Η τριμερής συμφωνία ασφαλείας Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ (AUKUS: Australia – United Kingdom – United States) μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί το καταληκτικό στάδιο της πολιτικής του προέδρου Ομπάμα περί στροφής στην Ασία («Asia Pivot»), αλλά και το οριστικό τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την έννοια της συνολικής στρατηγικής μετατόπισης των ΗΠΑ από την ευρωατλαντική περιοχή στον Ειρηνικό.
- Από τον
Περικλή Ζορζοβίλη
Ταυτόχρονα, έφερε στο προσκήνιο τα πυρηνικής πρόωσης (πυρηνοκίνητα) υποβρύχια, που σήμερα διαθέτει ολιγομελής ομάδα χωρών. Συγκεκριμένα, πυρηνοκίνητα υποβρύχια επιχειρούν τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία), καθώς και η Ινδία, ενώ η Βραζιλία έχει αρχίσει τη ναυπήγηση του πρώτου σκάφους. Ας σημειωθεί ότι οι τρεις χώρες της συμφωνίας AUKUS, ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία (που δεν επιχειρεί υποβρύχια και η οποία
από το 1987 έχει με νόμο κηρύξει την επικράτεια της αποπυρηνικοποιημένη ζώνη) αποτελούν μέλη της «Five Eyes», μιας κλειστής λέσχης συλλογής και ανταλλαγής πληροφοριών, η οποία λειτουργεί από το 1960 και το περιβόητο παγκόσμιο σύστημα
υποκλοπών ECHELON.
Πλεονεκτήματα
Κύριο χαρακτηριστικό των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων είναι η χρησιμοποίηση αντιδραστήρα (στη συντριπτική πλειονότητα πεπιεσμένου ύδατος) για την παραγωγή ενέργειας που τροφοδοτεί τα συστήματα πρόωσης και όλα τα υπόλοιπα συστήματα που απαιτεί η λειτουργία τους. Για αυτόν τον λόγο διαθέτουν υπέρτερες επιδόσεις σε σχέση με τα συμβατικά υποβρύχια ακόμη και στην περίπτωση που αυτά ενσωματώνουν συστήματα αναερόβιας πρόωσης (όπως τα τύπου ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ του Πολεμικού Ναυτικού).
Η πυρηνική πρόωση, που δεν απαιτεί για τη λειτουργία της αέρα, καταργεί την ανάγκη
ανάδυσης ή πλεύσης σε μικρό βάθος (για χρήση του σνόρκελ – αναπνευστήρα) και τον συχνό ανεφοδιασμό με καύσιμα. Επίσης, η παραγόμενη ισχύς επιτρέπει την επίτευξη υψηλών ταχυτήτων για μεγάλα χρονικά διαστήματα (το σοβιετικής προέλευσης τύπου Project 705 Lira, κατά ΝΑΤΟ Alpha, είχε σκάφος από τιτάνιο και επετύγχανε μέγιστη ταχύτητα σε κατάδυση περί τα 76 χλμ./ώρα) και εμβέλεια πρακτικά απεριόριστη.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα, όπου ανεφοδιασμός με πυρηνικά καύσιμα δεν απαιτείται για όλη τη διάρκεια του προβλεπόμενου, από τη σχεδίαση, επιχειρησιακού βίου (περί τα 25 έτη), ο μόνος περιορισμός που υφίσταται αφορά τον ανεφοδιασμό με τρόφιμα και αναλώσιμα. Γενικά τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια είναι μεγαλύτερων διαστάσεων και εκτοπίσματος από τα συμβατικά (το μεγαλύτερο όλων, το σοβιετικό Project 941 Akula, κατά NATO Typhoon με εκτόπισμα σε κατάδυση 48.000 τόνους).
Το «USS Nautilus»
Το πρώτο πυρηνοκίνητο υποβρύχιο παγκοσμίως ήταν το αμερικανικό «USS Nautilus» (SSN-571), που πήρε την ονομασία του από το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμο στο μυθιστόρημα «20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα» του Ιουλίου Βερν. Η κατασκευή του άρχισε το 1952, ολοκληρώθηκε το 1954 και στις 3 Αυγούστου 1958 ολοκλήρωσε τον πρώτο πλου σε κατάδυση κάτω από τους πάγους της Αρκτικής και τον Βόρειο Πόλο.
Καθοριστικό ρόλο στη ναυπήγηση του «Nautilus» διαδραμάτισε ο ναύαρχος Hyman G. Rickover, που στις ΗΠΑ χαρακτηρίζεται «πατέρας του πυρηνικού ναυτικού». Ο Rickover (1900-1986) υπηρέτησε επί 63 χρόνια στο ναυτικό των ΗΠΑ. Ιδιόρρυθμος, τελειομανής, εξαιρετικά αποτελεσματικός, εμμονικός με την ασφάλεια και τον ποιοτικό έλεγχο, ο Rickover για περισσότερες από τρεις δεκαετίες ήλεγχε απόλυτα την τεχνολογία, τη σχεδίαση και τη στελέχωση (με μηχανικούς που σχεδίαζαν, ανέπτυσσαν, λειτουργούσαν και συντηρούσαν τα συστήματα πυρηνικής πρόωσης) του «πυρηνικού» ναυτικού των ΗΠΑ.
Ο ίδιος λάμβανε προσωπικές συνεντεύξεις από τους υποψηφίους (δεκάδες χιλιάδες στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του), ασχέτως βαθμού και μορφωτικού επιπέδου τους, και μόνο αυτός αποφάσιζε την αποδοχή ή την απόρριψή τους. Στον Rickover οφείλεται ότι μέχρι σήμερα στα αμερικανικά πυρηνοκίνητα υποβρύχια δεν έχουν σημειωθεί ατυχήματα στον πυρηνικό αντιδραστήρα, δηλαδή ανεξέλεγκτη διαρροή προϊόντων της σχάσης στο περιβάλλον λόγω βλάβης του πυρήνα του αντιδραστήρα.
Καταστρεπτική ικανότητα ισοδύναμη με… 1.280 βόμβες «Χιροσίμα»
Τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια μπορούν να διακριθούν σε δύο κύριες κατηγορίες, τα επιθετικά
(SSN) και τα βαλλιστικών βλημάτων (SSBN), και σε μία υποκατηγορία, τα κατευθυνόμενων βλημάτων (SSGN).
1. Τα SSN είναι εξοπλισμένα με τορπίλες (με συμβατική ή πυρηνική πυροκεφαλή) και έχουν
δυνατότητα εκτόξευσης κατευθυνόμενων βλημάτων πλεύσης (cruise) είτε από τους τορπιλοσωλήνες είτε από κάθετους σωλήνες εκτόξευσης κατά στόχων ξηράς και επιφανείας.
2. Τα SSBN είναι εξοπλισμένα με βαλλιστικά βλήματα με πυρηνικές κεφαλές που εκτοξεύονται από κάθετους σωλήνες εκτόξευσης και είναι επίσης εξοπλισμένα με τορπίλες (συμβατικής ή πυρηνικής πυροκεφαλής). Αποτελούν κύριο συστατικό της δύναμης πυρηνικής αποτροπής των πέντε χωρών που τα επιχειρούν (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ηνωμένο
Βασίλειο και Γαλλία) και η καταστρεπτική τους ικανότητα είναι τρομακτική. Για παράδειγμα, τα υποβρύχια τύπου Ohio, που επιχειρεί το ναυτικό των ΗΠΑ, διαθέτουν 24 κάθετους σωλήνες εκτόξευσης με ισάριθμα βαλλιστικά βλήματα Trident D5. Κάθε Trident D5 μπορεί να μεταφέρει σε απόσταση μεγαλύτερη των 7.400 χιλιομέτρων μέχρι και οκτώ ανεξάρτητης στόχευσης, πυρηνικές κεφαλές ισχύος 100 κιλοτόνων που καθεμία μπορεί να προσβάλλει με ακρίβεια έως και 90 μέτρα ξεχωριστό στόχο σε ευρεία περιοχή. Η συνολική ισχύς κάθε υποβρυχίου τύπου Ohio ανέρχεται σε 19.200 κιλότονους και ισοδυναμεί με 1.280 βόμβες
Little Boy (ρίφθηκε στη Χιροσίμα).
3. Τα SSGN είναι επίσης εξοπλισμένα με τορπίλες (συμβατικής ή πυρηνικής πυροκεφαλής) και φέρουν κάθετους σωλήνες εκτόξευσης για κατευθυνόμενα βλήματα πλεύσης (cruise), ενδιάμεσης εμβέλειας βαλλιστικά βλήματα, υπερηχητικά και πολυηχητικά βλήματα για προσβολή στόχων ξηράς και επιφανείας. Τα υποβρύχια τύπου Ohio που μετασκευάστηκαν σε
SSGN διαθέτουν 22 κάθετους σωλήνες εκτόξευσης που ο καθένας τους φιλοξενεί επτά βλήματα Tomahawk (σύνολο 154 βλήματα ανά υποβρύχιο).
Το γαλλικό «βατερλό»
Η ανακοίνωση της συμφωνίας AUKUS, που περιλαμβάνει και την προμήθεια πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από την Αυστραλία, επέφερε και τον άμεσο τερματισμό του τρέχοντος προγράμματος υποβρυχίων τύπου Attack. Το εκτιμώμενου συνολικού ύψους 80-90 δισ. δολαρίων Αυστραλίας (περίπου 50-56 δισ. ευρώ) πρόγραμμα αφορούσε τη ναυπήγηση στην Αυστραλία 12 γαλλικής σχεδίασης υποβρυχίων συμβατικής πρόωσης, τα οποία θα εντάσσονταν σε υπηρεσία από το 2030 έως το 2050.
Περιελάμβανε επίσης τη μεταφορά τεχνολογίας, την αναδιάρθρωση της κρατικής ναυπηγικής βιομηχανίας της Αυστραλίας και την εκ του μηδενός ανάπτυξη της βιομηχανικής και
τεχνολογικής βάσης για τη συντήρηση, υποστήριξη και εκσυγχρονισμό των υποβρυχίων. Το πρόγραμμα είχε ανατεθεί το 2016 στη γαλλική κρατική εταιρία Naval Group (προσφέρει τις φρεγάτες τύπου Belh@rra για το πρόγραμμα των νέων φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού), η σχεδίαση της οποίας είχε επικρατήσει έναντι της γερμανικής και της ιαπωνικής υποψηφιότητας σε ανταγωνιστική διαδικασία αξιολόγησης.
Η γαλλική σχεδίαση, με την ονομασία Shortfin Barracuda Block 1A, αποτελεί παραλλαγή
συμβατικής πρόωσης του πυρηνοκίνητου επιθετικού υποβρυχίου τύπου Barracuda του ναυτικού της Γαλλίας (το πρώτο από τα συνολικά έξι που θα αποκτηθούν εισήχθη σε υπηρεσία το 2020) και αναπτύχθηκε επί τούτου, καθώς την περίοδο έναρξης του προγράμματος η Αυστραλία δεν επιθυμούσε την ενσωμάτωση πυρηνικής πρόωσης στα νέα υποβρύχια. Ο τερματισμός του προγράμματος ήταν σαφώς πολιτική απόφαση, αλλά ήδη τα τελευταία χρόνια είχαν δημοσιευτεί πληροφορίες για συνεχή αύξηση του κόστους και τριβές στις σχέσεις μεταξύ Αυστραλίας και Naval Group.