Ο Βαγγέλης Παπουτσάκης είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους πυγμάχους της χώρα μας, με διαφορά ο πιο πετυχημένος στην κατηγορία του. Με ποδοσφαιρικούς όρους, έχει παίξει Ολυμπιακό -κυριολεκτικά, έχει πρωταθλήματα Ελλάδος, έχει σηκώσει Ευρωπαϊκή κούπα, και έχει πολλές μικρότερες διακρίσεις. Αν τον ρωτήσεις θα σου πει ότι αυτό που μετράει περισσότερο είναι το Ευρωπαϊκό. Θα σου πει, επίσης, για την πορεία τα εφηβικά πρωταθλήματα μέχρι την κορυφή της Ευρώπης, θα σου πει ότι δεν πρέπει απαραίτητα να βλέπεις επαγγελματικά τον αθλητισμό και δη το μποξ, θα σου πει για τη στόφα του πρωταθλητή. Θα σου πει ενδιαφέροντα πράγματα, έξω από τα στερεότυπα μιας αθλητικής συνέντευξης. Ο Παπουτσάκης δεν γεννήθηκε με ένα ζευγάρι γάντια, δεν είδε τον «Ρόκι» στην τηλεόραση, αλλά κόλλησε με το άθλημα της πυγμαχίας από έναν συνδυασμό τυχαίων γεγονότων.
Φωτογραφίες: Τάκης Διαμαντόπουλος
Δεν του άρεσε κανένα άθλημα από αυτά που τον έβαλε να δοκιμάσει ο αστυνομικός πατέρας του για να τον προστατέψει από τα κακά παιδιά με τα μηχανάκια και την αλητεία στις γειτονιές του Πειραιά. Από τις κακές παρέες που λένε. Από το φόβο του πατέρα του κυρίως, έγινε πυγμάχος. Μου κάνει αίσθηση που απαντάει χωρίς κλισέ, χωρίς φόβο για να μην παρερμηνευθούν οι δηλώσεις του. Είναι από τους λίγους που θα ακούσεις να λένε ότι από τύχη βρίσκεται εδώ που είναι. Δεν του άρεσε καν. Δύο σημειώσεις εδώ: Πρώτον, ο έφηβος Βαγγέλης τελείωνε πολύ γρήγορα το διάβασμα του, και αυτό ήταν πρόβλημα για τον πατέρα του που δεν μπορούσε να τον κρατήσει μαντρωμένο με τα μαθήματα. Δεύτερον, είναι κάθετος ότι πυγμάχος γεννιέσαι. «Ο πατέρας μου με πίεσε αρκετά. Με πήγε tae-kwon-do, δεν μου άρεσε. Με πήγε κολύμβηση, δεν μου άρεσε. Οι προπονητές έλεγαν ότι μπορούσα, αλλά εμένα δεν μου άρεσαν. Τελικά με πήγε μποξ και μου είπε “ή αυτό ή μέσα στο σπίτι”. Μετά από μερικές προπαρασκευαστικές εβδομάδες “wax on – wax off”, όπως λέει και ο ίδιος, ο δάσκαλός του τον έβαλε πρώτη φορά σε ρινγκ με έναν πιο έμπειρο αθλητή. Ο Παπουτσάκης έμεινε πάνω στο ρινγκ, πάλεψε και πέρασε αρκετά χτυπήματα. Ήταν τόσο θετική αυτή η εμπειρία που αποφάσισε να μείνει στην πυγμαχία.
Tο Ευρωπαϊκό
«Ο πρώτος μου τελικός ήταν το 1999» λέει ο Παπουτσάκης. «Τον περίμενα πως και πως, έλεγα “έχεις φάει ώρες ατέλειωτες στο γυμναστήριο, έχεις φάει τόσο ξύλο, τόση πίεση από τον δάσκαλο σου, τόση ταλαιπωρία, πρέπει να τα δώσεις όλα”. Ανέβηκα χωρίς άγχος με μία μόνο σκέψη: νίκη. Σε ένα λεπτό είχα κερδίσει. Ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα λόγω δικής μου πυγμαχικής ανωτερότητας και έσωσε τον αντίπαλο από σίγουρο νοκ-άουτ. Πήγα στον προπονητή μου χαρούμενος και του είπα “τα καταφέραμε” και εκείνος μου απάντησε “Βαγγέλη μου, εσύ τα κατάφερες, εγώ απλά σε κοίταζα”. Ήταν μια από τις πιο έντονες στιγμές της ζωής μου. Όμως η πυγμαχία δεν είναι μόνο χαρές αλλά και ήττες. Αυτές σου μαθαίνουν περισσότερα πράγματα, γιατί σε ταπεινώνουν, σου δείχνουν πως είσαι άνθρωπος και όχι θεός, ότι πάντα υπάρχει καλύτερος από εσένα.
Έτσι στον τελικό του Πανευρωπαϊκού του 2000, ήρθα αντιμέτωπος με τη Ρωσική σχολή πυγμαχίας. “Φαβορί” λέγανε όλοι, “ταλέντο” και τα γνωστά. Δε με ενδιέφερε, όμως, είχα φτάσει στον τελικό από το πουθενά, τραυματισμένος από τροχαίο που είχα πριν μήνες, με ραγισμένο πόδι, και πετώντας έξω προηγούμενους πρωταθλητές Ευρώπης. Έτσι είπα “πάμε να δούμε τι μπορούμε να καταφέρουμε”. Στον πρώτο γύρο με τελείωσε γρήγορα και επαγγελματικά, ούτε εγώ δεν κατάλαβα πως έγινε. Πραγματικά, εκεί είδα πως ένα σωστά οργανωμένο κράτος, με σωστή βάση στον αθλητισμό, και με αθλητική παιδεία, μπορεί να τα καταφέρει σχεδόν τα πάντα. Με δουλειά, ενότητα και σωστή οργάνωση. Και αυτό το υιοθέτησα κι εγώ τώρα που είμαι προπονητής. Για να κάνεις ένα παιδί πυγμάχο χρειάζεται ψυχή μαχητή, πειθαρχεία καταδρομέα και ταπεινότητα. Στη σημερινή Ελλάδα, δυστυχώς αυτά τα ξεχάσαμε!».
Ο ρόλος του μέντορα
Ο Βαγγέλης είναι πλέον δάσκαλος, κάτι που στους νόμους των πολεμικών τεχνών είναι πολύ σημαντικό, πιο σημαντικό, ίσως, και από τον πατέρα. Σε όλη τη συνέντευξη, ο Παπουτσάκης διέκοψε μόνο για να μιλήσει με το δικό του μαθητή και προτεζέ. Τον φωνάζει κοντά του, του μιλάει για να δει σε τι κατάσταση είναι ψυχολογικά, τον κοιτάει στα μάτια, τον ρωτάει αν έφαγε, τσεκάρει τα γάντια του και αφού βεβαιωθεί, τότε τον στέλνει για προπόνηση. Είναι μία σχεδόν τρυφερή στιγμή ανθρωπιάς σε ένα άθλημα που είναι σκληρό και απαιτεί ζοριλίκι. Ο προστατευόμενός του είναι ένας ψιλόλιγνος πιτσιρικάς. Κάνει ζέσταμα και μερικές ασκήσεις. Μετά έχει μάθημα στο ρινγκ. Ο πιτσιρικάς έχει πολύ ταλέντο. Ο σωματότυπός του του επιτρέπει να παίζει σε χαμηλά βάρη και να έχει το πλεονέκτημα της απόστασης. Δεν μιλάει πολύ, δεν τολμάει να κοιτάξει καν το χώρο –όπου περνάνε ωραίες κοπέλες – και καθώς φοράει τη μασέλα στο στόμα, συνεννοείται με τα μάτια. Το βλέμμα του τα λέει όλα. Είναι ο μαθητής του Παπουτσάκη. Μου κάνει εντύπωση που κάθεται και μου μιλάει και δεν ανεβαίνει πάνω να διδάξει τον μικρό που τις ψιλοτρώει εκπαιδευτικά από έναν έμπειρο πυγμάχο. Του ζητάω να μου δείξει πώς προπονεί τον μικρό και τότε αρχίζει το πραγματικό μάθημα. Μοιάζει με κουκλοθέατρο. Ο Παπουτσάκης είναι πίσω από τη σκηνή, το έργο έχει πολύ δράση και αυτός τραβάει τα σκοινάκια. «Δες τώρα,» λέει. «Τι έγινε μικρέ;» φωνάζει. «Ο πιτσιρικάς παίζει στο 40%, δεν παίζει 100% γιατί είναι δύσκολο, αλλά τώρα θα ανέβει, κοίτα» μου λέει και συνεχίζει: «δούλευε μικρέ, δούλευε, πρώτος εσύ» στον εκκολαπτόμενο πρωταθλητή, «κοίτα πως ανεβαίνει» σε μένα, «κοντά, αμέσως επίθεση, δούλευε» σε αυτόν. «Είναι σαν τα σκυλιά. Πρέπει να σε ακούει» σε μένα. Μοιάζει λίγο με επίδειξη αλλά δεν είναι. Ο μικρός ακολουθεί οδηγίες, εκτελεί χωρίς αντιλογία. Αν δεν έχει οδηγίες δεν κάνει τίποτα. Στην πραγματικότητα, ο Παπουτσάκης είναι το ρινγκ. Ψυχή, τε και σώματι αν δεις φωτό του Παπουτσάκη με πολύ λιγότερα μυϊκά, δηλαδή αγωνιστικά κιλά.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο mensarena.gr