Σε συνέντευξή του στο Star, στις 7 Απριλίου, ο πρωθυπουργός δέχτηκε ερώτηση αν υπάρχουν πολίτες που χρειάζονται Εντατική και δεν βρίσκουν.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Ο κ. Μητσοτάκης απάντησε «Οχι». Δεν είχαν περάσει, άλλωστε, παρά μόλις λίγες ημέρες από την «πανηγυρική» τοποθέτηση του τότε υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια για διαθεσιμότητα 1.483 κλινών ΜΕΘ σε όλη την Ελλάδα, από τις οποίες οι 891 για Covid και οι 592 για non-Covid περιστατικά. Σταδιακά, από τον Μάιο, οι ΜΕΘ για τον Covid μειώθηκαν, ειδικά από τη στιγμή που υπήρξε παροδική ύφεση της πανδημίας και οι κλινικές αποσυμπιέστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Ο κορωνοϊός, όμως, δεν έχει φύγει και ακόμα πιέζει το Εθνικό Σύστημα Υγείας ειδικά στις ουκ ολίγες «κόκκινες» περιοχές, με την κυβέρνηση να μένει παρατηρητής και τις ΜΕΘ της Θεσσαλονίκης να «γονατίζουν» αβοήθητες.
Οπως τόνισε την Πέμπτη, στη συνέντευξη Τύπου για την εξέλιξη της πανδημίας, η Βάνα
Παπαευαγγέλου, από τα 20.000 ενεργά κρούσματα στη χώρα μας αυτή τη στιγμή,
τα 3.000 εντοπίζονται στη Θεσσαλονίκη, με την πληρότητα των ΜΕΘ στη συμπρωτεύουσα, όπως είπε, να ξεπερνά το 94%, όταν στην επικράτεια αγγίζει το 65%. Δυο ημέρες νωρίτερα, την Τρίτη, ο διευθυντής ΜΕΘ στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης Νίκος Καπραβέλος δήλωνε: «Τα κρεβάτια Εντατικής είναι γεμάτα 100%. Οκτώ ασθενείς είναι διασωληνωμένοι σε απλές κλίνες σε νοσοκομεία της βόρειας Ελλάδας και ψάχνουν κρεβάτι Εντατικής. Γίνεται προσπάθεια να μετακινηθούν περιστατικά σε άλλες πόλεις». Ο κ. Καπραβέλος αποκάλυψε ότι έχει στείλει έναν ασθενή στην Καβάλα και έναν στις Σέρρες, αφού «το νοσοκομείο μας γονάτισε».
Με την κατάσταση να περιγράφεται πια ως δραματική στην κεντρική Μακεδονία, και ειδικά στη Θεσσαλονίκη, γεννάται ένα βασικό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, όταν ανά την επικράτεια οι νοσηλευόμενοι στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας τους τελευταίους μήνες κυμαίνονται μεταξύ 280-350; Και πώς «άντεχε» το Σύστημα Υγείας όταν οι διασωληνωμένοι ξεπερνούσαν τους 750 και τους 800 ασθενείς μόλις μερικούς μήνες πριν; Τι έχει πάει στραβά;
Ο ΕΟΔΥ ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι οι ασθενείς που νοσηλεύονται διασωληνωμένοι σε όλες τις ΜΕΘ της χώρας είναι 335, ένας αριθμός που, λογικά, θα περίμενε κανείς ότι είναι διαχειρίσιμος. Μόλις πριν από έξι μήνες, άλλωστε, το Εθνικό Σύστημα Υγείας μπορούσε να αντεπεξέλθει με 776 διασωληνωμένους (8 Απριλίου), ακόμα και με 819, το «μαύρο» ρεκόρ της 15ης Απριλίου. Πώς, λοιπόν, διαπιστώνεται πληρότητα στην «κόκκινη» από κρούσματα Θεσσαλονίκη με μόνο 335 διασωληνωμένους πανελλαδικά; Εχουν μειωθεί οι ΜΕΘ; Και, αν ναι, κατά πόσο και γιατί, με συνέπεια πλέον να «διώχνουν» από τη συμπρωτεύουσα ασθενείς που χρήζουν διασωλήνωσης προς άλλες περιοχές, με τους διευθυντές Μονάδων Εντατικής Θεραπείας να βρίσκονται σε απόγνωση και να κάνουν εκκλήσεις μέσω καναλιών; Πού πήγαν, λοιπόν, οι ΜΕΘ για τον Covid, ενώ η πανδημία δεν έχει τελειώσει, όπως όλοι οι επιστήμονες του κόσμου παραδέχονται;
Αντί ο χρόνος να λειτουργεί υπέρ της οργάνωσης και της πρόνοιας για τα νέα ξεσπάσματα της πανδημίας, συμβαίνει το αντίθετο. Με τις ΜΕΘ Covid να μειώνονται κάθετα σχεδόν κατά 70% σε σχέση με μόλις λίγους μήνες πριν, όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια. Κι όλα αυτά, ενώ πρόσφατα η Ελλάδα ξεπέρασε σε νεκρούς ακόμα και τη Σουηδία, χώρα με τον ίδιο πληθυσμό, που ποτέ δεν επέβαλε lockdown και περιορισμούς στους πολίτες της. Συνεπώς, κάτι δεν γίνεται σωστά στην Ελλάδα με την όλη διαχείριση, όπως αποδεικνύεται και από το νοσοκομειακό «κραχ» στη συμπρωτεύουσα. Υστερα από ενάμιση χρόνο πανδημίας, είναι ανεπίτρεπτο να βρίσκεται στο χείλος μιας τραγωδίας η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, επειδή της έχουν αφήσει σήμερα μόνο 71 ΜΕΘ!
Το πιο ανησυχητικό είναι ότι, ενώ ήδη η αγωνία χτυπά «κόκκινο» εδώ και εβδομάδες
από τα στελέχη των νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης, που εκλιπαρούν να ανοίξουν ξανά κι άλλες ΜΕΘ για Covid, υπάρχει ανεξήγητη κυβερνητική κωλυσιεργία στη λήψη αποφάσεων. Αυτή η απραξία είναι που τρομάζει. Και δεν έχει χαθεί μόνο πολύτιμος χρόνος – το τραγικό είναι ότι χάνονται ζωές στο μεταξύ.
Τα ψέματα Πλεύρη: «Δεν υπάρχει αναμονή στη Θεσσαλονίκη»
Πριν προχωρήσουμε στα στοιχεία και στους αριθμούς, αξίζει να θυμηθούμε τι κατήγγειλε
πρόσφατα η Γιάννα Αγγελοπούλου, αλλά – κυρίως- την απάντηση του υπουργού Υγείας, πάντα με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη. Στις 3 Σεπτεμβρίου, όταν το Σύστημα Υγείας στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, με πληροφορίες ότι ασθενείς διακομίζονταν εκτάκτως σε ΜΕΘ της Κοζάνης και των Σερρών, η Γιάννα Αγγελοπούλου ζήτησε την παρέμβαση του Κυριάκου Μητσοτάκη και του υπουργού Υγείας Θάνου Πλεύρη για να πάψουν να παραμένουν αναξιοποίητες από τον Μάιο οι 18 υπερσύγχρονες κλίνες ΜΕΘ που δώρισε στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» η Επιτροπή «Ελλάδα 2021».
Η κυρία Αγγελοπούλου τόνιζε στο Ράδιο Θεσσαλονίκη ότι οι εν λόγω ΜΕΘ παραμένουν ανενεργές και δήλωνε: «Περιμέναμε ότι θα βοηθήσουν στη συγκεκριμένη συγκυρία – έστω και μία ζωή να σωθεί είναι σημαντικό. Κάνω έκκληση στον νέο υπουργό Υγείας και τον πρωθυπουργό να δώσουν λύση».
Μία ημέρα πριν, ο κ. Καπραβέλος είχε προκαλέσει σοκ στην κοινή γνώμη με τη δήλωσή του ότι αντιμετωπίζει «την πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα του», ενώ, συνεχίζοντας σε ακόμα πιο δραματικούς τόνους, είπε: «Είναι τρομερό το δίλημμα της επιλογής ασθενούς για κάποιον γιατρό. Δεν φοβάμαι να τα βάλω με τον θάνατο και να χάσω από αυτόν, όμως η επιλογή ασθενούς αποτελεί μια απίστευτα ψυχοφθόρα κατάσταση». Κι αυτό λόγω «της έλλειψης κλινών non-Covid, αφού τα νοσοκομεία σε ολόκληρη τη χώρα ολοένα περισσότερο κατακλύζονται από ασθενείς με κορωνοϊό».
Αρον άρον, και αφού επικράτησε πανικός στο κυβερνητικό στρατόπεδο, κάποιες κλίνες
ΜΕΘ λειτούργησαν μέσα σε λίγα 24ωρα, όμως ο κ. Πλεύρης έκανε μια ενδιαφέρουσα
δήλωση για το ίδιο θέμα στις 7 Σεπτεμβρίου, από το βήμα της Βουλής, ύστερα από σχετική
ερώτηση: «Αυτή τη στιγμή δεν βρίσκονται σε λειτουργία οι κλίνες, διότι δεν υπάρχει αναμονή στη Θεσσαλονίκη»! Οταν η κατάσταση στη συμπρωτεύουσα επιδεινώθηκε κι άλλο, όπως ανέμενε και προειδοποιούσε επί σχεδόν έναν μήνα το ιατρικό προσωπικό της πόλης, ο κ. Πλεύρης μετέβη εκτάκτως στη Θεσσαλονίκη στις 22 Σεπτεμβρίου. Δεν ανακοινώθηκε, όμως, η εφαρμογή κάποιου plan B με αυξομειώσεις κλινών ανάλογα με τις συνθήκες, όπως είχε γίνει τον Νοέμβριο και τον Μάρτιο, όταν προστέθηκαν κι άλλες ΜΕΘ για τον Covid στις μεγαλουπόλεις.
Με συνέπεια την 1η Οκτωβρίου η πληρότητα να αγγίξει το 100%, που σημαίνει ότι οι
νεοεισερχόμενοι ασθενείς με βαρύτατα συμπτώματα δεν μπορούσαν πλέον να νοσηλευτούν εγκαίρως σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Αναστολές συμβάσεων και ολιγωρία της κυβέρνησης έφεραν το «κραχ»
Την 1η Οκτωβρίου, η ΠΟΕΔΗΝ ενημέρωσε ότι στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν 71 ΜΕΘ.
Πόσες λειτουργούσαν την άνοιξη, στην καρδιά του τρίτου κύματος; Σύμφωνα με τον
πρόεδρό της Μιχάλη Γιαννάκο, 193. Ενώ, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τα
σχετικά στοιχεία, τον περασμένο Νοέμβριο ήταν 209!
«Στην κεντρική και τη δυτική Μακεδονία οι ΜΕΘ είναι γεμάτες, γιατί, λόγω των αναστολών εργασίας των ανεμβολίαστων, λειτουργούν λιγότερες από τις μισές» δήλωνε πριν από μερικές ημέρες ο κ. Γιαννάκος. Και, ταυτόχρονα, σήμαινε συναγερμό, κάνοντας λόγο για πληρότητα 90% στις ΜΕΘ κορονοϊού σε όλη τη βόρεια Ελλάδα!
Ασφαλώς και οι αναστολές εργασίας είναι ένας σημαντικός λόγος για ό,τι συμβαίνει, όμως όχι και ο μοναδικός. Ρόλο έπαιξε και η ολιγωρία της κυβέρνησης. Στις αρχές Μαρτίου, με τους διασωληνωμένους να αυξάνονται ραγδαία κάθε μέρα στην επικράτεια, και ειδικά τα νοσοκομεία της Αττικής να πιέζονται όσο ποτέ άλλοτε, η κυβέρνηση εκπονούσε έκτακτο συνολικό σχέδιο αύξησης των κλινών ΜΕΘ. Με εκείνο το plan B προστέθηκαν 70 μονάδες για Covid στην Αττική. Οσο για τη Θεσσαλονίκη, ήδη από τον Νοέμβριο του 2020 οι ΜΕΘ είχαν αυξηθεί, όπως είχε δηλώσει ο Β. Κικίλιας: «Καταφέραμε να ισορροπήσουμε στη μάχη της Θεσσαλονίκης, αυξάνοντας 300% τις ΜΕΘ μας και 150% τις απλές κλίνες Covid».
Τα κρούσματα, όμως, δεν εμφάνισαν πτώση στη διάρκεια του καλοκαιριού, όπως
ενδεχομένως λογάριαζαν η κυβέρνηση και οι επιτροπές της, με τη Δέλτα να επιβαρύνει
γρήγορα τα νοσοκομεία των περισσότερων περιοχών της χώρας. Φυσικά, ακόμα και όταν ο συνολικός αριθμός των ΜΕΘ ξεπέρασε τις 1.400, δεν ήταν όλα ρόδινα, αφού ως «κανονικές» μονάδες Εντατικής λογίζονταν και εκατοντάδες «αυτοσχέδιες» ΜΕΘ, περίπου 350, που στήθηκαν άρον άρον λόγω των έκτακτων συνθηκών. Κάτι που σημαίνει ότι ήταν υποστελεχωμένες και λειτουργούσαν δίχως πλήρη εξοπλισμό.
Επίσης, τα γνωστά και διαχρονικά προβλήματα υποστελέχωσης του ΕΣΥ ήρθαν να επιδεινώσουν οι αναστολές εργασίες από τον Σεπτέμβριο, και ενώ ήδη είχε υλοποιηθεί η απόφαση του Μαΐου για μείωση των ΜΕΘ Covid με ραγδαίους ρυθμούς, παρά το γεγονός
ότι απέχουμε ακόμα από το τέλος, αν και ήδη έχουν εμβολιαστεί 6 στους 10 πολίτες.
Το πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση το αποδεικνύει το lockdown στη Θεσσαλονίκη την 1η Οκτωβρίου, ένα μέτρο που αποφασίζεται όταν οι αντοχές του Συστήματος Υγείας είναι οριακές. Με τους ειδικούς να εκτιμούν ότι και ο φετινός χειμώνας θα είναι δύσκολος, στη θέση της Θεσσαλονίκης μπορεί να βρεθούν σύντομα και άλλες πόλεις, αφού ήδη στο
«κόκκινο» βρίσκονται η Λάρισα, η Καβάλα, η Καστοριά κ.ά. Η κατά τόπους πίεση στο
Σύστημα Υγείας θα εξακολουθεί να ασκείται και οι ΜΕΘ που «εξαφανίστηκαν» σε μια
νύχτα, λόγω της κανονικότητας που δεν ήρθε, θα λείπουν.
Οπως, λοιπόν, λόγω έλλειψης προσωπικού, 9 κλίνες ΜΕΘ στο «Παπανικολάου» και 2 στο
«Αγιος Δημήτριος» εξακολουθούν να παραμένουν κλειστές σε ένα τάιμινγκ ζωής ή
θανάτου, και όπως, δυσανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες, αφαιρέθηκαν ΜΕΘ που
ήταν προορισμένες για τον Covid, έτσι μπορεί να συμβεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε,
ειδικά όσο τα κρούσματα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα σε τόσες περιοχές.
Τον Μάρτιο υπήρχαν καταγγελίες από τους εργαζομένους στα νοσοκομεία ότι σταθερά
πάνω από 100 άτομα ήταν διασωληνωμένα εκτός ΜΕΘ στην Αττική, με ασθενείς να
καταλήγουν πριν προλάβουν να μπουν σε μονάδα. Ανθρωποι χάθηκαν περιμένοντας
περίθαλψη σε μια μονάδα που θα μπορούσε να τους είχε σώσει τη ζωή, όπως συνέβη με
75χρονη που πέθανε ενώ περίμενε για τέταρτη ημέρα εκτός ΜΕΘ. Πώς είναι δυνατόν να αφήνονται άνθρωποι να φτάσουν στο κατώφλι του θανάτου, χωρίς να τους παρέχεται το απαιτούμενο είδος νοσηλείας;