Η κακοδιαχείριση και οι καθυστερήσεις λόγω της πανδημίας έχουν συσσωρεύσει ένα βουνό εκκρεμοτήτων για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που πρέπει να διευθετηθούν στο νέο έτος.
Μπορεί μεν ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης να έχει διαμορφώσει ένα επικοινωνιακό πέπλο προστασίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσω του οποίου μπορεί να ξεγλιστρά από τις κακοτοπιές, η αλήθεια, δε, είναι πικρή και δύσκολα μπορεί να κρύβεται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όχι μόνο δεν κατάφερε να επιλύσει χρόνια προβλήματα του Ασφαλιστικού, τα οποία επιδεινώθηκαν εξαιτίας της ελλιπούς λειτουργίας των υπηρεσιών (κυρίως εξαιτίας των υγειονομικών περιορισμών), αλλά, ταυτόχρονα, με τις νομοθετικές του παρεμβάσεις πρόσθεσε νέα βάρη, διοικητικά και οικονομικά, στα οποία αδυνατεί να αντεπεξέλθει.
Έτσι, εκτός από τη διόγκωση των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης και της καταβολής των ψαλιδισμένων αναδρομικών, το υπουργείο Εργασίας έχει καθυστερήσει πάρα πολύ να προχωρήσει στην υλοποίηση του νόμου 4670, που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2020 (!), αλλά και στην εφαρμογή των διατάξεων για τους εργαζόμενους συνταξιούχους.
Παράλληλα, σε λιγότερο από δύο εβδομάδες εκδικάζεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας η νέα προσφυγή για την ακύρωση των υπουργικών αποφάσεων, μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η περικοπή των αναδρομικών και των δικαιούχων.
Νόμος 4670/20 (Βρούτση)
Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε δεσμευτεί προσωπικά ουκ ολίγες φορές όταν ήταν στην αντιπολίτευση για την κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου, η δέσμευση αυτή πήγε… περίπατο μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 και την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία.
Αντί της κατάργησης, έξι μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2020, ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης έφερε στη Βουλή έναν νόμο που άγγιξε μόνο δύο πολύ συγκεκριμένες πτυχές. Η πρώτη αφορούσε τον τρόπο υπολογισμού των εισφορών των μη μισθωτών (ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, επιστήμονες) και την κατάργηση του προσδιορισμού βάσει εισοδημάτων, μία… αργόσυρτη διαδικασία, καθώς, επί της ουσίας, οι μη μισθωτοί προπλήρωναν τις εισφορές που υπολογίζονταν με τα εισοδήματα της προηγούμενης κάθε φορά χρονιάς και ακολουθούσε εκκαθάριση μετά και από 1,5 χρόνο.
Πλέον δίνεται η δυνατότητα επιλογής του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών μεταξύ έξι κατηγοριών, έχει μειωθεί δραματικά η ταλαιπωρία των μη μισθωτών, ωστόσο οι εισφορές για τη συντριπτική πλειονότητα αυξήθηκαν και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να παραβλεφθεί.
Η σημαντικότερη μεταρρύθμιση του νόμου Βρούτση (4670/20), που αφορά τα νέα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης, δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί, σχεδόν έναν χρόνο μετά την ψήφισή του! Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του κ. Βρούτση για την εφαρμογή των νέων ποσοστών, που συνεπάγονται αυξήσεις στις συντάξεις και την καταβολή αναδρομικών, συνεχείς είναι και οι παρατάσεις, με συνέπεια αυτές τις μέρες να διακινείται σενάριο υλοποίησης του νόμου τον Απρίλιο του 2021.
Συνοπτικά, από τον νόμο προκύπτουν αυξήσεις για τρεις κατηγορίες συνταξιούχων:
- περίπου 40.000 που συνταξιοδοτήθηκαν μετά τον Μάιο του 2016 και δεν έχουν προσωπική διαφορά δικαιούνται αύξησης περίπου 45 ευρώ μηνιαίως,
- 50.000 που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τον Μάιο του 2016 και έχουν μικρή προσωπική διαφορά δικαιούνται αύξησης περίπου 30 ευρώ, αλλά θα τη λάβουν σε πέντε ετήσιες δόσεις,
- περίπου 100.000 που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από τον Μάιο του 2016 και έχουν αρνητική προσωπική διαφορά δικαιούνται αύξησης περίπου 45 ευρώ και θα τη λάβουν και αυτοί σε πέντε ετήσιες δόσεις.
Παράλληλα, όμως, καθώς ο νόμος προβλέπει έναρξη εφαρμογής από τον Οκτώβριο του 2019 και για τις τρεις αυτές κατηγορίες προκύπτουν αναδρομικά, πιθανότατα 18 μηνών, αν τελικά η εκκρεμότητα λήξει τον Απρίλιο.
Εργαζόμενοι συνταξιούχοι
Από αναβολή σε αναβολή και η εφαρμογή της διάταξης του ίδιου νόμου που αφορά τους εργαζόμενους συνταξιούχους. Καθώς προβλέπει τη μείωση της «ποινής» της περικοπής της σύνταξης από το 60% σε 30%, όσοι συνταξιούχοι εξακολουθούν να εργάζονται θα πρέπει να δουν αύξηση στη σύνταξή τους κατά 75% και μάλιστα αναδρομικά, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2020.
Ψάχνουν 2,3 δισ. για τις εκκρεμείς συντάξεις
Έπειτα από πολλές παλινωδίες και «κρυφτό» του ΕΦΚΑ, που αρνιόταν επί μήνες να γνωστοποιήσει στο γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής τα ακριβή στοιχεία για τις εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης, τελικώς το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε ότι αυτές ανέρχονται στις 163.224 και το κόστος για την εκκαθάρισή τους στα 619.000.000 ευρώ.
Όμως, όπως ανέδειξε η «δημοκρατία», ο κ. Βρούτσης ψεύδεται ασύστολα και μάλιστα για ένα θέμα που απασχολεί έντονα την τελευταία δεκαετία και τους δανειστές. Εξάλλου και κατά την τελευταία του επίσκεψη στην Αθήνα ο αρμόδιος Ευρωπαίος επίτροπος είχε εκφράσει για πολλοστή φορά την ενόχλησή του!
Το σύνολο των εκκρεμών αιτήσεων προσεγγίζει τις 400.000 και το υπουργείο Εργασίας πρέπει να βρει ένα ποσό άνω των 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για να πληρώσει στους συνταξιούχους τα χρωστούμενα. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των 163.224 εκκρεμών συντάξεων αφορά μόνο τις κύριες και το κόστος τους είναι υπερδιπλάσιο από αυτό που θέλει να υποστηρίζει ο κ. Βρούτσής: όχι 619.000.000 ευρώ, αλλά 1,423 δισ. ευρώ!
121.572 επικουρικές
Παράλληλα, όμως, παραμένουν σε εκκρεμότητα 121.572 επικουρικές συντάξεις, με κόστος 405.000.000 ευρώ, 18.527 διεθνείς συντάξεις, με κόστος 161.000.000 ευρώ, 36.000 μερίσματα, με κόστος 14.000.000 ευρώ, και 40.000 συντάξεις παράλληλης ασφάλισης, με κόστος 355.000.000 ευρώ.
Το άθροισμα πραγματικά ζαλίζει, καθώς φτάνει στα 2,358 δισ. ευρώ και συνεχίζει να αυξάνεται μήνα με τον μήνα!
Υποσχέσεις επί υποσχέσεων
Είναι μνημειώδης η εμμονή του υπουργού Εργασίας σχετικά με την ονομασία πληροφοριακών συστημάτων τα οποία θέτει σε εφαρμογή, τόσο στην πρώτη θητεία του το 2012-2014 όσο και στη δεύτερη που διανύουμε, δήθεν για να εκσυγχρονίσει τις απαρχαιωμένες λειτουργίες των υπηρεσιών («Εργάνη», «Ατλας», «Ηφαιστος» κ.λπ.). Έχοντας ως προτεραιότητα την επικοινωνία και όχι την ουσία, ο κ. Βρούτσης και ο κ. Μητσοτάκης τον Ιούλιο του 2020 έστησαν άλλη μία φιέστα στο υπουργείο Εργασίας, όπου υποτίθεται ότι άρχισε η ψηφιακή έκδοση συντάξεων.
Όπως είχε αποκαλύψει η «δημοκρατία», αυτό που έγινε, έπειτα από ενδελεχή έρευνα, είναι να εντοπιστούν κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις αιτήσεων οι οποίες μπορούσαν να διεκπεραιωθούν. Για τη συντριπτική πλειονότητα των ασφαλισμένων, όμως, ο χρόνος αναμονής παραμένει μεγάλος, ένα με δύο χρόνια για τις πιο… απλές περιπτώσεις και φτάνει έως τα τρία με τέσσερα χρόνια για όσους «άτυχους» έχουν διαδοχική ασφάλιση, δηλαδή ένσημα σε δύο ή περισσότερα Ταμεία (ΙΚΑ, ΤΕΒΕ, Δημόσιο κ.λπ.).
Διπλή ομολογία αποτυχίας
Πέρα από τις πομφόλυγες, στο υπουργείο Εργασίας γνωρίζουν ότι οι υποστελεχωμένες υπηρεσίες αδυνατούν να αντεπεξέλθουν. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ψηφίστηκε διάταξη που αυξάνει τα ποσοστά των προσωρινών συντάξεων, από το 50% σε 70%. Ταυτόχρονα, στο πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2020 εντάχθηκε σειρά διατάξεων για την ενίσχυση του προσωπικού που θα εργαστεί αποκλειστικά για την εκκαθάριση των συντάξεων.
Έτσι ψηφίστηκε, μεταξύ άλλων, η απόσπαση στον ΕΦΚΑ από άλλους φορείς του Δημοσίου όσων υπαλλήλων μπορούν να διεκπεραιώσουν την απονομή συντάξεων. Παράλληλα, ο ΕΦΚΑ θα παραιτηθεί από ένδικα μέσα που έχουν ήδη ασκηθεί κατά δικαστικών αποφάσεων και αποφάσεων προσωρινών διαταγών, με τις οποίες διατάσσεται η παραμονή ή η επαναπρόσληψη εργαζομένων σε υπηρεσίες του Υπερταμείου. Τέλος, προβλέφθηκε η δυνατότητα σύναψης συμβάσεων έργου για συνταξιούχους υπαλλήλους του ΕΦΚΑ!
Νέες προσφυγές τον Ιανουάριο στο ΣτΕ για το «πραξικόπημα» με τα αναδρομικά
Η χυδαία απόφαση της κυβέρνησης τον περασμένο Ιούλιο να εφαρμόσει κατά το δοκούν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και να υφαρπάξει ποσό 2,5 δισ. ευρώ από τους συνταξιούχους όχι μόνο δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη στο σύνολό της, αλλά προκάλεσε ταυτόχρονα, όπως ήταν αναμενόμενο και νέο γύρο δικαστικών διεκδικήσεων.
Με διάταξη νόμου και υπουργικές αποφάσεις δρομολογήθηκε η επιστροφή αναδρομικών τον Οκτώβριο ύψους 1,4 δισ. ευρώ που αφορούν το 11μηνο Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016 μόνο για περικοπές κύριων συντάξεων. Ομως ούτε αυτό υλοποιήθηκε από το υπουργείο Εργασίας στην ολότητά του, καθώς ακόμη δεν έχουν αρχίσει οι επιστροφές αναδρομικών στους κληρονόμους 172.222 θανόντων συνταξιούχων.
Παρά τις υποσχέσεις του κ. Βρούτση, για μία απλή διαδικασία και την παρέλευση της πρώτης προθεσμίας αιτήσεων, ούτε ένα ευρώ δεν δόθηκε πριν από το τέλος του 2020 και η τελευταία δημόσια δέσμευση του υπουργού ανέφερε την καταβολή αναδρομικών σε δύο φάσεις, η πρώτη έως τις 20 Ιανουαρίου και η δεύτερη κάποια στιγμή τον Μάρτιο.
Σημαντικότερη όλων, όμως, είναι η νέα μάχη που θα δοθεί στις 15 Ιανουαρίου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου θα συζητηθούν οι αιτήσεις ακύρωσης των υπουργικών αποφάσεων, καθώς οι συνταξιούχοι απαιτούν την καταβολή αναδρομικών όχι μόνο για τις κύριες, αλλά και για τις επικουρικές συντάξεις και τα δώρα, ώστε να λάβουν τα 3,9 δισ. ευρώ, που είχε επιδικάσει πάλι το ΣτΕ τον περασμένο Απρίλιο.
Τέλος, μόλις πριν από δέκα μέρες κατατέθηκε προσφυγή και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία, αν ευδοκιμήσει, θα αναγκάσει την κυβέρνηση να επιστρέψει ένα ποσό που μπορεί να ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ, καθώς οι συνταξιούχοι θεωρούν ότι ο χρονικός περιορισμών των απαιτήσεων μόνο για το διάστημα Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016 είναι και αυτός παράνομος.