Αδιάφορη, από ό,τι φαίνεται, αφήνουν την κυβέρνηση οι δραματικές προειδοποιήσεις κάθε σχετικού οργανισμού σχετικά με το δημογραφικό μέλλον της χώρας μας, αφού, παρά την κρισιμότητα του ζητήματος, τα όποια μέτρα παίρνονται δεν αποτελούν παρά… ασπιρίνες, που σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζουν τον πυρήνα του προβλήματος.
- του Δημήτρη Παπαγεωργίου
Οι εφιαλτικές προβλέψεις για το μέλλον του Ελληνισμού, από ό,τι φαίνεται, δεν προκαλούν ιδιαίτερη συγκίνηση στους υπευθύνους, που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ως… τριτοτέταρτο το συγκεκριμένο ζήτημα, παρά το ότι, σύμφωνα με κάθε δημογραφική έρευνα και στατιστική, βρισκόμαστε ενώπιον του κινδύνου ακόμη και μη αναστρεψιμότητας.
Η εμμονή σε ιδεοληπτικές προσεγγίσεις, που παρουσιάζουν το δημογραφικό πρόβλημα ως… υποκατηγορία του ζητήματος της «ισότητας των δύο φύλων», όπως προκύπτει υποκρύπτει είτε την αδιαφορία των κυβερνώντων ελλείψει άμεσου πολιτικού κέρδους είτε την προειλημμένη απόφαση της αντικατάστασης του πληθυσμού από τις μεταναστευτικές ροές, στις οποίες κάποιοι ομνύουν.
Διαβάστε ακόμα: Υποχρεωτική η απογραφή – Σε ποιους θα χτυπήσει την πόρτα ο απογραφέας
Σε πρακτικό επίπεδο, αντί της λήψης άμεσων μέτρων, έχουμε «ημίμετρα» και αντί της δημιουργίας σχετικών υπηρεσιών, είτε αυτό είναι υπουργείο είτε οργανισμός τύπου ανεξάρτητης Αρχής, έχει δημιουργηθεί ένα υφυπουργείο. Το οποίο, σύμφωνα με τις μέχρις στιγμής κινήσεις του, δεν διαθέτει ούτε τη θέληση αλλά ούτε και την κατάλληλη χρηματοδότηση προκειμένου να επιτύχει αποτελέσματα που θα ανατρέπουν την πορεία που αυτή τη στιγμή υπάρχει. Η διοργάνωση -τον Οκτώβριο- συνεδρίων στη χώρα για το δημογραφικό πρόβλημα ανέδειξε μεν την κρισιμότητα του ζητήματος, πολλές φορές ακόμη και ενώπιον των υπεύθυνων υπουργών, αλλά προσέφερε πολύ λίγα στο επίπεδο των λύσεων, αφού μάλλον οι δεύτεροι καμώνονταν πως δεν άκουγαν το τι είναι απαραίτητο να συμβεί.
Κρίσιμη στιγμή
Σύμφωνα με πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η επόμενη απογραφή αναμένεται να δείξει μισό εκατομμύριο λιγότερους Έλληνες. Αποτέλεσμα που δεν έρχεται ως έκπληξη, αφού, όπως υποδεικνύουν σχετικές μελέτες, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται συνεχώς από το 2010 και έπειτα.
Δεν χρειαζόταν, όμως, η παραδοχή του πρωθυπουργού, αφού τα στοιχεία ερευνών που αναλύουν το ζήτημα, με βάση τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., είναι ξεκάθαρα. Το δημογραφικό πρόβλημα αποτελεί βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας μας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, και βασισμένη στα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., η προσέγγιση για απώλεια περίπου 500.000 ατόμων είναι μάλλον αισιόδοξη. Σύμφωνα με συγκεκριμένη έρευνα, που αναπαρήχθη ευρέως και στο διαδίκτυο, 47 από τους 51 νομούς της χώρας είχαν απώλειες, με τους μοναδικούς που καταγράφουν αξιοσημείωτη πληθυσμιακή αύξηση να είναι αυτοί που έχουν μετατραπεί σε χώρους υποδοχής μεταναστών. Την ίδια στιγμή η ηπειρωτική -και ιδιαίτερα τα ορεινά της μέρη- Ελλάδα χάνει σημαντικό αριθμό πληθυσμού, μετατρεπόμενη ολόκληρη σε μια «άγονη γη».
Το δε ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων σε εθνικό επίπεδο είναι αρνητικό την τελευταία εννεαετή περίοδο, αγγίζοντας το 223.000, κάτι που σημαίνει ότι οι προοπτικές ανατροπής της συγκεκριμένης δημογραφικής πορείας ελαττώνονται κάθε χρόνο με δραματικό ρυθμό.
Σύμφωνα με άλλες στατιστικές έρευνες, το 2050 ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί σε περίπου 9.000.000 και το 2080 σε 7.800.000. Όπως μάλιστα σημειώνει η Eurostat, ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε στις 1,38 το 2018 από 1,5 γεννήσεις το 2009, ενώ μέχρι το 2050 προβλέπεται ότι το 35% του πληθυσμού της χώρας θα είναι ηλικίας 65 ετών και άνω, ποσοστό που σήμερα υπολογίζεται σε 20%. Στοιχεία που εν γένει μπορεί να χαρακτηριστούν και αισιόδοξα, σύμφωνα με αναλυτές.
Εάν δε στη δύσκολη αυτή εξίσωση προστεθεί ο παράγοντας του πόσοι από αυτούς που κατοικούν στην Ελλάδα είναι Έλληνες ή έλκουν την εθνική τους καταγωγή από άλλες χώρες -ζήτημα που απασχολεί τουλάχιστον όσους δεν δηλώνουν «αντινατιβιστές»-, τα πράγματα γίνονται αρκετά πιο δύσκολα.
Ευχολόγια και γενικότητες από τον Χατζηδάκη
Πρόσφατα ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης ανήγγειλε μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος, που, δυστυχώς, όμως δείχνουν να είναι πολύ κατώτερα των περιστάσεων.
Συγκεκριμένα, ο κ. Χατζηδάκης αναφέρθηκε:
α) Στην προώθηση εναλλακτικών μορφών φύλαξης παιδιών μέσα από το νέο πρόγραμμα «Νταντάδες της γειτονιάς».
β) Στη δημιουργία μονάδων παιδικής μέριμνας σε 120 μεγάλες επιχειρήσεις.
γ) Στη χρηματοδότηση δημιουργίας 50.000 νέων θέσεων για βρέφη και νήπια σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.
δ) Στη στήριξη με στοχευμένα προγράμματα απασχόλησης σε μητέρες που μένουν εκτός αγοράς εργασίας.
Κάνοντας, πάντως, και μια ανακεφαλαίωση στο τι έχει γίνει μέχρι σήμερα, αναφέρθηκε σε… πρωτοβουλίες για θέματα υπηρεσιών παιδικής μέριμνας και φροντίδας και οικονομικής στήριξης οικογενειών, σημειώνοντας τη χορήγηση επιδόματος γέννησης 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, τη μείωση του ΦΠΑ σε βρεφικά είδη και διάφορες άλλες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όπως, παραδείγματος χάριν, στον… επαναπατρισμό αυτών που έφυγαν κατά τα μνημονιακά χρόνια.
Ο υπουργός δεν παρέλειψε, πάντως, σε μια αποκαλυπτική για την επικρατούσα νοοτροπία στιγμή, να αναφερθεί στην «ασφαλιστική μεταρρύθμιση» για τη νέα γενιά που θα βάλει… φρένο στην υπερβολική έκθεση του συστήματος στον δημογραφικό κίνδυνο. Ισως καλά έκανε που αναφέρθηκε σε αυτό, αφού είναι σαφές ότι τόσο αυτά που ανακοίνωσε πως θα γίνουν όσο και όσα ισχυρίστηκε πως έχουν γίνει δεν φέρνουν αποτελέσματα.
Η ενίσχυση των 2.000 € για κάθε τοκετό και η πολιτική των άλλων χωρών
Ακόμη και το πλέον σημαντικό μέτρο, αυτό της ενίσχυσης με 2.000 ευρώ κάθε οικογένειας που έκανε παιδί, είναι σαφές πλέον, σχεδόν δύο χρόνια μετά, ότι δεν είχε τα αποτελέσματα που αναμένονταν όταν ανακοινώθηκε, αφού το ισοζύγιο θανάτων – γεννήσεων δεν διορθώθηκε και η τάση μείωσης του πληθυσμού όχι δεν μειώθηκε, αλλά και δεν συγκρατήθηκε όσο θα περίμενε κανείς. Παρά το ότι τα μέτρα εν γένει είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, χαρακτηρίζονται από ειδήμονες τουλάχιστον ως άτολμα και ελλιπή.
Εάν αναρωτιέται κανείς το γιατί, δεν έχει παρά να δει τι μέτρα λαμβάνονται σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν παρόμοια με την Ελλάδα προβλήματα.
Αυτό που ο κ. Χατζηδάκης ανακοίνωσε με στόμφο ότι θα γίνει σε 120 εταιρίες, δηλαδή η ύπαρξη δομών φροντίδας για τα παιδιά των εργαζόμενων γυναικών, ισχύει υποχρεωτικά για μεγάλες εταιρίες -από έναν αριθμό εργαζομένων και άνω- εδώ και χρόνια σε παραπάνω από μία χώρες της Ευρώπης.
Στην Ιταλία για κάθε παιδί που αποκτά μια οικογένεια έχει να λαμβάνει εισόδημα ανά μήνα μέχρι και την ενηλικίωση του παιδιού. Αντί δηλαδή για τα 2.000 ευρώ, που μόλις μετά βίας καλύπτουν κάποια από τα έξοδα ενός τοκετού και των πρώτων αναγκών, υπάρχει μια σταθερή χρηματοδότηση των εξόδων του, που μπορεί να φτάνει ακόμη και τα 500 ευρώ τον μήνα.
Στη Γαλλία, τη μοναδική χώρα που υπερκαλύπτει τον στόχο ανανέωσης του πληθυσμού της, υπάρχει υπουργείο Οικογένειας εδώ και… 40 χρόνια. Επιλογή του Φρανσουά Μιτεράν, η οποία ευοδώθηκε, αφού η Γαλλία είναι σήμερα μια χώρα που δεν αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα.
Εάν δε χρειάζεται κάποιος ένα μέτρο σύγκρισης με την υπόλοιπη Ευρώπη, δεν χρειάζεται να αναφέρει τίποτε περαιτέρω από το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που δεν χρηματοδοτεί θεραπείες υπογονιμότητας, παρά το γεγονός ότι η ηλικία στην οποία οι γυναίκες αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί έχει αυξηθεί. Ζήτημα το οποίο, παρόλο που τονίστηκε ακόμη και από τον υφυπουργό Παιδείας Αγγελο Συρίγο, δεν προκάλεσε κάποιου είδους αντίδραση από τους αρμοδίους.
Έλλειψη πολιτικής κατά του πληθυσμιακού μαρασμού ή κάτι άλλο;
Η ουσία όμως, όπως αυτή μεταφέρεται από όσους έχουν αντιληφθεί την κρισιμότητα του προβλήματος, είναι η έλλειψη πολιτικής θέλησης για ανατροπή της τάσης του δημογραφικού μαρασμού. Δίχως τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Αρχής οικογενειακού προγραμματισμού, η οποία θα υπερβαίνει και θα ξεπερνά το πολιτικό σύστημα το οποίο λειτουργεί στην καλύτερη των περιπτώσεων με ορίζοντα τετραετίας, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει αντιμετώπιση του προβλήματος. Αυτή τη στιγμή, βέβαια, η Ελλάδα δεν έχει καν υιοθετήσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο άσκησης οικογενειακών και δημογραφικών πολιτικών (με τη μορφή, π.χ., μιας οριζόντιας εθνικής στρατηγικής ή ενός νόμου-πλαισίου για την προστασία της οικογένειας), παρά τα καλά υποδείγματα που υπάρχουν από χώρες όπως η Ιρλανδία, η Γαλλία και η Σκοτία, αφού το περίφημο εθνικό σχέδιο για το δημογραφικό παραμένει σε κάποιο συρτάρι.
Όπως χαρακτηριστικά συζητήθηκε και σε πηγαδάκια κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που διοργανώθηκε από τον «Economist», είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν πολιτικές που δεν θα έχουν αποτέλεσμα παρά μόνον σε βάθος 30 ή και 40 ετών από υπουργούς και υφυπουργούς που έχουν το βλέμμα στην επανεκλογή τους. Γεγονός που ακόμη και ο δήμαρχος Αθηναίων Κ. Μπακογιάννης παραδέχθηκε κατά τη διάρκεια τοποθέτησής του περί του ζητήματος, μιλώντας για «κενό» σε κεντρικό επίπεδο και αποσπασματικά μέτρα. «Άλλοι έχουν ακόμη και υπουργείο Οικογένειας και εμείς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα κλαδικά» είπε συγκεκριμένα, δείχνοντας ίσως προς την πλευρά του υπουργείο Εργασίας.
Η ανάγκη για ριζοσπαστικές λύσεις είναι πλέον πασιφανής, καθώς οι πάντες παραδέχονται το μέγεθος του προβλήματος. Όμως στην κυβέρνηση δεν δείχνουν διατεθειμένοι να τις πάρουν.
Συμβαίνει όμως αυτό διότι απλώς δεν υπάρχουν πολιτικά οφέλη ή μήπως επειδή έχει ήδη κυριαρχήσει η λύση της εισαγωγής μεταναστών προς αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού; Οι γνωστές τοποθετήσεις τόσο της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου παλαιότερα όσο και η πρόσφατη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, περί εισαγωγής μεταναστών προς επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από το δημογραφικό, δεν μπορούν παρά να δείξουν προς αυτή την κατεύθυνση. Άλλωστε είναι μια θεώρηση που εδώ και αρκετά χρόνια αναπαράγεται από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ. Αποτελεί όμως, όπως τονίστηκε και κατά τη διάρκεια του συνεδρίου του «Economist», μια πολύ δύσκολη συζήτηση για τους κρατούντες, που είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσουν αντιδράσεις.
Θολή και ασαφή διακήρυξη στην ιστοσελίδα του υπουργείου Εργασίας
Αυτή τη στιγμή το ζήτημα του δημογραφικού προβλήματος αποτελεί υποαρμοδιότητα του υπουργείο Εργασίας. Εκεί, άλλωστε, υπάγεται και το υφυπουργείο Δημογραφικής Πολιτικής και Οικογένειας, του οποίου προΐσταται η Μαρία Συρεγγέλα.
Εάν όμως κάποιος κάνει τον κόπο να μπει στην ιστοσελίδα του υπουργείου προκειμένου να αναζητήσει πληροφορίες σχετικά με τη «δημογραφική πολιτική» στον σχετικό τομέα, το μόνο που θα δει είναι μια θολή και ασαφή διακήρυξη 109 λέξεων, στην οποία αναφέρεται ακριβώς: «Η δημογραφική πολιτική προωθεί μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος. Οι ελληνικές οικογένειες κάνουν πλέον λιγότερα παιδιά και ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται και γηράσκει. Το δημογραφικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται με πολιτικές για την ενίσχυση της γονιμότητας, τη στήριξη της οικογένειας και την αύξηση της γυναικείας εργασίας. Για να σημειωθεί αύξηση των γεννήσεων, πρέπει να δημιουργηθεί ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την απόκτηση παιδιών με περισσότερα κίνητρα και ένα υποστηρικτικό στην οικογένεια εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον. Παράλληλα, οι επιδοματικές πολιτικές πρέπει να συνδυαστούν με μέτρα για την ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων και την εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, με σκοπό τη βελτίωση της καθημερινότητας όλων των μελών της οικογένειας».
Είναι σαφές ότι με τέτοιου είδους γενικότητες και με «κάτω τα χέρια» προσεγγίσεις του ζητήματος ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν μπορεί κανείς να επιτύχει.