Ενστάσεις για τον τρόπο εισαγωγής του θεσμού της πολιτικής δίκης εκφράζει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) η οποία καταγγέλλει την κυβέρνηση για τον αποκλεισμό της από την αρμόδια νομοπαρασκευαστική Επιτροπή.
Οι εκπρόσωποι των δικαστών και εισαγγελέων επισημαίνουν πως «η πρόβλεψη ότι μπορεί να εισαχθεί στην Ολομέλεια του ΑΠ οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο, δίνει τη δυνατότητα σε πολύ πρώιμο στάδιο να ασχοληθεί το Ανώτατο Ακυρωτικό με ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, πριν ακόμα δηλαδή προλάβουν να αποκτήσουν την ιδιότητά τους ως γενικότερου ενδιαφέροντος».
«Η απώλεια του σταδίου αυτού, είναι βέβαιο ότι θα φτωχύνει τη νομική συζήτηση που εκκινά από τις αποφάσεις του πρώτου βαθμού, αποτελεί κομμάτι του νομικού μας πολιτισμού και έχει λειτουργήσει δικαιοπαραγωγικά για δεκαετίες. Ταυτόχρονα θα επιφορτίσει το Ανώτατο Ακυρωτικό με εκατοντάδες αβάσιμα αιτήματα, πρώιμης παρέμβασης» αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση της ΕνΔΕ.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς ο αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης πως με τη νομοθέτηση της πολιτικής δίκης διαμορφώνει ουσιαστικά Συνταγματικό Δικαστήριο, αν και απαγορεύεται από το Σύνταγμα της χώρας. «Εδώ, κατά τη γνώμη μας, υπάρχει προφανής αντίφαση μεταξύ της πιλοτικής δίκης για ζήτημα συνταγματικότητας και του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας, καθώς η πιλοτική δίκη με τον τρόπο αυτό διαμορφώνει στην ουσία εκ πλαγίου Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο όμως δεν υφίσταται στο δικό μας σύστημα και αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 87 παρ.2 και 93 παρ.4 του Συντάγματος», επισημαίνει.
Ως προς το νομοτεχνικό σκέλος του νέου Κώδικα, οι εκπρόσωποι των δικαστών και εισαγγελέων ζητούν να αποσυρθεί, καθώς αναμένεται να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα λόγω και των τεχνικών αστοχιών που ήδη παρατηρούνται. «Ο νομοθέτης επεμβαίνει αδικαιολόγητα σε τμήματα του νόμου που προβλημάτισαν ελάχιστα την πράξη, περιπλέκοντας ουσιαστικά τη διαδικασία και θεσπίζοντας ρυθμίσεις ιδίως στην αποδεικτική διαδικασία που θα οδηγήσουν σε σημαντική καθυστέρηση στην έκδοση των αποφάσεων» αναφέρει.
Η Ένωση διαφωνεί και με τη ρύθμιση που προβλέπει αφαίρεση των δικογραφιών από τον δικαστή, εφόσον παρέλθει διάστημα οκτώ μηνών.
«Ο καθορισμός συγκεκριμένων χρονικών ορίων για τον προσδιορισμό του εύλογου χρόνου έκδοσης απόφασης ή της εκκίνησης της διαδικασίας αφαίρεσης δικογραφίας, κινείται σε εντελώς εσφαλμένη λογική, που προσβάλλει ευθέως τη δικαστική ανεξαρτησία, αποτυγχάνοντας να συγκεράσει τους λοιπούς παράγοντες που συνθέτουν τη διάρκεια έκδοσης μίας δικαστικής απόφασης. Το κριτήριο σαφούς χρονικού προσδιορισμού μπορεί να αποτελεί μια εύκολη σταθερά για τον νομοθέτη, όμως ποσοτικοποιεί πλήρως ένα μέγεθος καθαρά ποιοτικό, χωρίς να συνεκτιμά τα στοιχεία της δυσκολίας ή της προηγούμενης υπερχρέωσης του δικάζοντος δικαστή.
Ως εκ τούτου, το χρονικό κριτήριο, εφόσον δεν συνδυάζεται με άλλα στοιχεία, οδηγεί σε εσφαλμένη και άδικη μεταχείριση ανόμοιων καταστάσεων, αφού αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο κάθε υπόθεση, ανεξάρτητα από τον αριθμό και το είδος των υποθέσεων που χειρίστηκε ο δικαστικός λειτουργός, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μία επικίνδυνη διελκυστίνδα μεταξύ του κινδύνου αφαίρεσης της δικογραφίας και πειθαρχικού ελέγχου και της αφιέρωσης στη δικογραφία του αναγκαίου χρόνου που της αναλογεί», υποστηρίζει η ΕνΔΕ.