Την αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) προκαλεί το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τον Ποινικό Κώδικα, διατυπώνοντας παρατηρήσεις με έγγραφο προς το υπουργείο Δικαιοσύνης και στα πολιτικά κόμματα, ώστε να ληφθούν υπόψη κατά τη συζήτηση στη Βουλή.
Οι εκπρόσωποι των δικαστών και εισαγγελέων τάσσονται κατά της επαναφοράς των ισοβίων ως μόνης απειλούμενης ποινής για συγκεκριμένα κακουργήματα, χαρακτηρίζοντας τη σχετική πρόβλεψη ως «ατυχή» και «αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση», ζητώντας να ισχύσει η αρχή της αναλογικότητας ως προς τις ποινές.
Αναφέρουν σχετικά:
«H επιλογή του Σχεδίου Νόμου να επαναφέρει για ορισμένα κακουργήματα την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ως μόνη απειλούμενη ποινή είναι ατυχής και συνιστά μία αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην γενική πρόληψη, εκδηλώνοντας σαφώς (όπως και με σειρά άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου) έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία. Παράλληλα, η προσβολή της αρχής της αναλογικότητας είναι δεδομένη και σε ορισμένες περιπτώσεις μη ανεκτή. Αρκεί να αναφερθεί το ακόλουθο παράδειγμα για την κατάδειξη του προβλήματος: δράστης που τελεί βιασμό σε βάρος ανηλίκου (π.χ. 17 ετών) με ετεροαυνανισμό ή πεολειξία ή αιδιολειξία θα τιμωρηθεί υποχρεωτικά με τη μόνη απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, με την οποία τιμωρείται και ο δράστης ομαδικού βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος.
Η πιο πάνω προβληματική αφορά ειδικότερα τα εγκλήματα των άρθρων 134 (εσχάτη προδοσία), 264 παρ. 1 περ. γ΄ (εμπρησμός, από τον οποίο προκλήθηκε θάνατος), 265 παρ. 1 περ. δ΄ (εμπρησμός σε δάση, από τον οποίο προκλήθηκε θάνατος), 299 παρ. 1 (ανθρωποκτονία με δόλο), 323Α παρ. 3 εδ. β΄ (εμπορία ανθρώπων που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο), 336 παρ. 3 (βιασμός που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο ή με θύμα ανήλικο), 340 (κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη και γενετήσια πράξη με ανηλίκους ή ενώπιόν τους που έχουν ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος), 351Α (γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής, που έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος), 380 παρ. 2 (ληστεία που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα ή από την οποία επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη), 385 παρ. 2 ΠΚ (εκβίαση που τελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα ή από την οποία επήλθε θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη).
Ειδικά για τα εγκλήματα των άρθρων 264 παρ. 1 περ. γ΄ και 265 παρ. 1 περ. δ΄ ΠΚ η απειλή της ισόβιας κάθειρξης ως μόνης ποινής βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις προβλέψεις στα υπόλοιπα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (άρθρα 268, 270, 273, 275, 277, 285 και 286 ΠΚ), για τα οποία ακόμα και σε περίπτωση πρόκλησης θανάτου μεγάλου αριθμού ανθρώπων απειλείται διαζευκτικά και πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών.
Ο πλήρης και ουσιαστικός σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας επιβάλλει την απάλειψη των πιο πάνω προβλέψεων του Σχεδίου Νόμου και τη διατήρηση του τρόπου απειλής της ισόβιας κάθειρξης (δηλ. διαζευκτικά με πρόσκαιρη κάθειρξη), όπως ισχύει σήμερα στον ΠΚ.
Διαφωνούν, επίσης, και με τον αποκλεισμό της απόλυσης με «βραχιολάκι» καταδικασθέντων για συγκεκριμένες κακουργηματικές πράξεις.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και πως προς την επαναφορά του πλημμελήματος της αλιείας σε χωρικά ύδατα από αλλοδαπούς. Η ΕνΔΕ αναφέρει ότι σκοπός δεν είναι η προστασία «του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την αλόγιστη και μη ελεγχόμενη αλιεία» όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αλλά «η αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης αλιείας από Τούρκους αλιείς στην αιγιαλίτιδα ζώνη του Ελληνικού Κράτους».
Όπως αναφέρουν, «μία τέτοια συμπεριφορά αντιμετωπίζεται και υπό το σημερινό καθεστώς με κατάλληλη εφαρμογή της νομοθεσίας για την παράνομη είσοδο αλλοδαπών στη Χώρα, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε αμφιβόλου σκοπιμότητας και ορθότητας νομοθετικές επιλογές».
Στο έγγραφο αναφέρονται αναλυτικά σε άρθρα του Ποινικού Κώδικα καταθέτοντας τις παρατηρήσεις τους επί της ουσίας, ενώ επισημαίνουν και λεκτικές αστοχίες του νομοσχεδίου.
Η ΕνΔΕ επισημαίνει ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί θα κληθούν εκ νέου να εφαρμόσουν τις νέες εκτεταμένες αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες που τροποποιούνται για δεύτερη φορά μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, χωρίς να έχουν στη διάθεσή τους το χρονικό περιθώριο «να μελετήσουν τις νέες τροποποιήσεις, να συγκρίνουν τις διατάξεις, να καταλήξουν με ασφάλεια στον εφαρμοστέο κάθε φορά κανόνα δικαίου».
Τονίζει δε πως θα τεθούν πλείστα ζητήματα ως προς την εφαρμογή της ευμενέστερης για κάθε περίπτωση διάταξης.