Με αφορμή το ακόμη αυστηρότερο lockdown στην Αττική από μεθαύριο Πέμπτη 11/02, ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης μίλησε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΣΚΑΪ, όπου, μεταξύ άλλων, τόνισε πως «η Αττική δεν είναι αυτή τη στιγμή σε τραγική κατάσταση, αλλά καλό είναι να δράσουμε πιο νωρίς, πριν φτάσουμε σε αυτήν».
Σχολιάζοντας, εξάλλου, τα επιπλέον μέτρα που αποφασίστηκαν από κυβέρνηση και ειδικούς, ο καθηγητής Γενετικής σημείωσε ότι «τα κρούσματα είναι αντίστοιχα με το lockdown του Νοεμβρίου, αλλά τότε η Αττική δεν ήταν σε δύσκολη κατάσταση». Και συνέχισε, λέγοντας ότι «το πρόβλημα, όπως διαβάζω τα μέτρα, είναι αν θα μπορέσει αυτό το lockdown να έχει την απόδοση που θέλουμε, στο χρόνο που θέλουμε. Είχε ανακοινωθεί παρόμοιο, ουσιαστικά το ίδιο, το Νοέμβριο, θέλαμε να έχει απόδοση σε 2 με 3 εβδομάδες, δεν είχε, και αναγκαστήκαμε να φτάσουμε σε, σχεδόν, 2 μήνες, για να έχουμε το αποτέλεσμα που θέλαμε σε 3–4 εβδομάδες».
«Νομίζω ότι υπάρχουν κινήσεις του κόσμου που δεν ελέγχονται, με το να μειώσουμε τις δραστηριότητες. Υπάρχει κίνηση ανθρώπων μεταξύ σπιτιών που δεν μπορεί να γίνει διαχείριση σε αυτό. Άνθρωποι που ήταν έξω, όπως και τα παιδιά, αυτοί οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα και αρχίσουν να ξοδεύουν πολύ χρόνο μαζί και, επομένως, όλη η μετάδοση έρχεται μέσα στο σπίτι και δε σταματάει τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε, και γι’ αυτό είναι πρόβλημα πως θα διαχειριστούμε την πρώτη εβδομάδα. Επομένως, χρειάζεται και η συμμετοχή του κόσμου. Η νομοθέτηση δεν φτάνει. Πρέπει ο κόσμος να συμμετέχει σε αυτό», συνέχισε ο κ. Δερμιτζάκης.
Χρειάζεται ένα μοντέλο
Στη συνέχεια ανέφερε πως «σε όλο τον κόσμο δεν έγινε έξυπνη διαχείριση. Έγινε οριζόντια διαχείριση» και επέμεινε ότι «χρειάζεται ένα μοντέλο με ανοιχτές δραστηριότητες, ώστε να κινείται ο κόσμος, αλλά με ασφάλεια, αντί να είναι όλα κλειστά και ο κόσμος να μαζεύεται σε σπίτια, χωρίς μάσκες, κλπ. Αυτό δεν έχει δοκιμαστεί από κανέναν».
Αναφορικά, τέλος, με την αύξηση των κρουσμάτων σε παιδιά, εξάλλου, δήλωσε πως «έχουμε μπερδέψει πάρα πολλά επιστημονικά στοιχεία και έχουμε μπερδέψει ενδείξεις με αποδείξεις ή σοβαρές ενδείξεις με απλώς κάποια “απόχρωση” ένδειξης. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι μεταλλάξεις μεταδίδονται περισσότερο στα παιδιά. Λόγω του ότι υπήρχε η εντύπωση για μεγαλύτερη μεταδοτικότητα και μεγαλύτερη νόσηση στα παιδιά, γίνονται περισσότερα τεστ στα παιδιά. Aν κάνουμε περισσότερα τεστ, προφανώς θα βρίσκουμε περισσότερους θετικούς από πριν».
- Δείτε την τοποθέτηση του Μανώλη Δερμιτζάκη: