Οι «εξευμενιστές» είναι δειλοί και ανόητοι. Φυσικά και ανιστόρητοι. Γιατί αγνοούν ηθελημένα το χωρίς εξαίρεση δίδαγμα της ιστορίας.
- Γράφει ο Βύρων Γ. Πολύδωρας
Ότι ουδείς γλίτωσε από τη μάχαιρα και από το «τοπούζι» των βαρβάρων. Ουδείς εκάμφθη από τις παρακλήσεις και τις ικεσίες των γονατιστών παραδομένων. Αν ήταν αλλιώς, ο Σαμουήλ στο Κούγκι, οι γυναίκες στο Ζάλογγο και στη Νάουσα, ο Καψάλης στο Μεσολόγγι, ο ηγούμενος Γαβριήλ στο Αρκάδι και όπου ήρωες και τόποι θυσίας, πραγματικές «αγίες Τράπεζες» και ιερά θυσιαστήρια, οι μάρτυρες θα είχαν θυσιασθεί επί ματαίω. Όχι ως ήρωες και ηρωΐδες υπέρ της Ελευθερίας. Αλλά σαν «κακοί διαπραγματευτές», κατά τη γλώσσα των ενδοτικών.
Σαράντα εφτά χρόνια μετά το 1974 ο «Αττίλας» επανεισβάλλει στην Κύπρο. Όχι στρατιωτικά, αλλά το ίδιο βάρβαρα και προκλητικά. Και από τις «σύμμαχες» και φίλιες δυνάμεις, Ευρωπαϊκή Ένωση και ΝΑΤΟ, το ίδιο προδοτικά και φιλαργυρικά. Οι Τούρκοι παριστάνοντες το 1974 την μία από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας της Κύπρου, στις 20 Ιουλίου εισέβαλαν στο νησί, ως «Αττίλας Ι και ΙΙ». Οι άλλες δυο εγγυήτριες, Ελλάδα και Αγγλία, πού ήσαν; Έσπευσαν στη Γενεύη για να διαπραγματευθούν την ειρήνη. Ο Αττίλας προήλαυνε, κατέκαιε, κατέστρεφε εκκλησίες και άρπαζε ιερά κειμήλια, κατέσφαζε γυναικόπαιδα και γέροντες, συνελάμβανε ομήρους, αγνοούμενους μέχρι σήμερα, και ο Μακάριος αγόρευε στα ηνωμένα Έθνη παρέχοντας κατ’ουσίαν συγχωροχάρτι στον Τούρκο εισβολέα και νομιμοποιητικά «έγγραφα» κατοχής του μισού σχεδόν εδάφους της Κύπρου. Οι Έλληνες πανηγύριζαν την πτώση της χούντας!!! Και οι πληγές μένουν ακόμη ανίατες, χαίνουσες και αιμορραγούσες.
Στη θέση «Μακεδονίτισσα» βρίσκεται ο «τύμβος», το στρατιωτικό νεκροταφείο Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων πεσόντων στους αγώνες κατά των Τούρκων. Κατά της απρόκλητης, ύπουλης, βάρβαρης και από πολλά κέντρα υποκινούμενης, εισβολής. Όταν η Ελλάς ελάμβανε πανταχόθεν σήματα να απέχει από κάθε ναυτική και αεροπορική εμπλοκή. Έτσι οι Τούρκοι δεν έκαναν απόβαση επιχειρησιακή, αλλά αποβίβαση εκδρομέων.
Παρά ταύτα, οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι πολέμησαν, έστω μόνοι και προδομένοι. Πάμπολλα τα ηρωϊκά παραδείγματα. Θέλω να αναφερθώ στη μνήμη ενός παλληκαριού, Έλληνα στρατιώτη θητείας, που έπεσε ηρωϊκά από πολυβολισμό τούρκικου αεροπλάνου: Του Λάμπρου Νικητόπουλου από την Ανδρίτσαινα.
Στις μεγάλες και καταστροφικές, φονικές πυρκαϊές του 2007 στην Ολυμπία, είχε έλθει και μια ομάδα πυροσβεστών από την Κύπρο. Μετείχαν ενεργά στις επιχειρήσεις πυρόσβεσης. Μετά από μια κοπιώδη κατάσβεση στον συνοικισμό «Τσουράκι», προσκαλούνται από ένα ευγενικό ανδρόγυνο ηλικιωμένων ανθρώπων για ένα ποτήρι νερό. Μόλις μπήκαν βλέπουν στο τζάκι μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία ενός χαμογελαστού στρατιώτη. Στον βραχίονά του έγραφε ΕΛΔΥΚ. Μάθανε από τα βουρκωμένα μάτια και τα λυγμικά χείλη των μεσήλικων οικοδεσποτών ότι ήταν το παιδί τους, ο Λάμπρος. Σκοτώθηκε στην Κύπρο στον πόλεμο του 1974.
Ήταν τραυματιοφορέας. Συνέλεξε με την ομάδα του από τη μάχη του αεροδρομίου – που δεν έπεσε – μια «φουρνιά» από τραυματίες. Τους συνόδευσε στην Αθήνα στο 401. Ξαναγύρισε πίσω. Συνέλεξαν άλλους τόσους τραυματίες και τους μετέφεραν στην Αθήνα. Και ξαναγύρισε. Ενώ την τρίτη φορά ήταν στο πεδίο και περιέθαλπε ή συνέλεγε τραυματίες, δέχθηκε την ύπουλη και θανάσιμη ριπή από αεροπλάνο του εχθρού. Και είχαν στις στολές τους ευδιάκριτο το σήμα του ερυθρού σταυρού. Ο ήρωας Λάμπρος Νικητόπουλος τιμήθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία (και το Ελληνικό Κράτος) με προτομή στο γιοφύρι της Καρύταινας στη διασταύρωση του δρόμου προς το χωριό του. Και στέκει εκεί και φυλάει. Και μου θυμίζει το πρωτοφανές: Ότι «κατετάγη» τρεις φορές. Και έπεσε εν ώρα υπηρεσίας και ευόρκου καθήκοντος κατά την τρίτη κατάταξή του. Δεν έμεινε στην Αθήνα. Δεν προσποιήθηκε ασθένεια. Ούτε υπερκόπωση. Ακολουθούσε μόνον τη φωνή της συνειδήσεώς του και των προγόνων του επαναστατών του 1821 στο Λύκαιο Όρος, και των πολεμιστών της Μικρασίας (1922) και της Αλβανίας (1940) και της Εθνικής Αντίστασης (1941-45).
Πολεμούσαν όλοι τους, όχι για τα πλούτη τους, που δεν είχαν, αλλά για την Ιδέα, της Πατρίδας και της Ελευθερίας. Για την τιμή τους. Αυτός ήταν ο Λάμπρος Νικητόπουλος. Τον ασπάζομαι (στο ορειχάλκινο λαμπερό και σεπτό πρόσωπό του) κάθε φορά που περνάω από εκεί. Δεν εμποδίζω με τίποτα τα δάκρυά μου να κυλήσουν.
Όσο για μένα, για πρώτη φορά θα σας πω ένα μυστικό μου. Ήμουν στην Αμερική, στο Λας Βέγκας, σπούδαζα για το Masters μου στις πολιτικές επιστήμες. Βρέθηκα εκεί με μια υποτροφία Φούλμπραϊτ. Όταν στις 20 Ιουλίου είδα στην αμερικάνικη τηλεόραση τις φωτιές και τους βομβαρδισμούς στην Κερύνεια, στη Λεμεσό και στη Λευκωσία και άκουσα τις λέξεις invasion και war/τουρκική εισβολή και πόλεμος, πήρα το πρώτο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη και εκείθεν για Αθήνα ή όπου εγγύτερα. Στη Νέα Υόρκη παρουσιάστηκα στο Προξενείο για να καταταγώ ως εθελοντής. Μου απήντησαν ότι δεν έχω υποχρέωση κατατάξεως, γιατί βρίσκομαι νομίμως εκτός στρατεύματος. Για την Αθήνα δεν πετούσαν από καμμία εταιρεία. Βρήκα ένα της TWA για τη Ρώμη. Το πήρα, βγάζοντας εισιτήριο one way. Είπα μέσα μου, ας πάμε μέχρι τη Ρώμη και από κει και πέρα βλέπουμε. Έφθασα στη Ρώμη. Περίμενα κάποια πτήση για Αθήνα. Τα χαράματα «βγήκε» μια πτήση. Την πήρα και τα ξημερώματα της 24 Ιουλίου 1974 προσγειωθήκαμε στο Ελληνικό. Πήγα σπίτι. Τους αιφνιδίασα όλους. Κανείς δεν με περίμενε. Ένας αδελφός μου ο Σωτήρης έφ. Αξιωματικός (ο μετέπειτα πρόεδρος του ΔΣΑ) είχε επιστρατευθεί ήδη.
Θυμάμαι την αγκαλιά της μάνας μου. Όχι κλάματα. Σπαρτιάτικο ήθος, φυσικό, αρχέτυπο. Φόρεσα τη στολή μου, του Εφ. Ανθυπολοχαγού, και έφυγα για το Μεγάλο Πεύκο (την Επιστρατεύουσα Αρχή). Στο Μεγάλο Πεύκο με στρατολόγησαν ως «εθελοντή» (κατ’εξαίρεση). Δύο αντισυνταγματάρχες συγκροτούσαν τα δύο τάγματά τους. Με ήθελαν και οι δύο. Διάλεξα εγώ εκείνον που μου θύμιζε έναν αξιωματικό ευκίνητο και νευρώδη από τη «Γέφυρα του Ποταμού Κβάϊ». Η μονάδα που συγκροτούσε θα έφευγε για την Κύπρο. Η προσωρινή της έδρα σαν σημείο συγκεντρώσεως και εκκινήσεως ήταν η θέση «Πυργάρι» Μεγάρων. Η παρουσία μου προκάλεσε μια κάποια αίσθηση: «εθελοντής από την Αμερική». Ανέλαβα τη διμοιρία μου (40 άνδρες) με τον ατομικό και ομαδικό τους οπλισμό και τους εγκατέστησα σε 4 σκηνές που είχαν αναπτυχθεί στον λόφο με τις ελιές. Έκανε πολλή ζέστη. Πολλοί από τους στρατιώτες προτιμούσαν να ξαπλώσουν στην κουβέρτα τους υπό τον έναστρο ουρανό. Κανείς δεν κοιμήθηκε. Όλοι είχαν κολλημένο το αυτί τους σε τρανζιστοράκια.
Εμείς οι αξιωματικοί ελαμβάναμε σήματα από το κέντρο, μάλλον αναβλητικού περιεχομένου. Κάποιες ερωταποκρίσεις για το τί μας λείπει και τί χρειαζόμαστε και ένα πανομοιότυπο συμπέρασμα: «ΑΝΑΜΕΙΝΑΤΕ ΜΕΧΡΙ ΝΕΩΤΕΡΑΣ». Ένας ανθυπολοχαγός δούλευε με δύο γραμματικούς ακατάπαυστα. Στρατολογούσε όλους τους άνδρες κατά λόχους, διμοιρίες και ομάδες με αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες και οπλισμό. Ήταν ο στρατολόγος της μονάδος: Ανθυπολοχαγός Βασ. Σημ. Περιμέναμε. Η αναμονή νευρική, αφόρητη. Το διάγγελμα του Καραμανλή ακούστηκε. Ήταν σαφές: Δημοκρατία, Ελευθερία στην Κύπρο, έντιμη διαπραγμάτευση και ένοπλη ειρήνη. Έτσι το προσλάβαμε στον ελαιώνα, στο «Πυργάρι» Μεγάρων, εκείνες τις ώρες της ήρεμης αγωνίας. Μετά από κάμποσες μέρες ήρθε η «λήξη συναγερμού». Και η απόλυση. Τον Σεπτέμβριο ήμουνα πίσω στο πανεπιστήμιό μου στην Αμερική.
Πολλά χρόνια (25;) μετά, συναντηθήκαμε στο Προεδρικό σε μια δεξίωση του διπλωματικού Σώματος με τον Βασ. Σημ., άξιο καθ΄όλα πρέσβυ επί τιμή. Σε έναν όμιλο διπλωματών μας μιλούσε για τις μέρες που περάσαμε μαζί στην επιστράτευση. Συγκινήθηκα, γιατί μας θύμισε πως ο Διοικητής της Μονάδος μου ζήτησε να μιλήσω στους στρατιώτες, στην αναφορά του Τάγματος. Και ’γω ισοκρατώντας έναν ηθικό, εθνικό και δημοκρατικό τόνο τους μίλησα για την πατρίδα, για τις Θερμοπύλες, για την Κύπρο του Τεύκτρου, του Κίμωνα και του Ευαγόρα, και για τη συμμετοχή των Κυπρίων αδελφών μας στον αγώνα του 1821.
Αφίχθησαν τότε, το 1821, εδώ, οι Κύπριοι αδελφοί μας με την λευκή τετράγωνη σημαία τους με γαλάζιο Σταυρό, όπου στο άνω αριστερό τμήμα έφερε την επιγραφή (ορθής συνειδήσεως και τέλειας ανορθογραφίας): «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ», που σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο των Αθηνών, στην Παλαιά Βουλή.
Να θυμηθούμε, είναι καλή η ώρα, την απάντηση του Ιωάννη Καποδίστρια στον Άγγλο διπλωμάτη, εκπρόσωπο του Φόρεϊν Όφισ Γουΐλμοτ-Χόρτον, περί του ποία είναι τα όρια της Ελλάδος, ως μελλοντικού κράτους: «Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου» (προφανώς ενδεικτική η αναφορά, αλλά στέρεο και αποφασίζον το κριτήριο του αίματος).
Σήμερα, ο Τούρκος οιηματίας, αλαζών και κομπαστής με αμείωτη την βαρβαρότητά του, ίδιος και απαράλλαχτος «Αττίλας», επανεισβάλλει με διχοτομικές ανοιχτές και βέβηλες προθέσεις στα Βαρώσια που υποτίθεται ότι είναι ουδέτερη «no man’s city» πόλη (η Αμμόχωστος με τα προάστια της). Και γράφει στα παλιά του «πασουμάκια» όλες τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και της ΕΕ. Μοιραίοι και άβουλοι, οι κρυψίνοες και «λιγούρηδες» Ευρωατλαντικοί σύμμαχοι της Ελλάδος, δικαιολογούν τον ρόλο τους με δηλώσεις και (δήθεν) απειλή κυρώσεων, ενώ στην ουσία παραδίδονται και παζαρεύουν. Εννοείται, ότι τα εκατομμύρια των Γερμανό-Τουρκων είναι ρυθμιστικός και κυρίαρχος παράγων της ζωής και της κουλτούρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μαζί με τα συμβόλαια για πώληση και παραγωγή οπλικών συστημάτων (και δη υποβρυχίων) στη Νέα Οθωμανική αυτοκρατορία του Ερντογάν.
Και ημείς καθεύδομεν; Αντί να ορκιζόμαστε στα όπλα τα ιερά, της ελληνικής κατασκευής και τα προοριζόμενα να χρησιμοποιηθούν από ελληνικά χέρια για την εθνική άμυνά μας, ανεξαρτησία μας και εδαφική μας ακεραιότητα. Εάν και όταν παρουσιασθεί ανάγκη.
Ως πότε θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους κόμματα και φράξιες και υποδιαιρέσεις της εγχώριας ελίτ για το ποιός-ποιά θα υποχωρήσει περισσότερο;