Σπασμένα τούβλα, κεραμίδια, λαμαρίνες γεμίζουν το πάτωμα, εκεί όπου πρώτα υπήρχαν υπέροχα μωσαϊκά. Είναι από τη στέγη του Ιερού Ναού των Ταξιαρχών στην Κοκκινομηλιά της Εύβοιας. Ενός θρυλικού ναού που μόνο το κουφάρι του έχει απομείνει μετά την πυρκαγιά που «θέρισε» ολόκληρη τη βόρεια Εύβοια στις αρχές Αυγούστου, μαζί και το μικρό αυτό χωριό – το πιο ορεινό της Εύβοιας.
- Από τον
Μιχάλη Ψύλο
Περπατάς μέσα στον ναό των Ταξιαρχών και νομίζεις ότι έχει βομβαρδιστεί από έναν άσπλαχνο εχθρό που δεν έδειξε έλεος ούτε στα πιο ιερά. Η φωτιά δεν άφησε τίποτα όρθιο. Ούτε το περίφημο τέμπλο που είχαν κατασκευάσει στις αρχές του περασμένου αιώνα τεχνίτες ονομαστοί. Κάηκε η ονομαστή εικόνα των Ταξιαρχών, στάχτη τα ιερά κειμήλια.
«Έμειναν μόνο οι αναμνήσεις μιας ζωής σε αυτή την εκκλησία. Ακόμη ακούω τα τραγούδια μετά τους γάμους. Και τα βράδια θυμάμαι τους χορούς στο προαύλιο του ναού. Κάηκαν τα πάντα, παιδάκι μου, δεν έχει μείνει τίποτα. Ακόμη και οι Ταξιάρχες χάθηκαν», λέει στη «δημοκρατία» η κυρα-Ασήμω, που μένει ακριβώς δίπλα στην εκκλησία. «Γράψε, παιδάκι μου, ότι δεν ήρθε κανείς να μας βοηθήσει. Μας έχουν παρατημένους», μονολογεί η γιαγιά Ασήμω. «Τφέκι θέλουν αυτοί που άφησαν τους Ταξιάρχες να καούν», λέει με την παραδοσιακή προφορά της.
Η Κοκκινομηλιά ήταν το πρώτο χωριό του Δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού στη βόρεια Εύβοια που ήρθε αντιμέτωπο με τις φλόγες. «Η φωτιά μάς έπιασε μεσάνυχτα, αφού είχε κάψει πρώτα τα χωριά του γειτονικού δήμου της Λίμνης», λέει η Κική, γέννημα θρέμμα του χωριού. «Δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Οι πιο πολλοί κάτοικοι είναι ηλικιωμένοι και το πρώτο μας μέλημα ήταν να τους σώσουμε. Στοιβαχτήκαμε σε όσα αυτοκίνητα υπήρχαν και φύγαμε κατά την Ιστιαία, καθώς οι φλόγες έζωναν τα πρώτα σπίτια».
Ο Κώστας, κάτοικος και αυτός της Κοκκινομηλιάς, εξιστορεί τις δραματικές στιγμές. «Επιστρέψαμε στο χωριό στις έξι το πρωί. Μια πύρινη κόλαση περνούσε ανελέητα μέσα στα καλντερίμια. Πολλά σπίτια καίγονταν, από τα παράθυρα ξεπηδούσαν οι φλόγες. Και γύρω ερημιά. Ούτε ένα πυροσβεστικό, ούτε μια βοήθεια. Εγκαταλείψαμε μέσα στη νύχτα το χωριό μας, πιστεύοντας ότι το κράτος θα το προστάτευε. Ξέρεις όμως τι καταλάβαμε; Το χωριό κάηκε γιατί δεν υπάρχει κράτος, δεν υπήρχε συντονισμός, δεν υπήρχε τίποτα».
Έχουν περάσει μέρες από τότε και οι περισσότεροι κάτοικοι προσπαθούν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι η Κοκκινομηλιά δεν θα γίνει ποτέ όπως ήταν πριν. «Ούτε η εκκλησία μας» λένε οι κάτοικοι στη «δημοκρατία». «Και ας την έβγαλαν… πράσινη»!
Ναι, καλά ακούτε, τα συνεργεία που πήγαν για απογραφή των ζημιών στο χωριό έχουν γράψει με σπρέι στον τοίχο του ναού των Ταξιαρχών ένα μεγάλο πράσινο «Κ». Έχουν χαρακτηρίσει «πράσινο» τον ναό, από τον οποίο έχουν μείνει μόνο οι τέσσερις τοίχοι! Το πράσινο «Κ» εξαγριώνει ακόμη περισσότερο τους κατοίκους, που αντέδρασαν με τα δικά τους συνθήματα στους τοίχους. Στην κεντρική πλατεία, σε έναν τοίχο αρκετών δεκάδων μέτρων, κυριαρχεί με τεράστια γράμματα ένα σύνθημα κατά του πρωθυπουργού, που δεν μπορούμε να το μεταφέρουμε στις στήλες της εφημερίδας για ευνόητους λόγους. Πιο κάτω άλλο σύνθημα, που ζητάει παραιτήσεις.
«Δεν ξέρω αν όλα αυτά είναι -πώς το λέτε εσείς οι γραμματιζούμενοι- πολιτικώς ορθά, αλλά δυστυχώς έτσι αισθανόμαστε. Είκοσι σπίτια κάηκαν, εκτός από την εκκλησία μας, και ακόμη δεν ήρθε κανείς κρατικός παράγοντας να μας επισκεφθεί. Να ζητήσει μια συγγνώμη, βρε αδελφέ…», λέει στη «δημοκρατία» η Κική.
Ο Κώστας ζητάει να γράψουμε για το αύριο του χωριού και της βόρειας Εύβοιας. «Αφήσανε και κάηκε ένα υπέροχο δάσος που πρόσφερε τόσα και τόσα. Υπήρχαν πολλοί ρετσινοκαλλιεργητές που πλέον δεν έχουν δουλειά. Πρέπει να ληφθεί μέριμνα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Το δάσος κάηκε και μαζί του όλοι όσοι ζούσαν από αυτό».
«Δεν περιμένουμε να μας σώσουν αυτοί που μας άφησαν να καούμε»
Με καρφωμένη στην καρδιά μας την απέραντη θλίψη της Κοκκινομηλιάς, παίρνουμε τον δρόμο για την Ιστιαία. Η πόλη κινδύνευσε, αλλά οι κάτοικοι δεν άφησαν τις φλόγες να τους νικήσουν. Μόνο που η οσμή από το καμένο δάσος δεν σε αφήνει να ξεχάσεις.
Στην είσοδο της πόλης ένα μεγάλο πανό προϋπαντά τον επισκέπτη: «Όλοι στον αγώνα για να ζήσουμε στον τόπο μας». Υπογραφή: Επιτροπή Πυροπλήκτων. Σε μια αυτοσχέδια κατασκευή οι κάτοικοι συγκεντρώνουν είδη πρώτης ανάγκης για τους πυρόπληκτους των δεκάδων χωριών της Ιστιαίας.
«Εδώ είναι το κέντρο αγώνα και αλληλεγγύης που έχει στηθεί στην Ιστιαία με πρωτοβουλία του σωματείου ρετσινάδων» λέει στη «δημοκρατία» ο Βασίλης, που πρωτοστατεί στη δράση των κατοίκων. «Οργανώνουμε επιτροπή αγώνα πυροπλήκτων, όπως έχει γίνει και σε άλλες περιοχές, για τη διεκδίκηση άμεσων μέτρων, για να συνεχίσουμε να ζούμε στον τόπο μας και να μη γίνουμε μετανάστες», λέει σχετικά.
Ο Βασίλης μιλάει χωρίς περιστροφές: «Για την καταστροφή φταίει η χρόνια υποβάθμιση της αντιπυρικής προστασίας της περιοχής, η έλλειψη υποδομών πολιτικής προστασίας, η μη προστασία του δάσους της περιοχής. Αν και χρόνια τώρα αυτό ήταν παλλαϊκό αίτημα των ανθρώπων της περιοχής, ιδιαίτερα των ρετσινάδων. Δεν έχουν ληφθεί μέτρα, οι προϋπολογισμοί πυροπροστασίας όλα αυτά τα χρόνια είναι μια σταγόνα στον ωκεανό. Στο Δασαρχείο Ιστιαίας ήρθαν φέτος 14.000 ευρώ για πυροπροστασία, στο Δασαρχείο Λίμνης 20.000 ευρώ. Με αυτά τα χρήματα θα μπορέσει να λειτουργήσουν μερικές μπουλντόζες για μερικές ώρες, για να το πω απλά».
Τα παιδιά που στελεχώνουν την επιτροπή αλληλεγγύης φαίνονται πολύ αποφασισμένα και αυτό κάνει την ελπίδα να φουντώνει: «Είμαστε αποφασισμένοι, γιατί είμαστε όλοι πυρόπληκτοι – και όχι μόνο αυτοί που έχασαν το σπίτι τους ή τα ζώα και την περιουσία τους. Μιλάμε για μια ολοκληρωτική καταστροφή που θα επηρεάσει όλους τους κλάδους. Διεκδικούμε ουσιαστικά μέτρα προστασίας του εισοδήματος των κατοίκων της περιοχής, διαγραφή χρεών, φορολογικών υποχρεώσεων. Η αναστολή πληρωμών για έξι μήνες, που λέει η κυβέρνηση, δεν μας λέει τίποτα».
Τα παιδιά της αλληλεγγύης μάς δίνουν ραντεβού για το Σάββατο: Το σωματείο των ρετσινάδων της βόρειας Εύβοιας οργανώνει συλλαλητήριο στη Στροφιλιά. Οι κεντρικοί δρόμοι της Ιστιαίας έχουν γεμίσει με τα πλακάτ που καλούν στο συλλαλητήριο. Όπως λέει ο Βασίλης, «δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Γιατί δεν περιμένουμε να μας σώσουν αυτοί που μας έκαψαν».