Ηταν στραβό το κλήμα, το έφαγε ο γάιδαρος και απόγινε: μια παροιμία που μπορεί να αποτυπώσει με τον πιο γλαφυρό τρόπο την κακοδαιμονία του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια, που μετά την οικονομική κρίση δοκιμάστηκε ακόμα μία φορά και από την πανδημία.
Κλειστές κινηματογραφικές αίθουσες για όλο τον περσινό χειμώνα, διακοπή των γυρισμάτων για τον περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού, αδυναμία της ελληνικής αγοράς να προσαρμοστεί στη διαδικτυακή θέαση με -έστω και μειωμένο- εισιτήριο περιέκοψαν αγρίως τα ήδη συρρικνωμένα εισοδήματα των ανθρώπων του κινηματογράφου, που έζησαν για πολλούς μήνες -στην καλύτερη περίπτωση- με το πενιχρό επίδομα των 534 ευρώ μηνιαίως. Βεβαίως, αυτό δεν ίσχυσε για όλους, καθώς η πανδημική κρίση υπήρξε για ορισμένους ευκαιρία να εισπράξουν σημαντικά ποσά για την παραγωγή ταινιών, που, υπό άλλες περιστάσεις, θα έκαναν εισπράξεις ανάλογες με παγκάρι σε εξοχικό ξωκλήσι.
Και όλα αυτά με χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά, μέσα από το υπερφιλόδοξο «Πρόγραμμα Covid» του ΥΠΠΟΑ για τη στήριξη της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Με γρήγορα ανακλαστικά, από τις πρώτες ημέρες των περιοριστικών μέτρων, την άνοιξη του 2020, η Λίνα Μενδώνη προχώρησε στην εξαγγελία διάθεσης 15.000.000 ευρώ για την ενίσχυση των ανθρώπων του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων σε κινηματογραφικές παραγωγές. Ειδικά για τους τελευταίους, το αναλογούν ποσόν ανερχόταν αρχικά σε 1.800.000 ευρώ. Και λέμε αρχικά, γιατί με τα κρατικά «χουβαρνταλίκια» κατέληξαν σε 3.800.000 ευρώ, μέσα από μια διαδρομή με πολλές αναταράξεις, ομιχλώδη τοπία και σκηνές απείρου κάλλους, που δεν ξέρεις αν πρέπει να
προκαλέσουν γέλιο ή κλάμα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Με την εξαγγελία διαφανών fast track διαδικασιών, το υπουργείο διαθέτει 1.800.000 ευρώ για την ανακούφιση των ανθρώπων του
κινηματογράφου, πριν ακόμα γίνουν ορατά έστω και τα πρώτα σημάδια της κρίσης. Η αρχική ιδέα ήταν να προκριθούν 100 προτάσεις για ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ στη δεύτερη φάση του διαγωνισμού, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν. Για τη διαλογή των υποψηφιοτήτων, την τήρηση των διαδικασιών και την κατανομή της χρηματοδότησης η Λίνα Μενδώνη όρισε το από πολλές πλευρές βαλλόμενο για την αποτελεσματικότητα και διαφανή λειτουργία του Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Μικρή παράλειψη, για την πρώτη φάση του διαγωνισμού δεν ανακοινώθηκαν τα ονόματα της κριτικής επιτροπής. Φαίνεται όμως ότι η δεκαετής κρίση ενέπνευσε πολλούς φερέλπιδες νέους να στραφούν στην τέχνη για να λύσουν το βιοποριστικό τους πρόβλημα, με αποτέλεσμα οι προτάσεις που τέθηκαν προς κρίση να υπερβούν τις 1.200. Μάλιστα, παρότι η υπουργός είχε θέσει ως βασική προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση την ύπαρξη ΚΑΔ (Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας) με θέμα τις δραστηριότητες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων, κατόπιν πιέσεως από «κουλτουριάρηδες» του ΚΚΕ απέσυρε τη βασική αυτή προϋπόθεση μερικές μόλις ημέρες προ της λήξεως της προθεσμίας υποβολής, με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό εν μια νυκτί των αιτήσεων.
Φυσικά, είναι περιττό να ειπωθεί ότι οι περισσότερες από εκείνες τις αιτήσεις, της τελευταίας στιγμής, απείχαν πολύ από το να έχουν γίνει από επαγγελματίες πληγέντες από την Covid-
19. Αλλά -ως γνωστόν- στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις… Κάτι ο μεγάλος αριθμός, κάτι η ζέση του κράτους να στηρίξει τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, ως διά μαγείας προστέθηκε άλλο ένα εκατομμύριο ευρώ στο κονδύλι, για τη χρηματοδότηση ακόμα 100 προτάσεων. Στην πορεία προστέθηκε και η κατηγορία του animation, καθώς και ακόμα ένα εκατομμύριο ευρώ, μια που ήταν μεγάλες οι ανάγκες και ακόμα πιο μεγάλη η ζήτηση.
Για να αντεπεξέλθει στον μεγάλο όγκο των αιτήσεων, ο τότε πρόεδρος του ΕΚΚ Πάνος Λουκάκος ανέθεσε σε μέλος του Δ.Σ. την κατάρτιση κριτικής επιτροπής. Ο άνθρωπος αυτός έφερε πρόταση για σύσταση 18μελούς σώματος από έγκριτους ανθρώπους του κινηματογράφου, που θα ενίσχυαν το κύρος της διαδικασίας. Για κάποιον όμως περίεργο λόγο, η σύνθεση αυτή δεν βρήκε σύμφωνο τον πρόεδρο, ο οποίος έκανε τα αδύνατα
δυνατά για να τη διαλύσει. Κακές γλώσσες θέλουν τον Λουκάκο να περιδιαβαίνει τους διαδρόμους ρωτώντας τα μέλη της υπό σύσταση επιτροπής «τίνος είσαι εσύ;», ωσάν να
ευρίσκετο στην πλατεία του χωριού του. Απολύτως φυσικό ήταν οι άνθρωποι αυτοί να χαιρετίσουν πρόωρα τη διαδικασία, με την επιτροπή να μην περνά καν στη φάση συγκρότησης. Παρ’ όλα αυτά, το πνεύμα του Ελληνικού Δημοσίου βρήκε την
καλύτερη λύση: διένειμε τις 1.200 προτάσεις σε…εξειδικευμένους κριτές, ήτοι διοικητικούς υπαλλήλους του ΕΚΚ, του υπουργείου και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αλλά και έμπειρους «ειδικούς» πλήρους εμπιστοσύνης του προέδρου.
Δεν έλειψαν, δε, και οι ψίθυροι ότι στο πλαίσιο της ανοικτότητας οι φάκελοι των υποψηφίων έφτασαν στους κριτές ανοικτοί, όσον αφορά στα ονόματα των σκηνοθετών και λοιπών συντελεστών. Με διαφανείς, λοιπόν, σχεδόν αόρατες διαδικασίες, άνθρωποι που ήξεραν από κινηματογράφο όσο και ο Σεφερλής από τραγωδία βρέθηκαν να κρίνουν τις υποβληθείσες προτάσεις, αφήνοντας απέξω ηχηρά ονόματα με βαριά ιστορία και προκρίνοντας κινηματογραφικούς startupers με φαντεζί ιδέες.
Το τσουνάμι αντιδράσεων και καταγγελιών που ακολούθησε παρέσυρε στο διάβα του το Δ.Σ. του ΕΚΚ, το οποίο προτίμησε να πηδήξει από το σαπιοκάραβο προτού βρεθεί αντιμέτωπο με
τις όποιες ποινικές ευθύνες. Γάτα ο Λουκάκος, άφησε στη βάρκα τα ποντίκια να φαγωθούν μόνα τους. Βεβαίως, αυτή η εξέλιξη δεν πτόησε την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, που με γοργές και αέρινες κινήσεις αντικατέστησε το Δ.Σ. του ΕΚΚ με νέο, αυτή τη φορά με περγαμηνές στον χώρο – μέχρι και ιδιοκτήτρια θερινού σινεμά στην επαρχία κατέλαβε θέση. Και όρισε εξαρχής επιτροπές που θα εξέταζαν τις υποβληθείσες προτάσεις -ναι, αυτές που η προηγούμενη διοίκηση είχε προκρίνει για τη δεύτερη φάση-, τις οποίες απάρτισαν άνθρωποι γνωστοί στον χώρο, είτε για καλό είτε για κακό.
Ως εκ θαύματος, οι τελικώς εγκριθείσες προτάσεις έφεραν σε πολλές περιπτώσεις την υπογραφή σκηνοθετών που πρωτοστάτησαν στο κίνημα της «Ομίχλης», το 2009. Σκηνοθετών που είχαν αναθαρρήσει από την ανάρρηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, απαιτώντας να βρουν μία θέση στον (πράσινο) ήλιο της κρατικής χρηματοδότησης, αφού θεωρούσαν εαυτούς αδικημένους από την κυβέρνηση Καραμανλή. Για κακή τους τύχη, οι ελπίδες τους πνίγηκαν λίγο μετά στα μνημονιακά κύματα του Καστελορίζου. Η ανταμοιβή τους όμως φαίνεται πως ήρθε με 10 χρόνια καθυστέρηση, από έναν άνθρωπο που υπηρέτησε ως διοικητικό στέλεχος τις κυβερνήσεις Σημίτη και αναδείχτηκε πολιτικά μέσα από τον Σαμαρά και τον Μητσοτάκη.
Οπως όμως συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα, ούτε γάτα ούτε ζημιά: η κατακλείδα της όλης περιπέτειας συνοψίζεται στην πανηγυρική ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ ότι η διαδικασία
ολοκληρώθηκε ομαλά και οι άνθρωποι του πολιτισμού στηρίχθηκαν όσο ποτέ άλλοτε στην πιο μεγάλη κρίση που δοκίμασε μεταπολεμικά η χώρα.
Ωφελημένοι οι «αλεξιπτωτιστές» από το ζεστό κρατικό χρήμα Η διασπάθιση χρήματος σε αυτή την ομιχλώδη υπόθεση δεν είναι το μόνο σκοτεινό σημείο. Ισως να μην είναι και το πιο
τραγικό. Το πιο αποκαρδιωτικό απ’ όλα είναι ότι για μια ακόμα φορά απαξιώθηκε ο πολιτισμός από τον ίδιο τον φορέα που θεωρητικά οφείλει να τον υπερασπίζεται. Για μια ακόμα φορά καταδικάστηκαν στο περιθώριο δημιουργοί με εντυπωσιακή πορεία για να ωφεληθούν καινοφανείς «αλεξιπτωτιστές», χωρίς επαρκή παιδεία, χωρίς στοιχειώδη αισθητική, που χωρίς το ζεστό κρατικό χρήμα δεν θα μπορούσαν να γυρίσουν ούτε
ερασιτεχνικό βίντεο για να το μοιραστούν με τους φίλους τους στα social media ή στην καλύτερη περίπτωση να το προβάλουν σε εναλλακτική βραδιά σε καφέ των Εξαρχείων. Μένει να δούμε το «γκελ» αυτών των παραγωγών μετά το τέλος της πανδημίας, με τη διανομή τους στις κινηματογραφικές αίθουσες ή την προβολή τους σε κάποιο κανάλι. Το πιο πιθανό είναι όμως να περιοριστούν σε μια ανάρτηση στο YouTube ή σε κάποια άλλη διαδικτυακή πλατφόρμα, και μάλιστα με ελάχιστες θεάσεις.
Με αυτά και με εκείνα, θα ήταν πολύ καλή ιδέα το υπουργείο να προκηρύξει έναν διαγωνισμό για τη χρηματοδότηση μιας ταινίας με θέμα τη διαδρομή του «πακέτου Covid». Αν μη τι άλλο, όχι μόνο θα ήταν μία πρώτης τάξεως μαύρη κωμωδία, εφάμιλλη διεθνών προδιαγραφών, αλλά θα έμενε στην ιστορία και ως η μόνη κρατικά επιδοτούμενη παραγωγή που θα γνώριζε επιτυχία. Εγγυημένα.
Δυστυχώς, μέχρι να αποκτήσει το ελληνικό κράτος τις στοιχειώδεις διαδικασίες, το δημόσιο χρήμα θα σιτίζει μωρόδοξους και ατάλαντους επί το πλείστον «δημιουργούς», αφήνοντας το πιο παραγωγικό κομμάτι του καλλιτεχνικού κόσμου αλλά και κάθε καλόπιστο πολίτη με την απορία: Λίνα μου, το κονδύλι σου πού το έχεις μοιρασμένο;