Με την Τουρκία διάλογος δεν γίνεται… Η «κυριακάτικη δημοκρατία» έχει επανειλημμένα και εμπεριστατωμένα αποδείξει ότι διάλογος με την Τουρκία, με κριτήρια πολιτισμένης συζήτησης και κατάθεσης λογικών επιχειρημάτων, δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί δεν μπορεί;
Διότι οι αρχές και τα επιχειρήματα με τα οποία η Τουρκία προσέρχεται στο τραπέζι των συνομιλιών δεν βασίζονται σε κοινές αρχές και αξίες δικαίου, αλλά στο αξίωμα της ηγεμονεύουσας χώρας, με βάση το οποίο η Τουρκία επιδιώκει διαχρονικά να καταστεί περιφερειακή δύναμη ακόμα και σε βάρος των διεθνών συνθηκών, όπως η Συνθήκη της Λωζάννης, που καθορίζει τα σύνορά της περιφερειακά. Πολύ περισσότερο σήμερα, που στη χώρα επικρατεί ισλαμοφασιμός.
- Από τον Νίκο Σταυρουλάκη
Υπό αυτή την έννοια, η τουρκική πρόσκληση για την επανέναρξη του διαλόγου στην Κωνσταντινούπολη, στις 25 Ιανουαρίου, που έχει διακοπεί από το 2016, με την πραγματοποίηση του 61ου γύρου των διερευνητικών συνομιλιών (exploratory talks), κρίνεται ότι θα οδηγήσει σε… αδιέξοδο, όπως σε αδιέξοδο θα οδηγήσει και η μετέπειτα προσπάθεια για την υπογραφή συνυποσχετικού με σκοπό την κοινή προσφυγή των δύο χωρών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η πρόσφατη Ιστορία έχει αποδείξει ότι το τέλος μιας φάσης συνομιλιών συνοδεύεται από μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού ο «πόλεμος» (casus belli) ως επιλογή έχει υιοθετηθεί από την τουρκική πλευρά πάνω στο δικαίωμα της Ελλάδας να ασκήσει κυριαρχικό της δικαίωμα, την επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 μίλια.
Οι για χρόνια «παγωμένες» διερευνητικές συνομιλίες εμφανίσθηκαν ξανά ως προοπτική τον Ιούλιο του 2020, όταν έγινε γνωστό από τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας ότι οι δύο χώρες συνομιλούν στο παρασκήνιο, και μάλιστα σε υψηλότατο επίπεδο.
Η διπλωματική σύμβουλος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, πρέσβειρα Ελένη Σουρανή, και ο εξ απορρήτων σύμβουλος του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, είχαν συνάντηση στο Βερολίνο με τον σύμβουλο της καγκελαρίου Μέρκελ, Γιαν Χέκερ, με θέμα την αναζήτηση διαύλων διαλόγου για τα ζητήματα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου, ενώ η ένταση στην περιοχή ανέβαινε επικίνδυνα. Η «αποκάλυψη» του Τούρκου ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου για μυστικές τριμερείς συνεννοήσεις Ελλάδας – Τουρκίας, υπό το βλέμμα της προεδρεύουσας Γερμανίας, δεν έγινε τυχαία.
Ο Τσαβούσογλου είχε ήδη «προγραμματίσει» την αποτυχία της προσπάθειας αυτής, με σκοπό να αξιοποιηθεί ως άλλοθι από την τουρκική διπλωματία για να εντείνει τις απειλές της σε βάρος της Ελλάδας. Από τον Ιούλιο και μετά, η χώρα μας έζησε μια άνευ προηγουμένου επίθεση από την Τουρκία, που παραβίαζε την ελληνική υφαλοκρηπίδα, ενώ ταυτόχρονα παραβίαζε συστηματικά και την ΑΟΖ της Κύπρου.
Η κρίση ανάμεσα στις δύο χώρες έφτασε στο απόγειό της πριν από τη σύγκληση του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (11-12 Δεκεμβρίου), ενώ η αποχώρηση του «Oruc Reis» από την ελληνική υφαλοκρηπίδα χρησιμοποιήθηκε ως «αρχικό γεγονός» (προϋπόθεση) για να περάσουμε σε κατάσταση διαλόγου (talk mode) με την Τουρκία.
Στη σύνοδο του Δεκεμβρίου, ο καπνός που βγήκε ως προς τις ευρωτουρκικές σχέσεις δεν ήταν… λευκός. Ηταν όμως… καπνός! Αντί της αυστηροποίησης του πλαισίου των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας, που επεδίωκαν η Αθήνα και η Λευκωσία, το «μαύρο κουτί» της συνόδου έβγαλε διάλογο Τουρκίας – Ελλάδας. Στο κείμενο των συμπερασμάτων της Ευρωπαϊκής Συνόδου, ενώ υπήρξε αναφορά στην αποχώρηση του «Oruc Reis» από την περιοχή, που «ενοχλούσε» την Ελλάδα, δεν υπήρξαν αναφορές σε κυρώσεις. Αντίθετα, η απομάκρυνση του «Oruc Reis» από τα ελληνικά νερά εκτιμήθηκε από το σύνολο των Ευρωπαίων ηγετών ως γεγονός που θα συνέβαλλε στην αποκλιμάκωση, ώστε να καταστεί δυνατή η επανάληψη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών το συντομότερο.
Με αυτό ως γνώμονα, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε. για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής Ζ. Μπορέλ ανέλαβε να συντάξει έκθεση συνολικά για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, που θα υποβάλει στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου και στην οποία ασφαλώς θα υπάρξουν αναφορές στην πορεία του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η Αθήνα προσβλέπει σε αυτή την εξέλιξη, καθώς θεωρεί ότι η στιγμή κατά την οποία η Τουρκία θα εκτραπεί από το συμφωνημένο πλαίσιο διαλόγου θα βρει την Ευρώπη σύμμαχο… Αλλά η Τουρκία έχει ήδη «δεμένους» συμμάχους της στην Ε.Ε., με πρώτη τη Γερμανία, που παριστάνει τον δίκαιο μεσολαβητή, ενώ είναι υπόδουλη στις κινήσεις Ερντογάν.
Από τη Λωζάννη στον «Αττίλα»
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας κυριάρχησαν οι συγκρούσεις στο Κυπριακό και οι διωγμοί της ελληνικής μειονότητας, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη και τις μαζικές απελάσεις του 1964, που είχαν ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των Ελλήνων της Πόλης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνεχίζεται μια παρατεταμένη φάση έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με δύο κύριους άξονες:
- Την προσπάθεια αναθεώρησης από την Τουρκία του εδαφικού κεκτημένου, που αποκρυσταλλώθηκε στη Συνθήκη της Λωζάννης και σε άλλες διεθνείς συνθήκες, αλλά και του νομικού καθεστώτος του θαλάσσιου και εναέριου χώρου που προκύπτει από το Διεθνές Δίκαιο, με την έγερση αμφισβητήσεων και διεκδικήσεων σε βάρος της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της δικαιοδοσίας της Ελλάδας σε έδαφος, αέρα και θάλασσα.
- Την ανατροπή της κατάστασης στην Κύπρο, με την εισβολή και την κατοχή του βόρειου τμήματος της χώρας (Ιούλιος 1974), που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από τη δεκαετία του 1970, οι σχέσεις των δύο χωρών ακροβάτησαν ορισμένες φορές μέχρι το χείλος της ένοπλης σύγκρουσης (κρίση «Σισμίκ» τον Μάρτιο του 1987, τον Ιανουάριο του 1996, κρίση του «Oruc Reis» τον Αύγουστο του 2020), με αφορμή τις αβάσιμες και αντίθετες με το Διεθνές Δίκαιο διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις της Τουρκίας.
Τέσσερις πλατφόρμες συνεννόησης με την Άγκυρα απέτυχαν παταγωδώς
Το 1999, συνεκτιμώντας τα χρονίζοντα προβλήματα και με αφορμή τους καταστροφικούς σεισμούς που έπληξαν τις δύο χώρες, δρομολογήθηκε η διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, η οποία στο διμερές επίπεδο κινήθηκε στους εξής άξονες:
- Στην ανάπτυξη «πολιτικού διαλόγου», με την καθιέρωση διμερούς συνεργασίας σε ζητήματα που ανήκουν στη λεγόμενη «χαμηλή πολιτική», δηλαδή σε θέματα στα οποία δεν υπάρχει αντιπαράθεση (οικονομία και εμπόριο, τουρισμός, πολιτισμός, κοινωνία πολιτών κ.λπ.), αλλά μόνο ανταγωνισμός.
- Στη θέσπιση «στρατιωτικού διαλόγου», με στόχο τη μείωση της έντασης και τη βελτίωση του κλίματος και των επαφών μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων των δύο χωρών, μέσω της σταδιακής υιοθέτησης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (MOE).
- Στην καθιέρωση (Φεβρουάριος 2002) «διερευνητικού διαλόγου» επί των δυνατοτήτων συμφωνημένης διευθέτησης του ζητήματος οριοθέτησης των ορίων στη θάλασσα ανάμεσα στις δύο χώρες. Δεν ήταν θεσμός διαπραγμάτευσης, αλλά περισσότερο ανταλλαγής απόψεων, στον οποίο κάθε πλευρά κατέθετε ελεύθερα τις απόψεις της, χωρίς συμφωνημένα πρακτικά. Στον αντίποδα, η προσέγγιση επρόκειτο να εκπληρωθεί από την Αθήνα στο πλαίσιο της σταθερής υποστήριξης της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με αντάλλαγμα την ηρεμία στο Αιγαίο.
- Στη συγκρότηση ανώτατου διακυβερνητικού οργάνου (Οκτώβριος 2009), του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ), μέσω του οποίου ξεκίνησε προσπάθεια αναζωογόνησης της διαδικασίας ελληνοτουρκικής προσέγγισης. Το ΑΣΣ λειτούργησε ως μείζων μηχανισμός προώθησης και διάρθρωσης της συνεργασίας των δύο χωρών σε τομείς πολιτικής που δεν δημιουργούν ένταση.
Όλα αυτά τα χρόνια, καμία από τις συμφωνημένες θεσμοθετημένες πλατφόρμες συνεννόησης δεν προχώρησε. Παρά το πολύπλευρο θεσμικό διμερές πλαίσιο, οι σχέσεις ουδέποτε έγιναν ειλικρινείς, ενώ δεν έλειψαν οι απαξιωτικές «κορόνες» Τούρκων ηγετών για τη χώρα μας («Θα σας ξαναρίξουμε στη θάλασσα» κ.λπ.).
Σήμερα, ύστερα από έναν χρόνο συστηματικής καλλιέργειας έντασης με την Ελλάδα, το πρώτο εξάμηνο του 2020, με την υβριδική απειλή της κατευθυνόμενης εισβολής μεταναστών στον Εβρο, και το δεύτερο εξάμηνο, με την υβριδική περιφορά του τουρκικού ερευνητικού σκάφους στις ελληνικές θάλασσες, η Τουρκία, αφού εξασφάλισε τα ερείσματά της στην Ε.Ε. και θεώρησε ότι νίκησε στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο του Δεκεμβρίου, άρχισε να διαδίδει ότι ξεκινά ο διάλογος με την Ελλάδα.
Στις 2 Ιανουαρίου, ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου έσπευσε στη Λισαβόνα, όπου συναντήθηκε με τον Πορτογάλο ομόλογό του Αουγκούστο Σάντος Σίλβα, προκειμένου να επηρεάσει υπέρ των τουρκικών θέσεων την προεδρεύουσα για το πρώτο εξάμηνο του 2021 Πορτογαλία. Εκεί ανέφερε ότι επίκειται έναρξη ελληνοτουρκικού διαλόγου, χωρίς άλλες διευκρινίσεις. Ακόμα και για την επανεκκίνηση του θεσμού των διερευνητικών επαφών απαιτήθηκε σκληρό παρασκήνιο, που κράτησε μία ολόκληρη ημέρα.
Το πρωί της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου, ο Μ. Τσαβούσογλου είχε προαναγγείλει την επανέναρξη διαλόγου, υποχρεώνοντας τον εκπρόσωπο του ελληνικού ΥΠΕΞ Α. Παπαϊωάννου να δηλώσει ότι ουδεμία επίσημη πρόσκληση είχε σταλεί μέχρι στιγμής στην Αθήνα. Η πρόσκληση έφθασε αρκετές ώρες αργότερα. Το δέον ανάμεσα σε πολιτισμένες χώρες θα ήταν η Αγκυρα να απευθύνει σιωπηρώς την πρόσκληση προς την Αθήνα, μέσω των υπουργείων Εξωτερικών, και το ελληνικό ΥΠΕΞ να τη γνωστοποιούσε με ανακοίνωσή του. Αλλά το «δέον» είναι άγνωστο στη βαρβαρική Τουρκία…
Το περιεχόμενο των επαφών και οι μεταβολές στην ατζέντα
Οι διερευνητικές συνομιλίες θεσπίστηκαν με ακριβές πρώτο αυστηρό πλαίσιο τη συμφωνία για το εύρος των χωρικών υδάτων των δύο χωρών, όπου αυτό δεν ήταν επακριβώς καθορισμένο από διεθνείς συνθήκες. Στη διάρκεια των χρόνων, το περιεχόμενο άλλαξε τρεις φορές.
■ Αρχικά, τον Φεβρουάριο του 2002, οι τότε ΥΠΕΞ Ελλάδας και Τουρκίας, Γιώργος Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ, συμφώνησαν σε μια διαδικασία «ελεύθερου» (τύποις) διαλόγου με κοινό πλαίσιο κανόνων, στον οποίο κάθε πλευρά θα κατέθετε τις απόψεις της ως προς το ζήτημα των θαλάσσιων ορίων ανάμεσα στις δύο χώρες. Είχαν προηγηθεί η κρίση των Ιμίων και το τουρκικό casus belli. Αφορμή, δηλαδή, ήταν και πάλι μια τουρκική κίνηση στη διπλωματική σκακιέρα. Πάντα η Τουρκία έχει τον πρώτο λόγο στις διπλωματικές κινήσεις, και η Αθήνα «τρέχει» ασθμαίνουσα να προλάβει το κακό…
Το casus belli του 1995
■ Στις 8 Ιουνίου 1995, η τουρκική Εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε την τουρκική κυβέρνηση να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων και στρατιωτικών, απέναντι στην αξίωση της Ελλάδας να υιοθετήσει τον νόμο του Διεθνούς Δικαίου. Οι διερευνητικές επαφές ήταν ελληνική «εξυπνάδα» διπλωματικής ακύρωσης του casus belli. Ακόμα ισχύει, όπως ισχύει η τουρκική κατοχή στην Κύπρο.
■ Κατά τη συγκυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Α. Σαμαρά, ο υπουργός Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλος (25/06/2013 – 27/01/2015) εισηγήθηκε μεταβολή στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών, διευρύνοντας τις συζητήσεις σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών. Παράλληλα, συνέταξε δέσμη προτάσεων, που, κατά την εκτίμηση της Αθήνας, θα επέλυαν τα διαχρονικά προβλήματα. Η τουρκική πλευρά δεν ανέμενε την αλλαγή του πλαισίου ούτε τις «προχωρημένες» προτάσεις της Αθήνας.
■ Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε το 2015 να αναζωογονήσει τον θεσμό επί ματαίω… Τον Νοέμβριο του 2015, ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας έδωσε το πράσινο φως για επανέναρξη των συνομιλιών, επαναφέροντας την «ατζέντα» στο αρχικό πλαίσιο (διευθέτηση χωρικών υδάτων) προκειμένου να κάμψει τις τουρκικές αντιρρήσεις.Ο 60ός γύρος διεξήχθη στην Αθήνα, στο τέλος Φεβρουαρίου του 2016, λίγες ημέρες πριν από την επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην ελληνική πρωτεύουσα. Είχε προηγηθεί ακόμη ένας γύρος, ο 59ος, τον Δεκέμβριο του 2015. Τούρκος διαπραγματευτής εκείνη την περίοδο ήταν ο πρέσβης Φεριντούν Σινιρλίογλου και από ελληνικής πλευράς ο πρέσβης Παύλος Αποστολίδης. Η τουρκική πλευρά διεμήνυσε ότι οι ελληνικές προτάσεις δεν γίνονται δεκτές.
■ Οι επόμενες εκλογές ανέδειξαν ακόμα μία φορά την ανάγκη ειλικρινούς ελληνοτουρκικής συνεννόησης. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε την πρώτη κίνηση, προσερχόμενος σε συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο Τ. Ερντογάν στη Ν. Υόρκη. Το αποτέλεσμα ήταν έξαρση των τουρκικών προκλήσεων, με αποκορύφωμα την υβριδική επίθεση στον Εβρο τον Φεβρουάριο του 2020. Ακολούθησαν η προκλητική στάση της Τουρκίας στην ανατολική Μεσόγειο, το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο και οι συνεχείς παραβιάσεις της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το «Oruc Reis», ενώ η γερμανική προεδρία προετοίμαζε το έδαφος για επανάληψη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών. Η Αθήνα διεμήνυσε ότι το μόνο πλαίσιο που μπορεί να ενεργοποιηθεί είναι αυτό των διερευνητικών συνομιλιών, και σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα.