Χωρίς αμφιβολία, η διετία 2020-2021 αποτελεί σημείο αναφοράς για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, αφού, ύστερα από μια δεκαετία υποχρηματοδότησης λόγω κρίσης, διατέθηκαν υψηλές πιστώσεις για την ανανέωση του εξοπλισμού τους και με συνοπτικές διαδικασίες συμβασιοποιήθηκαν μείζονα, καίριας σημασίας για την εθνική αποτρεπτική ικανότητα, εξοπλιστικά προγράμματα.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις για τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων τη διετία 2020-2021 ανέρχονται σε 5,92 δισ. ευρώ, ποσό περίπου 10% μεγαλύτερο σε σχέση με τα 5,42 δισ. ευρώ που δαπανήθηκαν τη δεκαετία 2010-2019. Αντιστοιχούν επίσης στο 36% των δαπανών (16,52 δισ. ευρώ) που αναλώθηκαν από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για τον ίδιο σκοπό τη δωδεκαετία 1998-2009.
Κοινά χαρακτηριστικά των μείζονων συμβάσεων που έχουν ήδη ανατεθεί ή δρομολογούνται είναι τα εξής:
- Η πλήρης απουσία τυπικής διαγωνιστικής διαδικασίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σε ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο με πρωτεύον κριτήριο τη γεωπολιτική παράμετρο και οι συμβάσεις προκύπτουν είτε… αιφνιδίως (περίπτωση Rafale) είτε ως αποτέλεσμα «άτυπων», «χαλαρών» διαδικασιών (περίπτωση Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης – νέων φρεγατών). Προς το παρόν, το ερώτημα γιατί δεν επιλέγεται μια αυστηρή, σε ό,τι αφορά τα χρονοδιαγράμματα, τις επιχειρησιακές και τεχνικές προδιαγραφές και τους γενικούς και ειδικούς όρους (κατάθεση εγγυητικών επιστολών συμμετοχής, καλής εκτέλεσης, εγγυημένης λειτουργίας, κ.ά.), διαγωνιστική διαδικασία δεν έχει απαντηθεί.
- Δεν υφίσταται πρόβλεψη για την ανάθεση έργου στην εγχώρια βιομηχανική και τεχνολογική βάση στη φάση της παραγωγής και τη φάση της υποστήριξης-συντήρησης των νέων, μειζόνων οπλικών συστημάτων. Το ζήτημα, σε μια επίδειξη σπάνιας γαλαντομίας του αγοραστή, έχει αφεθεί αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε αναδόχου.
- Στην περίπτωση των ύψους 2,49 δισ. ευρώ τριών συμβάσεων για την προμήθεια των μαχητικών Rafale, των όπλων τους και την εν συνεχεία υποστήριξή τους (FOS: Follow-On-Support), η εγχώρια συμμετοχή στην παραγωγή και την εγχώρια υποστήριξη-συντήρηση είναι μηδενική.
- Στη σύμβαση του Κέντρου Αεροπορικής Εκπαίδευσης στην Καλαμάτα, για την οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, δεσμεύονται πιστώσεις ύψους 1,65 δισ. ευρώ από το 2022 έως το 2042 (το ύψος του ποσού για το 2021 μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό), δεν έχει ανακοινωθεί εγχώρια συμμετοχή.
- Για το πρόγραμμα προμήθειας των τριών νέων φρεγατών τύπου FDI-HN (με δικαίωμα προαίρεσης επιπλέον μίας), η εκτιμώμενου ύψους άνω των 3 δισ. ευρώ σύμβαση αναμένεται να υπογραφεί εντός των πρώτων μηνών του επόμενου έτους και, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, η ναυπήγησή τους θα γίνει στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, η εγχώρια συμμετοχή θα είναι σχεδόν μηδενική.
Σε αντιπαραβολή, στις συμβάσεις των υποβρυχίων Type 214 («ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ»), το 70% των πληρωμών κατευθυνόταν στον πάροχο της τεχνογνωσίας και των συλλογών υλικών (τη γερμανική TKMS/HDW) και το 30% στον κύριο ανάδοχο, τα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ) και τους λοιπούς εγχώριους υποκατασκευαστές (π.χ., η ΜΕΤΚΑ, που κατασκεύασε τομείς του ανθεκτικού σκάφους). Δηλαδή, εφόσον ίσχυε η ίδια αναλογία, η απόφαση ναυπήγησης των τριών φρεγατών στη Γαλλία στέρησε από την εγχώρια βιομηχανία έργο περίπου 1 δισ. ευρώ.
Κατάργηση των αντισταθμιστικών
Καταλυτικό ρόλο στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα κατέχει η κατάργηση του θεσμού των αντισταθμιστικών ωφελημάτων (offsets). Αφού, από τη δεκαετία του 1980, όταν υλοποιήθηκε το πρώτο πρόγραμμα αντισταθμιστικών ωφελημάτων (ανάθεση από τη Dassault υποκατασκευαστικού έργου στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία – ΕΑΒ, στο πλαίσιο της προμήθειας 40 μαχητικών Mirage F1CG, στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας), όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να εξορθολογίσουν και να θωρακίσουν τον θεσμό, το 2011 πανηγυρικά καταργήθηκαν, αφού συνολικά θεωρήθηκαν ως κύρια εστία διαφθοράς.
Οι Ελβετοί δεν έπραξαν το ίδιο σφάλμα. Η ύψους 5,78 δισ. ευρώ σύμβαση για την προμήθεια 36 μαχητικών F-35A Lightning II, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, περιλαμβάνει αντισταθμιστικά ωφελήματα ύψους 2,78 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 959.000.000 ευρώ είναι άμεσα, δηλαδή έργο που θα αναθέσει η Lockheed Martin σε ελβετικές εταιρίες.
Καθώς η χώρα μας έχει ήδη εκδηλώσει επίσημο ενδιαφέρον για την προμήθεια 18-24 μαχητικών τύπου F-35A Lightning II, βάσει ποιου νομικού και διαδικαστικού πλαισίου θα διασφαλίσει ουσιαστικό έργο για την εγχώρια βιομηχανία;
Οδεύουμε σε καταστάσεις τής προ χρεοκοπίας εποχής
Δυστυχώς, η πρακτική υλοποίησης εξοπλιστικών προγραμμάτων της διετίας 2020-2021 δημιουργεί προβληματισμό και για την ύπαρξη συνεκτικού, μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και προγραμματισμού προσανατολισμένου. Τα προγράμματα «ξεπετάγονται» από διαρροές στα μέσα ενημέρωσης, ανάλογα με τη σκοπιμότητα της στιγμής.
Κλασικό παράδειγμα, το πρόγραμμα των νέων κορβετών, το οποίο «αναδύθηκε» καθώς ο αριθμός των προς προμήθεια νέων φρεγατών μειώθηκε από τέσσερις σε τρεις. Ήδη έχουν δει το φως της δημοσιότητας υποψηφιότητες και όλες οι ενδείξεις συντείνουν στο ότι η διαδικασία θα αποτελεί επανάληψη αυτής που ακολουθήθηκε στην περίπτωση των νέων φρεγατών.
Δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η ανακοίνωση της προμήθειας έξι επιπλέον μαχητικών Rafale, χωρίς στην αρχική σύμβαση που είχε υπογραφεί λίγους μήνες πριν να έχει προβλεφθεί δικαίωμα προαίρεσης (option), που η μη εξάσκησή του δεν συνεπάγεται νομικές δεσμεύσεις για τον αγοραστή.
Άλλο παράδειγμα είναι η σχεδιαζόμενη προμήθεια 76 αμφίβιων τεθωρακισμένων οχημάτων εφόδου AAV από τα αποθέματα του σώματος των πεζοναυτών των ΗΠΑ, κόστους περί τα 150.000.000 ευρώ. Όμως, στις 15 Δεκεμβρίου 2021 έγινε γνωστό ότι ο διοικητής του σώματος των πεζοναυτών των ΗΠΑ αποφάσισε τη διακοπή χρήσης των οχημάτων σε επιχειρησιακές αναπτύξεις και σε αμφίβιες επιχειρήσεις, με εξαίρεση την περίπτωση κρίσης, ελλείψει άμεσα διαθέσιμης εναλλακτικής επιλογής (το διάδοχο τροχοφόρο όχημα ACV αντιμετωπίζει προβλήματα).
Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η απόφαση προμήθειας των συγκεκριμένων οχημάτων, που είχε ήδη αποφασιστεί να αντικατασταθούν και πλέον επισήμως έχουν «απολέσει» τις αμφίβιες δυνατότητες, καθίσταται το λιγότερο προβληματική και εκθέτει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ακολουθούμενης μεθοδολογίας είναι ότι η σε βάθος χρόνου βιωσιμότητα και αποδοτικότητα των επενδύσεων που γίνονται φαίνεται ότι αποτελεί παράμετρο η οποία δεν συνυπολογίζεται. Όλα τα υπό προμήθεια οπλικά συστήματα, εκτός από το κόστος απόκτησης, συνεπάγονται και κόστη εκπαίδευσης, υποστήριξης, συντήρησης, υποδομών και εκσυγχρονισμού μέσης ζωής για να διατηρηθούν αξιόμαχα στα κατά μέσον όρο 30 χρόνια που θα διατηρηθούν σε υπηρεσία. Τα κόστη αυτά, που κλιμακώνονται σε βάθος χρόνου, επιβαρύνουν τους αντίστοιχους ετήσιους προϋπολογισμούς και γενικά είναι πολλαπλάσια του κόστους προμήθειας (περίπου δύο ή τρεις φορές).
Αν ακόμα δεν έχουμε αντιληφθεί ότι η οικοδόμηση, η συντήρηση και η αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητας και ετοιμότητας δεν είναι δρόμος ταχύτητας, αλλά μαραθώνιος, και πως η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επιστροφή στην εθνική οικονομία (ως έργο στην παραγωγή και τη συντήρηση-υποστήριξη) είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, τότε το ενδεχόμενο να επαναληφθούν καταστάσεις τής προ χρεοκοπίας εποχής είναι πολύ πιθανό.
Το τι σήμαινε η χρεοκοπία για την εθνική αποτρεπτική ισχύ της χώρας και το πόσο πολύ συνέτεινε στην απροκάλυπτη εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας τα βιώνουμε.