Τη γιορτή των Χριστουγέννων, που είναι μία από τις μεγαλύτερες της χριστιανοσύνης, την τιμούσαν με την πρέπουσα μεγαλοπρέπεια σε όλες τις περιοχές του Πόντου. Από την παραμονή της μεγάλης γιορτής τα πάντα, πρόσωπα και καταστάσεις, κινούνταν σε διαφορετικούς ρυθμούς.
Γι’ αυτό και συνήθιζαν να λένε: Τη Χριστού όλ’ αναλλάζ’ νε και τα πετεινάρα σπάζ’ νε, δηλαδή τα Χριστούγεννα όλοι φορούν τα γιορτινά τους ρούχα και σφάζουν τα κοκόρια.
Στη Σαμψούντα (Αμισό) από το πρωί, μετά τη λειτουργία, τα παιδιά ξεχύνονταν στους μαχαλάδες όπου διέμεναν και έψελναν τα κάλαντα από πόρτα σε πόρτα.
Μάλιστα επικρατούσε ένα είδος διαγωνισμού μεταξύ των ομάδων των καλαντιστών, ποιοι θα τ’ αποδώσουν καλυτέρα και ορθότερα, με σημεία βυζαντινής μουσικής. Γι’ αυτό αδιαφορούσαν για το κέρδος και προσπαθούσαν να αποσπάσουν το θαυμασμό και τις επευφημίες των νοικοκυραίων.
Στην Πουλαντζάκη κατά τη γιορτή των Χριστουγέννων, αλλά και των Θεοφανίων, επικρατούσε η συνήθεια οι ψάλτες, οι δάσκαλοι και οι μαθητές των δύο ανώτερων τάξεων, μαζί και 15 νέοι που υποδείκνυε ο οικείος μητροπολίτης, να πηγαίνουν σε όλα ανεξαιρέτως τα σπίτια της κοινότητας και χωρισμένοι σε δύο ομάδες να ψέλνουν σχετικά τροπάρια της Γέννησης.
Τα χρήματα που συγκέντρωναν τα διέθεταν για τις χήρες και τα ορφανά. Πάντα ξεκινούσαν από τον μητροπολίτη, για να λάβουν και την ευχή του.
Κατά το έτος 1892 μητροπολίτης Χαλδίας ήταν ο Γερβάσιος Σουμελίδης με καταγωγή από τη Βαρενού της Κρώμνης – υπήρξε ακούραστος προστάτης, αλλά και ιδρυτής πολλών σχολείων. Εκείνη τη χρονιά χιόνιζε και οι ομάδες των καλαντιστών θεώρησαν συνετό να πιούν ρακή, για να αντιμετωπίσουν το κρύο. Αφού έψαλαν στον μητροπολίτη όλα τα τροπάρια της Γεννήσεως, ήδη κάποιοι από τους νεαρούς τρέκλιζαν.
Ο Γερβάσιος, πρώτα τους ευχήθηκε χρόνια πολλά και τους ευλόγησε, και μετά τους είπε: «Νέπε παλικάρα, εσείς σην εγκλησίαν ’κ’ εσέβετε και πότε εβαφτίγετε;» Και εννοείται πως στα σπίτια που θα πήγαιναν στη συνέχεια όλοι τους κερνούσαν, εκτός των άλλων, και ρακή.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο pontosnews.gr