Όταν σκεφτόμαστε πολεμικές σκηνές της Επανάστασης, έρχονται στο μυαλό μας αγέρωχοι φουστανελοφόροι με περίτεχνα πολύχρωμα ρούχα και εντυπωσιακό εξοπλισμό: τουφέκια, πιστόλι, γιαταγάνια, μαχαίρια.
Επηρεασμένοι από τους ζωγραφικούς πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν στα χρόνια της Επανάστασης και παρακολουθώντας τις επετειακές ταινίες που γυρίστηκαν, σχηματίσαμε μια εντελώς ψεύτικη εικόνα για τις σκηνές μάχης, αλλά και για το ντύσιμο των πρωταγωνιστών. Οι Έλληνες επαναστάτες δεν έμοιαζαν καθόλου με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, ούτε βεβαίως διέθεταν τον εξοπλισμό που βλέπουμε στους ζωγραφικούς πίνακες. Η φουστανέλα ήταν επίσημο ένδυμα που φορούσαν στις επίσημες εκδηλώσεις και όχι στα πεδία των μαχών, καθώς εκεί έπρεπε να είναι ντυμένοι με ρούχα λιτά, ανθεκτικά και λειτουργικά, που θα τους προσέφεραν ελευθερία κινήσεων.
Ο δικηγόρος Κώστας Παχής, που έχει μελετήσει διεξοδικά τον ρουχισμό τις εποχής (στο πλαίσιο της εθνογραφικής του έρευνας), έχει περιγράψει την πολεμική ενδυμασία των αγωνιστών κατά την Επανάσταση του 1821 σε όλη την Ελλάδα (Μοριάς, Στερεά Ελλάδα, Ήπειρος και Σούλι) ως ακολούθως:
- Εσωτερικά, κατάσαρκα, φορούσαν πρώτα πρώτα το λευκό βαμβακερό πανωβράκι, εντελώς στενό κι εφαρμοστό στα πόδια, μέχρι το γόνατο. Έδενε στη μέση σφιχτά με κορδόνι χοντρό. Τα δύο «πόδια» του πανωβρακιού ενώνονταν μεταξύ τους με τετράγωνο ύφασμα διπλωμένο τριγωνικά, που δημιουργούσε τη «σέλα» και διευκόλυνε πολύ στο βάδισμα και στον διασκελισμό, αναγκαία συνθήκη στους επαναστάτες.
- Στον κορμό, κατάσαρκα, χωρίς άλλο ένδυμα, φοριόταν το βυζαντινό καμίσιον, διάδοχος του αρχαίου ελληνικού κοντού χιτώνα, δηλαδή η λευκή βαμβακερή πουκαμίσα, όπως την έλεγαν στον Μοριά και στη Στερεά, το «κοντορούτι», όπως την έλεγαν στην Ήπειρο, που ήταν κοντή, μέχρι πάνω από τα γόνατα. Φοριόταν από το κεφάλι, είχε άνοιγμα μέχρι το στήθος κι έκλεινε στη λαιμόκοψη με κορδόνι. Είχε μανίκια μέτρια φαρδιά, μακριά μέχρι πάνω από τον καρπό, για να μη δυσκολεύουν τον αγωνιστή στις μάχες.
- Από το γόνατο και κάτω φορούσαν κάλτσες χωρίς πάτο, εφαρμοστές, από μάλλινο δίμιτο, που έδεναν και κρατούνταν σταθερές κάτω από το πέλμα με κορδόνι που το έλεγαν «πατήχι». Στο γόνατο, οι κάλτσες έμπαιναν ελαφρά μέσα στο πανωβράκι.
- Μαύρα μάλλινα κορδόνια, τα «γονατάρια», δεμένα σφιχτά πάνω στο πανωβράκι, κρατούσαν σταθερές τις κάλτσες στο γόνατο.
- Στα πόδια φορούσαν τα γουρνοτσάρουχα από δέρμα χοιρινό, δεμένα με τα λουροτσάρουχα, τα οποία, αφού σταύρωναν χιαστί στη γάμπα, έδεναν σε μικρό μπρούτζινο τοκά που ήταν στερεωμένος στο κορδόνι των γοναταριών, στην εξωτερική πλευρά του γονάτου. Πάνω στο μετατάρσιο έβαζαν ένα κομμάτι ύφασμα χοντρό μάλλινο, για να μην τους «κόβουν» τα λουριά από τα γουρνοτσάρουχα.
- Πάνω από την πουκαμίσα φορούσαν το γελέκι, αμάνικο πάντα, που έφτανε μέχρι την αρχή της μέσης. Με το γελέκι μόνο, χωρίς άλλο πανωφόρι, έβγαιναν να πολεμήσουν, εξ ου και η φράση «βγήκε στο γελέκι».
- Στη μέση τύλιγαν 2-3 βόλτες φαρδύ μάλλινο ζωνάρι, διπλωμένο στα δύο, κατά μήκος, σε σκούρες αποχρώσεις, χωρίς να αφήνουν να κρέμονται καθόλου οι φούντες του. Μέσα στο ζωνάρι έβαζαν τα όπλα τους – μπιστόλες, γιαταγάνι, χαρμπί.
- Πάνω από το ζωνάρι φορούσαν στενή δερμάτινη ζώνη που έκλεινε μπροστά με δύο πολύ μικρούς μεταλλικούς τοκάδες. Η ζώνη αυτή στερέωνε καλύτερα το μάλλινο ζωνάρι μέσα στο οποίο ήταν χωμένα τα όπλα τους. Στη δερμάτινη αυτή ζώνη περνούσαν πίσω τις παλάσκες τους και μπροστά το παλασκόνι και το μεδουλάρι τους.
- Στο κεφάλι φορούσαν μικρό κοφτό φεσάκι, με μικρή μάλλινη φούντα να στολίζει την κορυφή του. Κατά περίπτωση, κάποιοι τύλιγαν γύρω στο φέσι ένα στενόμακρο σκούρο ύφασμα που το έλεγαν «σερβέτα».