Η Γεωργία περιγράφει τον εφιάλτη: «Πήγε να ξεκουμπώσει το παντελόνι του και ήταν από πάνω μου…»

«Ήταν τρεις που με άρπαξαν στο ασανσέρ … Οι δύο ήταν οι αδερφοί Λεβέντη»

Must Read

Η Γεωργία Μπίκα αποφάσισε να βγει μπροστά, να μιλήσει και να μην κάνει πίσω. Η καταγγελία της ότι βιάστηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σε σουίτα πολυτελούς ξενοδοχείου στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε σοκ και «τάραξε» τα νερά, στα οποία φαίνεται ότι «κολυμπούν»… μεγαλοκαρχαρίες.

Η 24χρονη κοπέλα μίλησε στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο για τη βραδιά του βιασμού της, από την οποία δεν θυμάται και πάρα πολλά, καθώς είχε αποδεδειγμένα (βάσει και των τοξικολογικών εξετάσεων) ναρκωθεί, αλλά όπως λέει, της έρχονται μνήμες σιγά-σιγά, που μπορεί να την πληγώνουν, αλλά τουλάχιστον βοηθούν στην υπόθεσή της.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες του zougla.gr υπήρχε και τρίτο άτομο στην υπόθεση και είναι γιος ενός εφοπλιστή από τον Πειραιά, ενώ όπως ανέφερε ακόμα η Γεωργία ο ιατροδικαστής την είδε μετά από τρεις ημέρες, ενώ Εισαγγελέα και ανακρίτρια, εκτός της Πρωτοχρονιάς, τους ξαναείδε δύο εβδομάδες μετά.

«Δεν πήγα στο πάρτι για να βιαστώ», ξεκαθαρίζει η κοπέλα, η οποία προσθέτει πως «έχασε ξαφνικά την γη κάτω από τα πόδια της» αφότου ήπιε ένα ποτήρι σαμπάνια που της πρόσφεραν. Λέει για το πάρτι:

«Όταν πήγα στο πάρτι με μια φίλη μου είδα κόσμο που δεν μου άρεσε. Λίγο κυριλέ. Το συζητήσαμε και αποφασίσαμε να καθίσουμε μόνες σε μια γωνία, μέχρι τη στιγμή που με κέρασαν ένα ποτό. Είχα πιει σαμπάνια και εκείνο που με κέρασαν δεν ήξερα τι είναι. Η φίλη μου ζήτησε να φύγουμε και εγώ σκέφτηκα “πρωτοχρονιάτικα να πάω πού;”. “Εσύ θα γυρίσεις στο σπίτι με την οικογένειά σου”, της είπα. “Εγώ δεν έχω κανέναν. Μόνο οι τοίχοι με περιμένουν”. Από την αστυνομία έμαθα ποιοι ήταν οι τρεις που με άρπαξαν στο ασανσέρ όταν προσπάθησα να πάω στο δωμάτιό μου. Οι δύο ήταν οι αδερφοί Λεβέντη».

Όπως είπε στο ξενοδοχείο είχε πιει δύο ποτά που έβαλε η ίδια (σ.σ. είχε πιει αλκοόλ και νωρίτερα, όσο βρισκόταν στο σπίτι του εργοδότη της) και ήπιε και ένα τρίτο που της πρόσφεραν. Και από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο… Σκεπτόμενη πως δεν μπορεί να οδηγήσει έχοντας πιει και ζαλιστεί ξαφνικά τόσο πολύ, έκλεισε δωμάτιο στο ξενοδοχείο για να κοιμηθεί.

Αρχικά βγήκε από το ξενοδοχείο ψάχνοντας το αυτοκίνητό της, αλλά δεν μπορούσε να το βρει και επικοινώνησε με τον άνδρα που την προσκάλεσε στο πάρτι, τον οποίο και κατονόμασε (Μάνος Παπαδόπουλος) για να τη βοηθήσει.

«Με τον συγκεκριμένο άνθρωπο δεν είχαμε βγει ποτέ, αλλά τον εμπιστευόμουν λόγω της καφετέριας, μας πρόσεχε, μας συμπεριφερόταν σωστά και θεώρησα ότι μπορούσαμε να είμαστε και φίλοι. Και στο παρελθόν είχα προσκληθεί σε πάρτι και σε μερικά από αυτά πήγα χωρίς, όμως, να παρατηρήσω κάτι περίεργο».

Αφού επέστρεψε στο ξενοδοχείο, η κοπέλα έκλεισε και πλήρωσε το δωμάτιο, «γιατί το μόνο που με ενδιέφερε, ήταν να πάω να ξαπλώσει εφόσον χανόταν η συνείδησή μου».

Ο Μάνος Παπαδόπουλος της τηλεφώνησε την ώρα που πήγαινε στο δωμάτιο, ενώ, όπως λέει η Γεωργία, ακολούθησε ένα ακόμη τηλεφώνημα. Από άγνωστο νούμερο, το οποίο όπως ενημερώθηκε από την αστυνομία αργότερα «έγινε από τον βιαστή μου, από το άτομο που παραδέχθηκε την πράξη του, έναν από τους πολλούς … Τον άνδρα αυτόν δεν τον γνώριζα ούτε καν ονομαστικά».

Η Γεωργία μίλησε για τρεις άνδρες που την άρπαξαν στο ασανσέρ και προσπάθησαν να την πείσουν να πάει σε άλλο δωμάτιο. Δεν θυμάται ακριβώς τι συνέβη, έχει κάποιες εικόνες μόνο. Και τις περιέγραψε:

«Στο δωμάτιο θυμάμαι δύο άτομα, έχω εικόνα από αυτήν την κατάσταση, από τον έναν άνθρωπο τη στιγμή που πάει να ξεκουμπώσει το παντελόνι του, ήταν από πάνω μου και εγώ είμαι στο κρεβάτι. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο, δεν θυμάμαι ούτε εγώ να αφαίρεσα κάτι, δεν θυμάμαι καμία απολύτως λειτουργικότητα, δεν είχα καμία απολύτως συνείδηση. Για κάτι τέτοιο δεν υπήρχε περίπτωση να συναινούσα ποτέ, αλλά δεν είχα και τη δύναμη να το αποτρέψω. Αυτό το θυμάμαι πολύ καλά, δεν είχα τη δύναμη να το αποτρέψω».

Όταν ξύπνησε την επόμενη μέρα, άρχισε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πήγαινε καλά:

«Δεν είχα κανένα έλεγχο όταν ξύπνησα, η μνήμη μου σταμάτησε τη στιγμή που έκλεισα το δωμάτιο, το πλήρωσα και πήγαινα σ’ αυτό. Έτσι όπως σηκώθηκα, είδα κάτω το εσώρουχό μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω δηλαδή το ότι έβλεπα κάτι που δεν θυμάμαι να το έβγαλα. Ήμουν αδιάθετη και δεν μπορούσε να πάει το μυαλό μου τι συνέβη. Καθώς γύρισα στο δωμάτιο, είδα ανδρικά ρούχα, κάλτσες, μια βαλίτσα, κάτι χάπια. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να είμαι σε μια σουίτα, γιατί δεν το επέλεξα. Κανένας άλλος δεν ήταν στο δωμάτιο, τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά»

Όσο για το τι περιμένει από δω και πέρα να συμβεί; Η Γεωργία μιλά για «δικαίωση» και κάνει και αναφορά σε «ομάδα» που εκμεταλλεύεται ευάλωτα κορίτσια:

«Προσπαθώ να βρω μια δικαίωση σε αυτό. Θέλω όποια κοπέλα ήταν σε εκείνο το πάρτι, εκείνη τη βραδιά, να μιλήσει, να πει ότι αυτός ο άνθρωπος, ο Μάνος, ήταν στο πάρτι γιατί ισχυρίζεται ότι δεν ήταν και να πουν ότι ήταν καλεσμένες από αυτόν τον άνθρωπο γιατί έχω μάθει ότι όσες κοπέλες πήγαιναν στα πάρτι, τις καλεί ο συγκεκριμένος, αλλά και η ομάδα αυτή. … Θεωρώ ότι υπάρχει μια ομάδα που προσπαθεί με έναν τρόπο να εκμεταλλεύεται ή να οδηγεί σε αυτή την κατάσταση κορίτσια ευάλωτα είτε κορίτσια που θέλουν να βγουν και να βγουν, να πάνε στο μαγαζί τους και έχουν μια γνωριμία μαζί χωρίς, όμως, να σημαίνει ότι θέλουν ή συναινούν σε κάτι άλλο … Δεν πήγα στο πάρτι για να βιαστώ».

Ο λόγος που πήγε στο πάρτι, όπως είπε, ήταν γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης ημέρας, αφού η προσωπική της τραγωδία την άφησε τα τελευταία χρόνια χωρίς οικογένεια. Έχασε και τους δύο γονείς της, αλλά και τον σύντροφό της

«Γενικά, η ζωή μου όλα τα χρόνια κυλούσε ομαλά με την οικογένειά μου. Ξαφνικά υπήρξαν κάποια προβλήματα, τα οποία ξεκίνησαν με το αγόρι μου. Είχα σχέση για πεντέμισι χρόνια μαζί του και, δυστυχώς, ανακαλύψαμε ότι είχε την ανίατη ασθένεια, την οποία και παλέψαμε για ενάμιση χρόνια. Παράλληλα, η μητέρα μου είχε μια χρόνια πάθηση με την καρδιά της και πάλευε για τη ζωή της, χωρίς να θέλει να το δείξει για να μην υπάρξει μεγαλύτερη στενοχώρια. Ο θάνατός της ήταν αίφνιδιος. Έχασα και τον πατέρα μου ξαφνικά από ένα τροχαίο. Προσπάθησα να το ξεπεράσω, να σταθώ δυνατή, να συνεχίσω τη ζωή μου. Δυστυχώς, κατέληξε και το αγόρι μου ύστερα οπό έναν χρόνο, με τον οποίο προσπαθήσαμε πάρα πολύ και ήταν και αυτό κάτι τρανταχτό για τη ζωή μου. Έπειτα χάνω και τη μητέρα μου ύστερα από 40 ημέρες».

Ο άνθρωπος που την παρέλαβε από το ξενοδοχείο την επόμενη ημέρα, ήταν ο εργοδότης της:

«Δεν ήξερα τι να κάνω και πήρα τηλέφωνο έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ντρεπόμουν εκείνη τη στιγμή ντράπηκα γιατί συνειδητοποίησα το τι μπορεί να έχει συμβεί, ότι έπεσα και εγώ θύμα βιασμού, χωρίς τη συναίνεσή μου. Παίρνω αυτό τον άνθρωπο να με βοηθήσει … Δεν ήθελα να δω καθόλου ούτε το σώμα μου, ούτε τίποτα δεν ήθελα να ξέρω εκείνη τη στιγμή. Ήθελα κάποιον να με βοηθήσει. Τον άνθρωπο που εμπιστεύτηκα ήταν ο εργοδότης μου».

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις τελευταίες & σημαντικές ειδήσεις.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο YouTube για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Ακολουθήστε το newsbreak.gr στο κανάλι μας στο Viber για να είστε πάντα ενημερωμένοι.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο newsbreak.gr

Κάθε σχόλιο δημοσιεύεται αυτόματα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να αφαιρέσουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το newsbreak.gr ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΣΧΟΛΙΟΥ

εισάγετε το σχόλιό σας!
Πληκτρολογήστε το όνομα σας

Περισσότερα Βίντεο

Διαβάζονται τώρα

More Articles Like This