουδαστής γιατρός και σύστησε να πάρει κάποια αναλγητικά. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα του κελιού, μπαίνει μέσα ο πατήρ Σάββας με ένα τενεκεδάκι που είχε μέσα πετρέλαιο για να τον τρίψει και του λέει συνωμοτικά: “Αν έρθει ο γιατρός, θα το κρύψω το πετρέλαιο, γιατί μου φωνάζει”. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ο γιατρός. O γέροντας, με το δεξί του πόδι, σπρώχνει το τενεκεδάκι και το βάζει κάτω από το κρεβάτι. Αφού έφυγε ο γιατρός, ο γέροντας έτριψε τον Ιωσήφ και το πρωί ήταν περδίκι. Το πετρέλαιο ήταν; Η προσευχή του πατέρα Σάββα ήταν; Πάντως στο ψάρεμα πήγε»!
Ο Άγιος Παΐσιος και ο νέος με τα ψυχολογικά προβλήματα
Ο κ. Δαμιανάκης παραθέτει μια ιστορία που του είχε διηγηθεί ο αείμνηστος πατήρ Γεώργιος Καψάνης για έναν νέο στην Αθήνα που είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα χωρίς να ιαθεί από τους γιατρούς. «Τον έστειλα σ’ έναν γέροντα στο Άγιον Όρος. (Εμείς μετά την κοίμησή του μάθαμε ότι ήταν ο Άγιος Παΐσιος). Πήγε το παλικάρι στον γέροντα και όταν επέστρεψε τον συνάντησα και διαπίστωσα ότι ήταν μια χαρά. Όταν ανέβηκα στο Άγιον Όρος, πήγα στον γέροντα Παΐσιο και τον ρώτησα τι έγινε με το παλικάρι. Ο γέροντας απάντησε ότι δεν είχε κάνει τίποτα: “Αυτό το παιδί έκατσε εδώ όλη νύχτα και μιλούσε όλο το βράδυ. Εγώ τίποτα, τσιμουδιά, δεν του είπα τίποτα και το πρωί τον χαιρέτησα και έφυγε”. “Και πώς έγινε καλά;” ρώτησα. “Διά της υπομονής”, απάντησε ο γέροντας…».
Ο ίδιος αποκαλύπτει όσα του περιέγραψε ένας Κύπριος φοιτητής που είχε πάει στο Άγιον Όρος με τέσσερις συμφοιτητές του και συνάντησε τον Μιχάλη Δαμιανάκη στο καραβάκι στη Δάφνη. «Μου είπε ο φοιτητής: “Ανεβαίναμε από τη Μονή Ιβήρων προς Καρυές. Κάποια στιγμή βγήκε ένας μοναχός μέσα από το δάσος, από το πουθενά, και έρχεται κοντά μας και άρχισε να μας μιλάει για την πολιτική, για τους πολιτικούς. Εμείς, όπως καταλαβαίνεις, δυσαρεστηθήκαμε, γιατί δεν ήρθαμε στο Άγιον Όρος να ακούμε αυτά που λέγονται και έξω. Οι φίλοι μου προχώρησαν, εγώ είπα να μη τον αφήσω μόνο του και περπάτησα δίπλα του. Δεν κάναμε λίγα βήματα και άρχισε ξαφνικά να μου λέει: Για το πρόβλημά σου αυτό θα κάνεις αυτό. Μπήκε στο δάσος και εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω ποιος ήταν”»!