Σαφή θέση εναντίον βασικών διατάξεων του προωθούμενου νομοσχεδίου για τα εργασιακά, εκφράζει η διοίκηση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ), η οποία καλεί την κυβέρνηση να το αποσύρει και να ξεκινήσει ουσιαστικός διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους.
Οι εκπρόσωποι των δικηγόρων τονίζουν πως το νομοσχέδιο με την απορρύθμιση των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων, είναι ετεροβαρές εις βάρος των εργαζομένων. Η διοίκηση του ΔΣΑ επισημαίνει πως τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν παραπέμπονται στις… καλένδες των δικαστηρίων και ενώ γνωρίζει η κυβέρνηση για τη βραδύτητα της απονομής της Δικαιοσύνης στην χώρα μας.
Στην ανακοίνωση του, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών αναγνωρίζει πως υπάρχουν κάποιες θετικές ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της διάκρισης εργάτη – υπαλλήλου, η οιονεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης λόγου ακυρότητας της απόλυσης σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ο έλεγχος της υπερωριακής απασχόλησης, τα ζητήματα βίας και παρενόχλησης στην εργασία. Όμως, παρά ταύτα τονίζουν πως οι ρυθμίσεις αυτές δεν αναιρούν τον ετεροβαρή εις βάρος του εργαζομένου χαρακτήρα του νομοσχεδίου.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνουν πως το νομοσχέδιο που υπερασπίζεται ο υπουργός Εργασίας, Κωστής Χατζηδάκης, περιλαμβάνει διατάξεις όπως:
- Ενίσχυση της ατομικής διαπραγμάτευσης για την ελαστικοποίηση της εργασίας,
- Κατάργηση του σταθερού 8ώρου και η επέκταση της κυριακάτικης εργασίας,
- Συρρίκνωση και υπονόμευση των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων, της συλλογικής διαπραγμάτευσης, του δικαιώματος απεργίας και της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης,
- Μείωση του κόστους της πρόσθετης εργασίας και διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου.
Διαβάστε την ανακοίνωση του ΔΣΑ για το προωθούμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας:
«Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών εκφράζει την έντονη διαφωνία του σχετικά με την κατεύθυνση των κεντρικών διατάξεων του υπό διαβούλευση σχεδίου νόμου, ιδίως σε σχέση με τις απολύσεις, την ενίσχυση της ατομικής διαπραγμάτευσης για την ελαστικοποίηση της εργασίας, την κατάργηση του σταθερού 8ώρου και την επέκταση σε σειρά κλάδων της επιτρεπόμενης κυριακάτικης εργασίας, τη συρρίκνωση και υπονόμευση των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων (συλλογικής διαπραγμάτευσης και δικαιώματος απεργίας) και της προστασίας της συνδικαλιστικής δράσης, τη μείωση του κόστους της πρόσθετης εργασίας και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική συμφωνία εργοδότη – εργαζομένου.
Προς τη σωστή κατεύθυνση κινούνται οι διατάξεις, όπως η κατάργηση της διάκρισης εργάτη – υπαλλήλου, η οιονεί αντιστροφή του βάρους απόδειξης λόγου ακυρότητας της απόλυσης σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ο έλεγχος της υπερωριακής απασχόλησης, το “δικαίωμα αποσύνδεσης” στην τηλεργασία, η πρόνοια για τα ζητήματα βίας και παρενόχλησης στην εργασία και η συμφιλίωση οικογενειακής ζωής και εργασίας (άδεια πατρότητας, άδεια φροντιστών, επέκταση της άδειας μητρότητας κλπ).
Οι άνω ρυθμίσεις όμως δεν αναιρούν τον ετεροβαρή εις βάρος του εργαζομένου χαρακτήρα του σχεδίου νόμου, ούτε το γεγονός ότι στον πυρήνα του σχεδίου νόμου ευρίσκεται η απορρύθμιση των ατομικών και συλλογικών εργασιακών σχέσεων, και μάλιστα ενόψει του ότι η όποια δικαστικά προβλεπόμενη προστασία πρόκειται να παρασχεθεί εντός της δραματικής από άποψη βραδύτητος απονομής της Δικαιοσύνης στις εργατικές διαφορές στα Δικαστήρια της χώρας, αλλά και της περιορισμένης παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας.
Μεταξύ άλλων, καταργείται το ισχύον καθεστώς προστασίας έναντι της άκυρης απόλυσης και δημιουργείται το πλαίσιο για την ενθάρρυνση των απολύσεων με ταυτόχρονη άμβλυνση των συνεπειών της υπερημερίας του εργοδότη αφού το θεμελιώδες δικαίωμα της επαναπασχόλησης του εργαζομένου λόγω της υπερημερίας του εργοδότη από άκυρη απόλυση απομειώνεται και αντικαθίσταται από το δικαίωμα του σε πρόσθετη δικαστικώς επιδιώξιμη αποζημίωση χωρίς καμία αποδεικτική διευκόλυνση και χωρίς δικαίωμα σώρευσης στο αγωγικό δικόγραφο, ενθαρρύνεται ο εργοδότης να μην καταβάλει το σύνολο της αποζημίωσης απόλυσης, δύναται ο εργοδότης να ισχυροποιήσει την απόλυση εντός 4 μηνών σε περίπτωση βασικών ελλείψεων (έγγραφο – αποζημίωση), ελαστικοποιείται ο χρόνος εργασίας μέσω της διευθέτησης του ωραρίου την οποία νομιμοποιεί με τη σύμφωνη γνώμη του ο αδύναμος διαπραγματευτικά εργαζόμενος, υπονομεύεται η συλλογική διαπραγμάτευση, δυσχεραίνεται η ενάσκηση του δικαιώματος απεργίας και μειώνεται η προστασία των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών.
Οι διατάξεις του σχεδίου νόμου ενισχύουν αντί να αμβλύνουν την διαπραγματευτική ανισότητα των μερών εις βάρος του εργαζομένου και αναγορεύουν σε κανόνα την ατομική διαπραγμάτευση, σε ένα περιβάλλον βραδείας απονομής της Δικαιοσύνης, επαυξάνοντας τις δεδομένες δικονομικές δυσκολίες του ασθενέστερου μέρους, δηλαδή του εργαζομένου. Υπό το πρίσμα αυτό και τις παρούσες συνθήκες θεωρούμε πως το νομοσχέδιο θα πρέπει να αποσυρθεί από την Κυβέρνηση, ώστε να λάβει χώρα ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους».