Καταδικάστηκε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για ελλιπή έρευνα των αιτιών θανάτου λεχώνας σε ελληνικό νοσοκομείο.
Στο ΕΔΔΑ προσέφυγε ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας η οποία έχασε τη ζωή της τέσσερις ημέρες μετά τη γέννηση του παιδιού της και ενώ ετοιμαζόταν να εξέλθει από το νοσοκομείο.
Η γυναίκα παρουσίασε ραγδαία επιδείνωση της υγείας της και ξεψύχησε μετά από δύο ώρες.
Τα αίτια θανάτου της κατέγραψε χειρουργός και όχι αρμόδιος γυναικολόγος, ενώ με καθυστέρηση έγινε και έρευνα από τις αρμόδιες αρχές.
Όπως διαπίστωσε το ευρωπαϊκό δικαστήριο, δεν καταγράφηκε καμία παράβαση, ενώ ως προς την έρευνα για τα αίτια θανάτου, διαπίστωσε ελλείψεις σχετικά με τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης γιατί διενεργήθηκαν από χειρουργό ιατρό και όχι γυναικολόγο και δεν κατέδειξαν με υπεύθυνο, επιστημονικό, αμερόληπτο και σαφή τρόπο τα ακριβή αίτια και περιστάσεις του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος και μη κάνοντας αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε σε βιβλιογραφία ή στατιστικά στοιχεία.
Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα, επιδικάζοντας στον προσφεύγοντα σύζυγό το ποσό των 20.000 ευρώ και 1.000 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα.
Το δικαστήριο επισημαίνει ότι η έρευνα που έγινε για τα αίτια θανάτου και τις τυχόν ευθύνες, διήρκησε περίπου 5 έτη, αντί των 3 μηνών όπως προβλέπεται στο άρθρο 31 § 3 του Κ.Π.Δ.
Αυτό το στοιχείο αρκούσε για να κρίνει το Δικαστήριο ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας ήταν υπερβολική.
Σημειώνεται δε ότι κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία. Μόνο στις 8-9-2015, δηλαδή 3 χρόνια και 2 μήνες μετά το θάνατο, έλαβε ένα αντίγραφο της δικογραφίας και αφού είχε υποχρεωθεί να υποβάλει καταγγελία και να συμμετέχει στις διαδικασίες ως πολιτικός ενάγων (άρθρο 108 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Ευθύνες και στους Έλληνες δικαστές…
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφέρεται, επίσης, στις ενέργειες των Ελλήνων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.
Ειδικότερα, αναφέρει πως όταν ο δικαστής έλαβε τον ιατρικό φάκελο της συζύγου του προσφεύγοντος και είδε τα ονόματα των ιατρών που εμπλέκονταν στην υπόθεση, κάλεσε για κατάθεση μόνο τον γυναικολόγο που παρακολουθούσε την σύζυγο του προσφεύγοντος και όχι τους υπόλοιπους ιατρούς οι οποίοι σύμφωνα με τον ιατρικό φάκελο ήταν παρόντες κατά τις τελευταίες στιγμές της.
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εξετάζοντας την ευθύνη του Ρ.Ρ. και, κατά περίπτωση, οποιουδήποτε άλλου γιατρού.
Ωστόσο, παρά τις διατάξεις του άρθρου 195 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η απόφαση του εισαγγελέα δεν επέστησε στον πραγματογνώμονα συγκεκριμένη ερώτηση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, η έκθεση δεν ανατέθηκε σε ειδικό σε γυναικολογικά θέματα αλλά σε χειρουργό.
Οι ευθύνες των πραγματογνωμόνων
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη ευρωπαϊκή δικαστική απόφαση και στο ρόλο των πραγματογνωμόνων που ορίστηκαν από τη Δικαιοσύνη να ερευνήσουν την υπόθεση.
Το ΕΔΔΑ αναφέρει πως ο πρώτος πραγματογνώμονας, ο χειρουργός K., συνέταξε μια χειρόγραφη έκθεση στην οποία επανέλαβε τις εξηγήσεις που παρουσίασε γραπτώς ο γυναικολόγος P.P. τον οποίο ενέκρινε πλήρως. Αγνόησε την κακή μυρωδιά του νεογέννητου, την τραχηλίτιδα της μητέρας, τα συμπτώματά της το πρωί της 09.07.2011, την έλλειψη ιατρικών εξετάσεων, την απουσία ιατρών κατά τη διάρκεια κρίσιμων στιγμών και την καθυστερημένη μεταφορά της στο χειρουργείο.
Επανέλαβε την παρατήρηση του P.P. ότι ο θάνατος οφείλονταν σε σηπτικό σοκ το οποίο «επέφερε υψηλό ποσοστό θνησιμότητας (σε 80% έως 90% των περιπτώσεων) και ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προβλεφθεί». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντίδραση των ιατρών ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά χωρίς να γίνεται αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε σε βιβλιογραφία ή στατιστικά στοιχεία για το θέμα».
Ως προς τον δεύτερο πραγματογνώμονα, το δικαστήριο επισημαίνει ότι υπέβαλε μια πραγματογνωμοσύνη, χωρίς τίτλο και με τη μορφή επιστολής δύο σελίδων, στην οποία αναφέρθηκε στις απόψεις των ιατρών που ήταν παρόντες κατά το χρόνο του θανάτου, επιβεβαιώνοντας ότι είχαν παράσχει βοήθεια και δήλωσε ότι η ασθενής ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση και ότι είχε υποβληθεί σε θεραπεία αμέσως και με τον κατάλληλο τρόπο. Ως πηγή των συμπερασμάτων του, ο πραγματογνώμονας αναφέρθηκε στη διοικητική έρευνα που διεξήχθη στο νοσοκομείο, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο P.P. και οποιοσδήποτε άλλος γιατρός δεν έφεραν ευθύνη.
Το ΕΔΔΑ επισημαίνει, εξάλλου, πως δεν επιτράπηκε στον σύζυγο να διορίσει τον δικό του πραγματογνώμονα σε αυτό το στάδιο, αφού ήταν δυνατός μόνο στο στάδιο της κύριας έρευνας και μόνο σε περίπτωση αδικήματος».
«Η πραγματογνωμοσύνη δεν κατέδειξε με υπεύθυνο, επιστημονικό, αμερόληπτο και σαφή τρόπο τα ακριβή αίτια και περιστάσεις του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος», τονίζει η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που καταδίκασε την Ελλάδα, δικαιώνοντας το σύζυγο της άτυχης γυναίκας που δεν βρήκε το δίκιο του στα ελληνικά δικαστήρια…