Ο Λ. έως πριν από έξι μήνες ήταν αστυνομικός. Σήμερα είναι υπόδικος για 11 ληστείες σε βενζινάδικα, βρίσκεται προφυλακισμένος έξι μήνες στις Φυλακές Κορυδαλλού και περιμένει να δικαστεί.
- Από τον Μάνο Μεϊμαράκη
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του οδοιπορικού της «δημοκρατίας» στις Φυλακές Κορυδαλλού, κλείνουμε με τη συνέντευξή του, υπό τον όρο να μην αποκαλυφτεί το όνομά του. Μπήκε στην ΕΛ.ΑΣ. όταν ήταν 19 ετών, υπηρέτησε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αθηνών και τα τελευταία δύο χρόνια στην Ομάδα ΔΙΑΣ. Γνώριζε τα βενζινάδικα, καθώς περιπολούσε συχνά γύρω από αυτά. Στις ληστείες πήγαινε με το υπηρεσιακό του όπλο χωρίς σφαίρες, επειδή φοβόταν ότι σε ενδεχόμενη πάλη με κάποιο από τα θύματά του, αν ήταν γεμάτο, θα μπορούσε να εκπυρσοκροτήσει.
Άφηνε το αυτοκίνητο μακριά, συνέχιζε με τα πόδια, λήστευε, επέστρεφε στο αυτοκίνητο και διέφευγε. Διέπραξε 11 ληστείες εντός περίπου ενός διμήνου μέσα στην καραντίνα. Όταν οι συνάδελφοί του άρχισαν να ερευνούν τα βίντεο γύρω από τα βενζινάδικα που είχε ληστέψει, εστίασαν αμέσως σε ένα συγκεκριμένο όχημα, καθώς δεν κυκλοφορούσαν πολλά αυτοκίνητα και άρχισαν να ενώνουν καρέ από διαφορετικά βίντεο, προκειμένου να έχουν ολόκληρη την πινακίδα του οχήματος, και έτσι τον εντόπισαν. Μέχρι που ένα μεσημέρι αυτοκίνητο της Ασφάλειας του έκλεισε τον δρόμο.
«Βλέποντας το αυτοκίνητο να μπαίνει μπροστά μου, δεν συνειδητοποιώ τι γίνεται. Λέω: “Τι κάνει αυτός;” Όταν είδα τις τέσσερις πόρτες να ανοίγουν και να βγαίνουν έξω, λέω: “Ηρθε το τέλος!” Από εκεί και πέρα ήμουν χαμένος, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη», αναφέρει.
Στα 10 χρόνια που ήταν αστυνομικός δεν είχε φανταστεί ποτέ πώς είναι να συλλαμβάνεται ο ίδιος. Στη ΓΑΔΑ έμεινε πέντε-έξι ημέρες, μέχρι που οδηγήθηκε στην ανακρίτρια και αποφασίστηκε η προφυλάκισή του.
Πέρασε στην αντίπερα όχθη και βρέθηκε στη φυλακή σε μια στιγμή. Μετά την υπηρεσία, όπως όλοι, κλεινόταν στο σπίτι χωρίς να μπορεί να επισκεφτεί για περίπου ενάμιση χρόνο τους γονείς του, αλλά και φίλους στην περιοχή από την οποία κατάγεται, εξαιτίας της απαγόρευσης των μετακινήσεων από νομό σε νομό. Η απομόνωση τον οδήγησε στον ηλεκτρονικό τζόγο να παίζει τον μισθό του, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι εθίζεται. Στα πρώτα παιχνίδια πήρε κάποια μικροποσά και νόμιζε ότι θα συνέχιζε χωρίς να χάνει πολλά, αλλά έχανε τα πάντα!
«Βρήκα συντροφιά στα “φρουτάκια”! Υπήρχαν περίοδοι που πληρωνόμουν από την Αστυνομία στις 6.00 το απόγευμα και 6.10, το πολύ 6.15, δεν είχα τίποτα, τα ‘παιζα όλα! Ετσι δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος, που δεν είχε τελειωμό. Το μόνο τέλος ήρθε με τη σύλληψή μου», λέει.
Σε λίγους μήνες είχε δημιουργήσει ένα χρέος 20.000 ευρώ από οφειλόμενα σε υποχρεώσεις και λογαριασμούς και δανεικά από συγγενείς, φίλους και γνωστούς, μέχρι που είδε μπροστά του ως μονόδρομο τις ληστείες. «Το μεγαλύτερό μου σφάλμα κι από τις ληστείες ακόμα, είναι ότι ήμουν κλειστός σαν στρείδι. Δεν μιλούσα σε κανέναν, κανείς δεν γνώριζε ότι δανειζόμουν για να παίξω, όλοι νόμιζαν ότι απλά αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες. Τι πραγματικά συνέβαινε το έμαθαν όταν ειδοποιήθηκαν ότι με έχουν συλλάβει. Από το χρέος έφτασα στα όρια της κατάθλιψης, είχα απομονωθεί, δεν απαντούσα σε τηλέφωνα, είχα διακόψει επικοινωνία ακόμα και με τους γονείς και τα αδέρφια μου. Όταν μπήκα στην Αστυνομία, στα 19 μου, αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν ότι πλέον είμαι ο κυρίαρχος στη ζωή μου και θα πορευτώ μόνος μου, και δεν θα συνεχίσω να επιβαρύνω τους δικούς μου, ίσα ίσα θα προσπαθήσω να τους βοηθήσω για όλα όσα μού έχουν προσφέρει. Αυτό στην πορεία φάνηκε ότι δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά δεν ήθελα να γίνω βάρος, γιατί θεωρούσα ότι ήμουν ήδη βάρος. Όταν τα χρέη μου έγιναν βουνό, σε τέτοια στιγμή απόγνωσης σκέφτηκα ότι οι ληστείες είναι μονόδρομος, γιατί χρειαζόμουν αρκετά λεφτά σε σύντομο χρονικό διάστημα».
Αν θα μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να σκίσει μια σελίδα της ζωής του, θα επέλεγε την περίοδο κατά την οποία άρχιζε να βουλιάζει στον ηλεκτρονικό τζόγο. «Θα έσκιζα σε χίλια κομμάτια και θα έβαζα και φωτιά από πάνω στη σελίδα με αυτόν τον 1,5 χρόνο με τα “φρουτάκια”, όπου κατέστρεψα τα πάντα. Ολοι πέσανε από τα σύννεφα με τη σύλληψή μου. Με φόβιζε ότι μπορεί να συλληφθώ μια μέρα, αλλά ήδη θεωρούσα ότι τα είχα χαμένα όλα. Στη φυλακή κατάλαβα ότι όλα όσα πίστευα ήταν δημιούργημα της φαντασίας μου και μόνο, γιατί οι γονείς και τα αδέρφια μου μού στάθηκαν και συνεχίζουν να μου στέκονται».
Πλέον αισθάνεται ότι τα αδέρφια του τον αγαπάνε -ίσως και παραπάνω από πριν-, ενώ η μητέρα του δεν θέλει να τον επισκέπτεται στη φυλακή, για να μη στενοχωριέται εκείνη.
«Το σήμερα εδώ μέσα κάποια στιγμή θα περάσει, το αύριο πρέπει να σκέφτεσαι»
Η ποινή που περιμένει να ακούσει τον Ιανουάριο είναι περίπου 10 χρόνια φυλάκιση και από αυτά θεωρεί βέβαιο ότι θα εκτίσει περίπου τα πέντε. Εύχεται να είναι σε μια φυλακή κοντά στον τόπο καταγωγής του, από την οποία ελπίζει να ελευθερωθεί όταν θα είναι 36 ετών. Στις φυλακές δεν είναι γνωστό στους άλλους κρατουμένους ότι είναι αστυνομικός και δεν υπάρχει μέρα που να μη σκέφτεται τη στιγμή που θα πάρει το αποφυλακιστήριο στα χέρια του. Μετά τη φυλακή βλέπει τον εαυτό του να επιστρέφει στην επαρχία και να ασχολείται με την αγροτική παραγωγή.
«Από την πρώτη στιγμή σκέφτομαι το αύριο μετά την αποφυλάκιση. Θέλω να κάνω κάτι που αγαπούσα από μικρό παιδί. Εχω ζητήσει από φίλους που μου επισκέπτονται να μου φέρνουν βιβλία, τα οποία μελετώ συνεχώς. Συγκεκριμένα, μελισσοκομία με ενδιαφέρει. Το σήμερα εδώ μέσα θα περάσει, το αύριο πρέπει να σκέφτεσαι, το αύριο είναι το ζήτημα όταν θα φύγεις από εδώ», συμπληρώνει.
«Μακριά από εδώ πέρα! Όσο “καλές” και να είναι οι συνθήκες, δεν παύει να είσαι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, να κοιτάς τον ουρανό μέσα από κάγκελα και συρματοπλέγματα», καταλήγει.