Η εκτίναξη των online αγορών ώθησε τα ελληνικά σουπερμάρκετ σε εκτεταμένες επενδύσεις στο ηλεκτρονικό εμπόριο, με τον ρόλο της κρίσης της COVID-19 να αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από καταλυτικός στην ψηφιοποίηση του κλάδου του λιανεμπορίου τροφίμων στη χώρα μας, δημιουργώντας, παράλληλα, αυξημένες ανάγκες για ανθρώπινο δυναμικό σε εξειδικευμένες θέσεις, που σχετίζονται με το ψηφιακό κανάλι.
Για το σύνολο του 2020, τα ελληνικά σουπερμάρκετ υπολογίζεται ότι θα επενδύσουν συνολικά €8 εκατ. για τη δημιουργία ή την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών τους καταστημάτων. Ήδη, μέχρι τον Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, οι αλυσίδες είχαν επενδύσει για τον σκοπό αυτό περί τα €4,6 εκατ.
Όπως εξηγεί το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι επενδύσεις αυτές αφορούν τόσο τη διαμόρφωση, λειτουργία και υποστήριξη των online καταστημάτων, όσο και των διαδικασιών που τα υποστηρίζουν: logistics με την αγορά εξοπλισμού και τη δημιουργία εγκαταστάσεων και pick-up points στα καταστήματα. «Η πανδημία και ιδιαίτερα η περίοδος του lockdown, με τις αλλαγές που επέφεραν στις αγοραστικές συνήθειες, “ανάγκασαν” τις εταιρείες του κλάδου να στραφούν πιο έντονα στη λειτουργία ηλεκτρονικών καταστημάτων. Αν και υπήρχαν επενδύσεις από τις περισσότερες μεγάλες εταιρείες του κλάδου, αυτές πολλαπλασιάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες», σημειώνει το Ινστιτούτο.
Καταλυτικός ήταν ο ρόλος της πανδημίας και στην αύξηση των θέσεων εργασίας που συνδέονται με το ηλεκτρονικό κανάλι αγορών. Η πανδημία και η επακόλουθη ευρύτερη αξιοποίηση εναλλακτικών καναλιών πώλησης, όπως τα ηλεκτρονικά σουπερμάρκετ και οι τηλεφωνικές παραγγελίες, λειτούργησε ως καταλύτης για προσλήψεις στον κλάδο.
Για την ακρίβεια, εκτιμάται ότι το 15% των νέων προσλήψεων στα ελληνικά σουπερμάρκετ στη διάρκεια της πανδημίας (σ.σ. έως τον Σεπτέμβριο του 2020) αφορούσε την κάλυψη των νέων θέσεων εργασίας που δημιούργησε το ηλεκτρονικό κανάλι αγορών. Θυμίζουμε ότι το 1ο εξάμηνο του 2020 το λιανεμπόριο τροφίμων αύξησε τις θέσεις εργασίας κατά 7.000 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Κόστος διαχείρισης της πανδημίας
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΕΛΚΑ, το κόστος διαχείρισης της πανδημίας μέχρι στιγμής για τα σουπερμάρκετ στην Ελλάδα ανέρχεται σε περίπου 100.000.000 ευρώ! Οι συνολικές δαπάνες από τις επιχειρήσεις του κλάδου, προκειμένου να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες στον καταναλωτή λόγω της πανδημίας, αυξήθηκαν κατά 6,5% το διάστημα Μάρτιος 2020 – Σεπτέμβριος 2020. Από τη μελέτη του Ινστιτούτου για τον υπολογισμό του κόστους της πανδημίας COVID-19 στον κλάδο των σουπερμάρκετ στην Ελλάδα, προκύπτει ότι το κόστος από τη διαχείριση της πανδημίας COVID-19 θα ξεπεράσει τα €160 εκατ. για το σύνολο του έτους.
Το συγκεκριμένο κόστος εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο 1,55% του κύκλου εργασιών, όταν το καθαρό περιθώριο εκμετάλλευσης του κλάδου για την τελευταία διετία είναι 0,89%. «Πρακτικά, δηλαδή, αυτό το νέο κόστος υπερβαίνει την καθαρή κερδοφορία του κλάδου, ακόμα και στα πιο αισιόδοξα σενάρια για την πορεία της», αναφέρει το ΙΕΛΚΑ.
Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση, το μεγαλύτερο μερίδιο προκύπτει από το επιπλέον εργασιακό κόστος, το οποίο εκτιμάται ήδη σε €76 εκατ. Η βασική πηγή αυτού του κόστους είναι οι νέες προσλήψεις που πραγματοποίησαν οι αλυσίδες σουπερμάρκετ μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020. «Οι εξελίξεις προκαλούν επιπλέον νέες επενδύσεις στην οργάνωση, μηχανογράφηση και συντήρηση του δικτύου, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα των επιχειρήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν νέες ανάγκες σε υψηλών προσόντων προσωπικού», αναφέρει το ΙΕΛΚΑ.
Παράδοση κατ’ οίκον
Η δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία κόστους αφορά την παράδοση κατ’ οίκον, η οποία εκτιμάται σε περίπου €8 εκατ. έως τον Σεπτέμβριο του 2020. Η παράδοση κατ’ οίκον μπορεί να προέρχεται είτε από ηλεκτρονικές παραγγελίες, είτε από τηλεφωνικές παραγγελίες, οι οποίες επίσης παρουσιάζουν αύξηση.
Η παράδοση κατ’ οίκον για το λιανεμπόριο τροφίμων είναι σύμφωνα με το sepe.gr μία ιδιαίτερα κοστοβόρα διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη διαδικασία της συλλογής (picking) των αντικειμένων, όσο και τη διαδικασία της μεταφοράς. Η διαδικασία της συλλογής είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, αρκεί να αναλογιστεί κάποιος ότι ένα τυπικό σουπερμάρκετ περιλαμβάνει περίπου 10.000 διαφορετικούς κωδικούς προϊόντων.
Επιπρόσθετα, η διαδικασία της μεταφοράς είναι επίσης ιδιαίτερα κοστοβόρα, καθώς περιλαμβάνει μεγάλους όγκους και επιπλέον προϊόντα με απαιτήσεις συντήρησης (ψυγείου ή κατάψυξης).