Στην κορυφή του πέμπτου λόφου της Κωνσταντινούπολης, απέναντι από τον Κεράτιο Κόλπο, δεσπόζει αγέρωχο, σε σχήμα αετού, το «κόκκινο κτίριο», όπως λένε οι τουρίστες ή, το «καμάρι της Ρωμιοσύνης», όπως αρέσει στους απανταχού Ελλαδίτες να αποκαλούν τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Φανάρι.
- Από την Κέλλυ Φαναριώτη
«Φάρος» ελληνισμού για πεντέμισι αιώνες, απ’ όπου εκπαιδεύτηκαν και δίδαξαν
διαπρεπείς Φαναριώτες αλλά και πλήθος Πατριαρχών και ορθόδοξων ιεραρχών, η Σχολή
για πρώτη φορά «σίγησε» λόγω κορωνοϊού. Οι αίθουσες διδασκαλίας του επιβλητικού κτιρίου είναι τους τελευταίους μήνες ερμητικά κλειστές και οι 43 συνολικά μαθητές παρακολουθούν τα μαθήματά τους μέσα από το διαδίκτυο.
«Είναι η πρώτη φορά στους τόσους αιώνες που λειτουργεί η Σχολή που οι μαθητές
εκπαιδεύονται από απόσταση. Κατά διαστήματα το τουρκικό υπουργείο Παιδείας μάς
ενημέρωνε ότι θα μπορούμε να δεχθούμε παιδιά της 8ης και της 12ης τάξης, δηλαδή της
Γ’ Γυμνασίου και Γ’ Λυκείου, αλλά οι γονείς φοβούνταν να αφήσουν τα παιδιά να βγουν από το σπίτι εξαιτίας της πανδημίας» εξηγεί στην «κυριακάτικη δημοκρατία» ο διευθυντής της Σχολής, Δημήτρης Ζώτος.
Εχοντας εργαστεί για αρκετά χρόνια εκεί ως καθηγητής Μαθηματικών, ανέλαβε το 2018
τη διεύθυνση του αρχαιότερου ελληνικού εν λειτουργία σχολείου και, όπως εξηγεί, η
συγκίνηση αλλά και η ιστορική ευθύνη που «κουβαλά» μια τέτοια θέση είναι μεγάλες.
«Η Σχολή ιδρύθηκε το 1454 και λειτουργεί αδιάλειπτα τόσα χρόνια, προσφέροντας έργο
και πολιτισμό. Αισθάνομαι ευθύνη απέναντι στο Πατριαρχείο, στην ομογένεια και εν
γένει στον ελληνισμό» λέει, τονίζοντας πως το να παίρνει πρωτοβουλίες που θα
συμβάλουν στο καλό των μαθητών είναι κάτι που του δίνει τεράστια ευχαρίστηση.
Συρρίκνωση
Ενα ίσως από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ιστορική αυτή Σχολή
είναι η μείωση των μαθητών, απόρροια της συρρίκνωσης των Ρωμιών της Πόλης τις
τελευταίες δεκαετίες. Οι λόγοι αυτού του φαινομένου ποικίλλουν, από τους διωγμούς και
τον σφετερισμό των περιουσιών τους από το τουρκικό κράτος μέχρι την οικονομική
κρίση, που δεν επιτρέπει πλέον στα ζευγάρια να τεκνοποιούν όπως παλιότερα.
«Ο αριθμός των μαθητών πλέον είναι καταθλιπτικός, ειδικά αν τον συγκρίνουμε με τις
αρχές της δεκαετίας του ’60, τότε, δηλαδή, που φοιτούσαν 400 παιδιά» σημειώνει ο κ.
Ζώτος και προσθέτει: «Οπως έλεγε και ο αείμνηστος Πατριάρχης Αθηναγόρας, λίγοι και
αμέτρητοι είμαστε εδώ. Γι’ αυτόν τον λόγο απαισιόδοξος δεν είμαι ποτέ, αν ήμουν, δεν
θα μπορούσα να κάνω τη δουλειά που κάνω. Με αισιοδοξία πρέπει να βλέπουμε το
μέλλον».
Εκείνο που έχει αλλάξει προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια είναι το γεγονός πως το
τουρκικό κράτος επιτρέπει πλέον στη Σχολή να δέχεται ως μαθητές όλα τα παιδιά των
Ελλήνων. Οπως εξηγεί ο κ. Ζώτος, παλιότερα μπορούσαν να παρακολουθήσουν
μαθήματα και να αποφοιτήσουν από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή μονάχα τα παιδιά
όσων πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για υπηρεσιακούς λόγους. «Πλέον, δεχόμαστε τα παιδιά οποιουδήποτε Ελληνα ως επισκέπτες μαθητές, μπορούν δηλαδή να φοιτήσουν στη Σχολή, να πάρουν σχετική βεβαίωση κι έπειτα να σπουδάσουν σε πανεπιστήμια της Ελλάδας».
Επιπλέον, οι σκόπελοι που υπήρχαν παλιότερα στην εκπαίδευση των ομογενών αποτελούν πλέον παρελθόν και οι διορισμοί των εκπαιδευτικών γίνονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. «Υπήρχε πολύ μεγάλο πρόβλημα στο κομμάτι αυτό. Στα δικά μου μαθητικά χρόνια οι μετακλητοί εκπαιδευτικοί που έρχονταν από την Ελλάδα για να διδάξουν εδώ έπιαναν
δουλειά τον Απρίλιο ή τον Μάιο, με αποτέλεσμα να μένουμε πίσω σε κάποια μαθήματα.
Τη δεκαετία του ’90 μαθητές του Ζαππείου δεν πήρανε πτυχίο επειδή δεν είχαν βαθμό
στη Γυμναστική, δεν υπήρχε καθηγητής, πλέον αυτά έχουν εκλείψει».
«Η Ομογένεια πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες»
Οι δραστηριότητες του κ. Ζώτου δεν περιορίζονται στη διοίκηση της ιστορικής Σχολής,
καθώς η φλόγα του Ελληνισμού που «σιγοκαίει» μέσα του δεν τον αφήνει να ησυχάσει. Ως δραστήριο μέλος της ομογένειας, έχει αναλάβει τα τελευταία 13 χρόνια την προεδρία της κοινότητας Αγίου Δημητρίου Ταταούλων, μίας εκ των ιστορικότερων συνοικιών της Κωνσταντινούπολης.
«Στις κοινότητές μας πλέον απαγορεύονται οι εκλογές, γεγονός που δημιουργεί
προβλήματα, διότι θέλουμε να λειτουργούμε δημοκρατικά» λέει και καταλήγει πως η
συνεχής μείωση των Ελλήνων στην Πόλη απασχολεί έντονα τους ομογενείς.
«Πρέπει να γίνουν ενέργειες ώστε να μπορέσουμε να ενσωματώσουμε στην ομογένεια
και Ελλαδίτες που τα τελευταία χρόνια είναι στην Κωνσταντινούπολη, κάποιοι για
σπουδές και κάποιοι άλλοι για εργασία. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται εδώ με άδεια
παραμονής. Οχι μόνο εμείς που διοικούμε σχολεία και κοινότητες, αλλά όλη η ομογένεια
πρέπει να σκεφτεί τι πρέπει να γίνει και να πάρει πρωτοβουλίες ώστε να εξασφαλιστεί η
επιβίωση του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη».