Στον 3o τακτικό ανακριτή Θεσσαλονίκης παραπέμφθηκε να δικαστεί ο 38χρονος που συνελήφθη κατηγορούμενος, σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., ότι βίασε τρεις γυναίκες στις οποίες προφασίστηκε ότι είναι αστυνομικός.
Εις βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για βιασμό κατά συρροή, αρπαγή, ληστεία, αντιποίηση κατά της Αρχής, οπλοφορία και οπλοχρησία, πράξεις για τις οποίες θα απολογηθεί την Τετάρτη στον ανακριτή, από τον οποίο ζήτησε και πήρε προθεσμία.
Ο 38χρονος Έλληνας συνελήφθη από αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος και Εμπορίας Ανθρώπων Θεσσαλονίκης, ύστερα από έρευνα που προκάλεσαν οι καταγγελίες δύο γυναικών, μεταξύ αυτών μία εκδιδόμενη. Όπως ανακοίνωσε η αστυνομία, θύμα του φέρεται ότι έπεσε και μία τρίτη γυναίκα, η οποία όμως δεν προέβη σε καταγγελία. Στην κατοχή του βρέθηκαν χρηματικό ποσό άνω των 500 ευρώ κι ένα κινητό τηλέφωνο που φέρεται να απέσπασε από τις καταγγέλλουσες.
Προανακριτικά, ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες, τονίζοντας ότι οι καταγγέλλουσες είναι γνωστές του, ενώ δια του συνηγόρου του κατήγγειλε ότι πρόκειται για «στημένη υπόθεση από πρώην συγκρατουμένους τους στη φυλακή».
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, ο κατηγορούμενος αποφυλακίστηκε μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο, έχοντας εκτίσει ποινή 15ετούς κάθειρξης για τον φόνο που διέπραξε τον Δεκέμβριο του 2010 μαζί με την τότε αρραβωνιαστικιά του, που είναι κουβανέζικης καταγωγής.
Θύμα τους ήταν ένας 58χρονος ψυχίατρος, πρώην σύζυγος της συγκατηγορουμένης του. Ο άτυχος ψυχίατρος είχε βρεθεί νεκρός μέσα σε λίμνη αίματος έξω από το σταθμευμένο όχημά του, φέροντας αλλεπάλληλα χτυπήματα από μαχαίρι σε διάφορα σημεία του σώματος.
Το ζευγάρι είχε τιμωρηθεί από το Εφετείο με ισόβια κάθειρξη, αλλά προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, ζητώντας την αναίρεση της δευτεροβάθμιας απόφασης με το σκεπτικό ότι έπρεπε να τους αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του σύννομου βίου. Η προσφυγή έγινε δεκτή από το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα η υπόθεση να επιστρέψει τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, μόνο όμως ως προς το σκέλος της χορήγησης του ελαφρυντικού, το οποίο τελικώς δόθηκε με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια. Λίγους μήνες αργότερα, οι καταδικασθέντες αποφυλακίστηκαν με όρους.