Επιστολή – κόλαφο απηύθυναν 16 διανοούμενοι και επιστήμονες στην Κρήτη στον δήμαρχο Ηρακλείου, Βασίλη Λαμπρινό, ζητώντας να αποσυρθεί άμεσα η τρισδιάστατη απεικόνιση του Χάνδακα, που «απογυμνώνει την πόλη από καθετί το ορθόδοξο και καθετί το ελληνικό»!
Αναλυτικά, η επιστολή των «16»:
«Αξιότιμε κύριε δήμαρχε,
Με έκπληξη και οδύνη παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες μια τρισδιάστατη απεικόνιση του Χάνδακα του 1640, λίγα χρόνια πριν από την πολιορκία του από τους Οθωμανούς. Μόνο αν ήθελε κάποιος να απογυμνώσει την πόλη από καθετί το ορθόδοξο και καθετί το ελληνικό, μόνο αν είχε σκοπό να πλαστογραφήσει την Ιστορία και να αλλοιώσει την ταυτότητα των κατοίκων της, θα μπορούσε να επινοήσει και να υλοποιήσει κάτι τέτοιο. Γιατί εκείνο που παρουσιάζει ο δήμος, αξιότιμε κύριε δήμαρχε, δεν είναι ο Χάνδακας του πολιτισμού, δεν είναι ένας τόπος συνύπαρξης δύο κοινοτήτων, δεν είναι η πόλη των δεκάδων εργαστηρίων ζωγραφικής, δεν είναι η πόλη στην οποία γράφτηκαν έργα μεγάλα και θαυμαστά, στην οποία ήκμασε το θέατρο και άνθησαν οι τέχνες.
Είναι μια επιδερμική προσέγγιση, στην οποία προβάλλονται μονάχα τα έργα των κατακτητών Βενετσιάνων και τα επιτεύγματα της Παπικής Εκκλησίας, με μια τυποποιημένη αισθητική, χωρίς καν την αρχιτεκτονική της πολυμορφία, χωρίς ψυχή και ταυτότητα. Με λίγα λόγια, είναι το περίβλημα μιας πόλης, κι αυτό δοσμένο επιλεκτικά, πρόχειρα και παντελώς αποσπασματικά, έτσι που να δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις και να προσβάλλει τόσο τον πολιτισμό της όσο και το φρόνημα των κατοίκων της.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, “τον κύριο και συμπαγή όγκο του κρητικού πληθυσμού αποτελούσε το γηγενές ελληνορθόδοξο στοιχείο, που αντιπροσώπευε σταθερά το 97% του συνολικού πληθυσμού”, τονίζει ο καθ. Θ. Δετοράκης (Ιστορία της Κρήτης, σελ. 206). Αυτό το 97% απουσιάζει, αυτό “λησμόνησαν” ο δήμος και οι υπηρεσίες του!
Μια απλή αναδίφηση των πηγών, αξιότιμε κ. δήμαρχε, θα αποκάλυπτε την πραγματική εικόνα της πόλης. “Οι λατινικές εκκλησίες ήταν παραπάνω από είκοσι, οι ελληνικές περισσότερες από εκατό” επισημαίνει ο αείμνηστος Στυλιανός Αλεξίου (Κρητικά Χρονικά, τ. ΙΘ’, 1965, σελ. 170). Απορούμε, λοιπόν, ποιος αποφάσισε να παρουσιάσει με τόση επιμέλεια τη Λατινική Αρχιεπισκοπή και πολλούς ναούς των καθολικών, ακόμη και ναούς ήσσονος σημασίας, και να μην αξιολογήσει και να μην συμπεριλάβει ΟΥΤΕ ΕΝΑΝ από τους 110 περίπου ναούς των ορθόδοξων Κρητών, πολλοί από τους οποίους αποτέλεσαν σημεία αναφοράς για την πόλη, για την Κρήτη, για τον πολιτισμό γενικότερα, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Αγία Αικατερίνη.
Πού είναι η Τριμάρτυρη, στην οποία ιερουργούσε μια από τις πιο σημαντικές μορφές Ελληνα λογίου του 17ου αιώνα, ο Γεράσιμος Βλάχος; Πού είναι η Παναγία των Αγγέλων, η Μανωλίτισσα, ο Αγιος Γεώργιος ο Δωριανός, η Αγία Αναστασία, ο Αγιος Ονούφριος, για να αναφέρουμε μόνον ελάχιστα παραδείγματα;
Ζητήστε, κ. δήμαρχε, να δείτε μόνος σας τους χάρτες ή κάντε τον κόπο να παρατηρήσετε τη μακέτα της πόλης στο Ιστορικό Μουσείο, στον σχεδιασμό της οποίας είχε πρωτοστατήσει η αείμνηστη αρχαιολόγος και μελετήτρια του Χάνδακα, Χρυσούλα Τζομπανάκη, και είμαστε βέβαιοι ότι θα νιώσετε την ίδια αγανάκτηση που νιώσαμε κι εμείς παρακολουθώντας ένα πολυδιαφημισμένο (και προφανώς πολυδάπανο) κατασκεύασμα που χαρακτηρίστηκε “εντυπωσιακό”, καθώς “δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες του Info Point να ξεναγηθούν στην πρωτεύουσα του βενετοκρατούμενου Βασιλείου της Κρήτης, στην Candia του 1640″(επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Ηρακλείου, 20/04/2021).
Στην ίδια ιστοσελίδα αναφέρονται τα εξής: “Πρόκειται για ένα προωθητικό video που αφορά την επικαιροποιημένη και αναβαθμισμένη εφαρμογή της Εικονικής Περιήγησης στην Ενετική Candia, που αποτελεί έναν ιδιαίτερα προσφιλή τρόπο ξενάγησης για όσους θέλουν να μάθουν την ιστορία της πόλης του Ηρακλείου”
(https://www.heraklion.gr/municipality/municipality-press-releases/candia-xenagisi-200421.html).
Ώστε αυτή είναι η ιστορία μας, λοιπόν; Αυτήν θα διδάξουμε στις νέες γενιές; Αλίμονο!
Το Ηράκλειο ευτύχησε να αποτελέσει το επίκεντρο μιας σπουδαίας αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών, μιας αναγέννησης που κορυφώθηκε το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, αλλά διατηρήθηκε σε ακμή μέχρι και την οθωμανική κατάκτηση της Κρήτης, με δεκάδες εργαστήρια ζωγραφικής που δέχονταν παραγγελίες από πολλές περιοχές της Ευρώπης.
Ήταν ο τόπος στον οποίο γεννήθηκαν και μαθήτευσαν ο Δαμασκηνός και ο Θεοτοκόπουλος, ο τόπος στον οποίο άνθησε η περίφημη Κρητική Σχολή, ο τόπος στον οποίο έζησαν λόγιοι ποιητές, ο τόπος του θεάτρου. Ήταν, δηλαδή, όλα αυτά που ο σημερινός δήμος αποσιωπά και ούτε καν ξώφαλτσα (ή έστω για τους τύπους) αναφέρει. Έτσι γίνεται -δυστυχώς- όταν αφαιρείς από έναν πολιτισμό την ψυχή και την ουσία του, και αρκείσαι να παρουσιάζεις μονάχα το περίβλημα, τα τάχατες φανταχτερά εξωτερικά χαρακτηριστικά του.
Η πόλη δεν ήταν μόνο δρόμοι, τείχη, τάγματα Φραγκισκανών και Δομηνικανών… Αναρωτιόμαστε: Δεν περίσσεψε ούτε ένα δευτερόλεπτο γι’ αυτόν τον λαμπρό πολιτισμό; Ούτε για ένα εργαστήρι ζωγραφικής; Ούτε καν για το πνευματικό και καλλιτεχνικό κλίμα, το οποίο εξέθρεψε κορυφαίες μορφές, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κατά τι προγενέστερο του 1640 Δομήνικο Θεοτοκόπουλο; Δεν βρέθηκε τόπος για ΕΝΑΝ έστω ορθόδοξο ναό;
Θα σας υπενθυμίσουμε μόνο τα δημοσιευμένα πολλές φορές και σε πολλά συγγράμματα λόγια της Ιταλίδας Eva Tea: “Ο [γενικός προβλεπτής] Foscarini εφοβείτο την παιδεία των Ελλήνων ιερωμένων κατά της νωχελούς αδρανείας των Λατίνων. Την ελληνοφοβίαν αυτή απέκτησαν κατά τας επισκέψεις τους εις τας ελληνικάς μονάς, όπου εγνώρισαν τους ευσεβείς εκείνους ηγουμένους και ιερομονάχους, οι οποίοι, όσον και αν ήσαν σπάνια πτηνά, κατά την εποχήν του, ήρκουν διά να καταδείξουν το εξαίρετον της φυλής και το επιδεικτικόν αυτής προς ανωτέραν πνευματικήν ανάπτυξιν. Εκ των Μονών Αγκαράθου και των Σιναϊτών εξηκολούθουν να μεταδίδωνται τα σπέρματα της παιδείας, τα οποία κατόπιν ήνθουν εις τα πνευματικά κέντρα της Δύσεως και παρήγαγον τους λογίους καθηγητάς και ιεράρχας, εκ των ονομάτων των οποίων αφθονούσι τα μητρώα των ιταλικών πανεπιστημίων”.
Για την ιστορία, σημειώνουμε ότι μια από τις πρώτες ενέργειες των Βενετών ήταν ο αποκεφαλισμός της τοπικής Εκκλησίας. Απαγόρευαν ακόμη και την απλή επίσκεψη ορθόδοξων αρχιερέων στο νησί. Και όταν, στα τέλη του 16ου αιώνα, το Συμβούλιο των Δέκα πήρε την απόφαση να εγκαταστήσει στην Κρήτη Σύνοδο με Ορθόδοξο μητροπολίτη και τέσσερις επισκόπους, ο Foscarini κατάφερε να την ανατρέψει.
Ποιος περιηγητής και ποιος λόγιος απ’ όσους ήρθαν στο νησί, καθολικοί στο σύνολό τους σχεδόν, δεν πρόσεξαν αυτό που εσείς και οι υπηρεσίες σας φρόντισαν να αφαιρέσουν από την πόλη; Αναφερόμαστε, βέβαια, στην Αγία Αικατερίνη. “Γύρω στα 1550 αρχίζει να γίνεται λόγος για τη Σχολή της Αγίας Αικατερίνης”, γράφει πάλι ο καθ. Αλεξίου (ό.π., σελ. 169). “Στη σχολή, που είχε αξιόλογη βιβλιοθήκη, εδίδασκαν γραμματική, ρητορική, θεολογία και φιλοσοφία, και σ’ αυτήν είχαν φοιτήσει και διδάξει πολλοί ξακουσμένοι κληρικοί, όπως ο ιερομόναχος Μελέτιος Βλαστός, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος Πηγάς, ο επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος και μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του ιζ’ αιώνα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις”.
Όσο και αν έχουν αναθεωρηθεί οι απόψεις για την ύπαρξη οργανωμένης σχολής, κανείς δεν αμφισβήτησε τον τεράστιο πνευματικό ρόλο του ορθόδοξου αυτού μοναστηριού. Με ποιο σκεπτικό αφαιρέθηκε ένα τέτοιο μνημείο του πολιτισμού μας, για το οποίο οι παλαιότεροι κάτοικοι της πόλης, και οι προκάτοχοί σας βεβαίως, είχαν καταβάλει άοκνες προσπάθειες μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και την ένταξή της στον εθνικό κορμό, ώστε να αποτελέσει και πάλι σημείο αναφοράς για το νησί μας;
Η Αγία Αικατερίνη, αξιότιμε κύριε δήμαρχε, αποτελεί τοπόσημο του Ηρακλείου που δεν απαλείφεται και δεν αγνοείται, πολύ περισσότερο τώρα, που λειτουργεί εκεί το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης, στο οποίο παρουσιάζονται μερικά από τα λαμπρότερα επιτεύγματα του αναγεννησιακού μας πολιτισμού, όπως και στον άλλον ναό, του Αγίου Ματθαίου (που κι αυτός επιμελώς αγνοείται).
Αναρωτιόμαστε, μάλιστα, αν το υπουργείο Πολιτισμού έχει γνώση αυτής της ατυχούς ψηφιακής εφαρμογής.
Αξιότιμε κύριε δήμαρχε,
Ελπίζουμε ότι θα προβείτε στην ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗ αυτής της στρεβλής, άνισης, επιλεκτικής και ανιστόρητης παρουσίασης της πόλης, που αφαιρεί από την ταυτότητά της οτιδήποτε τοπικό, όπως αφαιρεί και από τον ίδιο τον πολιτισμό μας την ψυχή και την ουσία του.
Μανόλης Γ. Δρακάκης, επίκουρος καθηγητής Αρχειονομίας του Τμήματος Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας και Μουσειολογίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, Ευάγγελος Καπετανάκης, ομότιμος καθηγητής, τέως πρόεδρος του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Κρήτης, Γιάννης Σμαραγδής, σκηνοθέτης, Ηρακλής Πυργιανάκης, αρχιτέκτονας μηχανικός, Νέλλη Βαρβεράκη, συμβολαιογράφος, μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος, Αντώνης Σανουδάκης, επίτ. καθηγητής Ιστορίας της Πατριαρχικής Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης. Νίκος Γιγουρτάκης, ιστορικός, αρχαιολόγος, πρόεδρος Δ.Ε. Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης “Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών”, Αννα Λεμπιδάκη, επίσκοπος Κνωσού Πρόδρομος, Νίκος Ψιλάκης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, πρωτοσύγκελος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης, αρχιμανδρίτης Μεθόδιος Μπερνιδάκης. Κωστής Καζαμιάκης, ιστορικός Αρχιτεκτονικής, ιστορικός Τέχνης, Μιχάλης Κρασάκης, δημοσιογράφος, πρ. δ/ντής Ελληνικής Υπηρεσίας της Deutsche Welle, συλλέκτης, μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ευγένιος, Ανδρέας Μανιός, ιατρός, διευθυντής πλαστικός χειρουργός, δ/ντής ΕΣΥ ΠΑΓΝΗ».