Έζησε την κόλαση του πολέμου στην πρώτη γραμμή του Αρτσάχ (Ναγκόρνο – Καραμπάχ) επί 44 ημέρες που διήρκεσε αυτή η σύγκρουση μεταξύ Αρμενίων και Αζέρων. Είδε τους φίλους του να σκοτώνονται στο πεδίο της μάχης, πάνω στο άνθος της νιότης τους. Ζούσε κάθε μέρα περιμένοντας τη δική του σειρά!
- Του Κρικόρ Τσακιτζιάν (συνέντευξη στο pontosnews.gr)
Φωτό: Φίλιππος Φασούλας
Τραυματίστηκε από οβίδα λίγες ημέρες πριν από τη λήξη του πολέμου. Πρόκειται για ένα 25χρονο Αρμένιο, που ζει εδώ και χρόνια στη Θεσσαλονίκη.
Τον βρήκε στη Χαλκιδική όπου εργάζεται αυτό τον καιρό ο δημοσιογράφος Ρωμανός Κοντογιαννίδης, ο οποίος συνομίλησε με τον Χένρικ Γκριγκοριάν κι εκείνος του αφηγήθηκε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όλη τη φρίκη του πολέμου που έζησε.
Από τον Ιούλιο του 2019 ο Χένρικ έφυγε από τη Θεσσαλονίκη όπου ζούσε και βρέθηκε στην Αρμενία, για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί τι θα τον περίμενε τους επόμενους μήνες. Όπως μας είπε, η εκπαίδευση που τους έκαναν ήταν καθαρά για προετοιμασία πολέμου. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 2020, δυο ημέρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών με τους Αζέρους, τους μετέφεραν στα σύνορα. Βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου και συγκεκριμένα στα χαρακώματα της περιοχής Μαρτουνί.
Στις 27 Σεπτεμβρίου, στις 7.20 το πρωί, είδαν να πετάει πάνω από τα κεφάλια τους ένα μη επανδρωμένο αεροπλάνο του αζερικού στρατού. Πήραν εντολή να ανοίξουν πυρ και έπειτα από λίγο το έριξαν. Αυτό ήταν! Ξεκίνησε ο πόλεμος! Τα άρματα μάχης που ήταν απέναντι άρχισαν να βομβαρδίζουν τις αρμενικές δυνάμεις. Είχε ξεκινήσει η κόλαση, όπως μας είπε.
Η αδρεναλίνη του στα ύψη. Η εντολή που πήραν ήταν «καταστρέφετε ό,τι βλέπετε, χωρίς να περιμένετε εντολή από κανέναν».
Τον ρωτήσαμε τι σκεφτόταν εκείνες τις στιγμές. «Να καταφέρω να μείνω ζωντανός, όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο» ήταν η απάντηση. Οι ρουκέτες έσκαγαν δίπλα του και τις άκουγε μόλις κάποια δέκατα του δευτερολέπτου πριν σκάσουν στη γη. Δεν υπήρχαν περιθώρια αντίδρασης. Εκεί χρειαζόσουν μόνο τύχη.
Δεν είχε σκοτώσει άνθρωπο μέχρι που έφτασε η στιγμή να το κάνει στο μέτωπο. Ήταν μια σοκαριστική στιγμή, όπως μας είπε. Είδε αρχικά στα 10 με 11 χιλιόμετρα να πλησιάζει ένα άρμα μάχης, συνοδευόμενο από περίπου 100 στρατιώτες. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει από τόσο μακριά αν ήταν δικοί του ή αντίπαλοι. Τους άφησε να πλησιάσουν κάπου στα οκτώ χιλιόμετρα. Έμοιαζαν τα ρούχα τους με αρμενικές στολές. Όταν πλησίασαν ακόμη περισσότερο κοντά στα πέντε χιλιόμετρα και ήταν σε ακτίνα βολής, διαπίστωσε πως δεν είχαν πάνω στις στολές τους ζωγραφισμένους σταυρούς. Οι Αρμένιοι, για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, σε όλη τη στολή τους είχαν ζωγραφίσει σταυρούς σε ευδιάκριτα σημεία. Τότε όπλισε και έριξε στο άρμα με το αντιαρματικό του. Ανατινάχτηκε το άρμα και μαζί διασκορπίστηκαν τα κορμιά περίπου 40 Αζέρων στρατιωτών. Πετάχτηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα τα μέλη τους, όπως μας είπε. Σοκαρίστηκε με την εικόνα, ενώ οι υπόλοιποι Αρμένιοι φαντάροι ζητωκραύγαζαν για την επιτυχία του φωνάζοντάς του «Μπράβο, Greek». Εκείνος σκεφτόταν πώς ήταν δυνατόν να σκότωσε άνθρωπο. Έλεγε στον εαυτό του «τι ήταν αυτό που έκανα». Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για εκείνον. Μετά, όπως μας είπε, τα πράγματα άλλαξαν. Έγινε μια εύκολη υπόθεση. Εξάλλου συνειδητοποίησε πως αν δεν σκοτώσει εκείνος θα τον σκοτώσει ο αντίπαλος.
Μας μίλησε για τους δικούς του ανθρώπους που έχασε στον πόλεμο, τους κολλητούς του και συμπολεμιστές του. Ο καλύτερός του φίλος ήταν ο Tigran Badalian. Τον φώναζαν «ο Τίγρης». Κατέστρεψε πάνω από 10 άρματα μάχης και πολλά φορτηγά. Σε μια επιχείρηση μια μέρα, στην περιοχή Τζεμπραΐλ όπου είχαν μεταφερθεί, άρχισε να καταφθάνει μια ύλη τριών αζερικών αρμάτων. Το μεσαίο άρμα ήταν ένα σύγχρονο Τ-90, το οποίο είχε σύστημα προστασίας που εξουδετέρωνε τις ρουκέτες που κατευθύνονταν πάνω του. Ο Τίγρης ήταν σε καλύτερη θέση από τον Χένριγκ και πήρε εντολή να τους ρίξει εκείνος. Οι δύο πρώτες βολές του εξουδετερώθηκαν από το Τ-90, το οποίο έδειχνε ανίκητο. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένα φορτηγό για να το ανεφοδιάσει με βλήματα, γιατί με τον ρυθμό που έριχνε κατά των αρμενικών θέσεων του τελείωναν τα πολεμοφόδια. Ο Τίγρης είπε τη σκέψη του στους συναδέλφους του να στοχεύσει και να περάσει το βλήμα του μέσα από την τέντα του φορτηγού και να αιφνιδιάσει το άρμα, μήπως και δεν καταφέρει να λειτουργήσει το σύστημα απόκρουσης. Όλοι γέλασαν με τη σκέψη του και τον πείραζαν φωνάζοντάς τον «Ράμπο».
«Ο Τίγρης» όπλισε, στόχευσε, έριξε και το βλήμα πράγματι πέρασε μέσα από την τέντα του φορτηγού, το οποίο κατέστρεψε και στη συνέχεια διέλυσε και το άρμα Τ-90. Αμέσως τα άλλα δύο άρματα εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης και οπισθοχώρησαν. Οι πανηγυρισμοί των Αρμένιων στρατιωτών ήταν έξαλλοι και «ο Τίγρης» έγινε η μορφή του χαρακώματος. Με τον Χένρικ ήταν αχώριστοι φίλοι, όμως τρεις μέρες πριν από τη λήξη του πολέμου σκοτώθηκε «ο Τίγρης». Τους χώρισε ο θάνατος. Φυλούσε σκοπιά σε ένα στρατόπεδο και του έριξαν με το ίδιο όπλο που χρησιμοποιούσε κι εκείνος για να διαλύει τα άρματα μάχης. Ένα αντιαρματικό Cornet. Δίπλα του ήταν ακόμη ένας φίλος τους, ο Δαυίδ.
«Ο Τίγρης» σχεδόν διαμελίστηκε. Μόλις αντίκρισε το θέαμα ο Δαυίδ, σοκαρίστηκε, τόσο που του γύρισε η γλώσσα. Τους μετέφεραν και τους δύο στο νοσοκομείο. Ο Δαυίδ το βράδυ έφυγε και γύρισε στο μέτωπο. Τον είχε πιάσει αμόκ. Με το συγκεκριμένο αντιαρματικό, ύστερα από κάθε βολή που ρίχνεις, πρέπει να αλλάζεις θέση, γιατί προδίδεσαι από τη λάμψη που βγάζει το συγκεκριμένο όπλο και έτσι είσαι εύκολος στόχος. Αυτός είναι ο κανόνας. Ο Δαυίδ άρχισε να ρίχνει με μανία στα αζερικά άρματα. Δεν έλεγε να αλλάξει θέση με τίποτα. Όπλιζε και έριχνε ασταμάτητα. Διέλυσε εκείνη τη φορά πέντε άρματα μάχης και αρκετά φορτηγά. Έπαιρνε την εκδίκησή του για τον θάνατο του φίλου του.
Ο Χένρικ δεν είχε μάθε ως εκείνη τη στιγμή για τον θάνατο του «Τίγρη». Το πληροφορήθηκε όταν δύο μέρες πριν από τη λήξη του πολέμου έσκασε δίπλα του μια οβίδα και τραυματίστηκε. Από την έκρηξη τον απογείωσε το ωστικό κύμα και τον πέταξε μακριά λιπόθυμο, ενώ είχε πληγωθεί από τα θραύσματα της οβίδας. Τον επανέφεραν οι συνάδελφοί του. Του έριξαν νερό στο πρόσωπο για να συνέλθει από τη λιποθυμία. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου ένας γιατρός του μίλησε για τον θάνατο του «Τίγρη», γιατί νόμιζε πως το ήξερε. Εκεί έπαθε σοκ. Εχασε τον καλύτερό του φίλο. Μας είπε πως εκεί στο μέτωπο έχτισε τις καλύτερες φιλίες της ζωής του. Μοιράστηκε τον πόνο, την ελπίδα, το ψωμί, τα όνειρα και την αγάπη για την πατρίδα.
Για τον δικό του τραυματισμό, ούτε που το συζητάει. «Υπήρξαν πολύ χειρότερα από τα δικά μου. Παιδιά 18 και 19 χρονών που πολεμούσαν σαν λιοντάρια έχασαν τη ζωή τους. Αλλοι ακρωτηριάστηκαν και έμειναν ανάπηροι» μας είπε.
«Ένα πράγμα με τρόμαξε, να μην πέσω αιχμάλωτος στα χέρια του εχθρού»
Όταν τον ρωτήσαμε αν φοβήθηκε τον θάνατο, μας είπε πως μόνο στην αρχή ένιωσε αυτόν τον φόβο. Μετά εξοικειώθηκε με την ιδέα και τον καρτερούσε κάθε μέρα. Είχε πάψει να τον τρομάζει. Ενα πράγμα τον τρόμαζε μόνο. Μην πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Αζέρων. Γι’ αυτό είχε φροντίσει μαζί με άλλους τρεις φίλους του. Είχαν ως εφεδρεία από μια χειροβομβίδα στην πάνω τσέπη της στολής τους, για να την απασφαλίσουν αν έφτανε μια τέτοια στιγμή όπου θα έπαιρναν μαζί τους στον θάνατο όσο περισσότερους εχθρούς μπορούσαν.
Τέλος η συζήτηση έκλεισε με τα συναισθήματα που του άφησε το αποτέλεσμα του πολέμου. Δεν ήταν άλλο από βαθιά θλίψη και μια μεγάλη δόση υπόνοιας, ότι κάποια προδοσία υπήρξε. Δεν πιστεύει ότι το Σούσι χάθηκε έτσι εύκολα. Υποστηρίζει ακόμη και σήμερα πως ήταν πολύ δύσκολο, έως ακατόρθωτο να χαθεί αυτή η πόλη. Ακόμη και 100 άνδρες μόνο θα αρκούσαν για να το κρατήσουν, όπως μας είπε. Όσο για την υπεροχή, που λένε, των Αζέρων, μόνο στα drones υπερείχαν. Το 80% του πολέμου με αυτά τον έκαναν. Σε όλα τα άλλα ήταν χαμένοι. Χωρίς τα drones, πόλεμο δεν κέρδιζαν. Ελπίζει όμως πως πάλι τα μέρη αυτά κάποια στιγμή θα γυρίσουν σε αρμενικά χέρια. Πιστεύει πως οι Αρμένιοι δεν θα αφήσουν αυτήν την κατάσταση να διαιωνιστεί με αυτόν τον τρόπο. Θεωρεί ότι κάποια στιγμή η Αρμενία θα σταθεί στα πόδια της και θα τα διεκδικήσει, για να τα πάρει πίσω.
Εν τω μεταξύ εύχεται να επικρατήσει ειρήνη σε όλο τον κόσμο, γιατί ο πόλεμος, όπως λέει, είναι το χειρότερο πράγμα.
18χρονα στην πρώτη γραμμή
Ο Χένρικ εκπαιδεύτηκε στα αντιαρματικά όπλα. Ήταν χειριστής ενός σύγχρονου φορητού όπλου τύπου Cornet, που χρησιμοποιούσε ακτίνες λέιζερ για τη σκόπευση του στόχου.
Εκεί αντίκρισε για πρώτη φορά τις αζερικές στρατιωτικές δυνάμεις από κοντά. Σε κοντινή απόσταση από το χαράκωμα όπου βρισκόταν είχαν παραταχθεί οκτώ εχθρικά άρματα μάχης. Οι συνάδελφοί του ήταν μικρότεροι από εκείνον. Στην πλειονότητά τους, 18 και 19 χρονών.
https://vimeo.com/561790958