Η Τουρκία έχει πουλήσει τα TB2 drones σε πάνω από 12 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ουκρανίας, του Κατάρ, του Μαρόκου, της Αιθιοπίας, της Λιβύης, του Κιργιστάν, του Καζακστάν και του Αζερμπαϊτζάν. Πέρυσι η Πολωνία έγινε η πρώτη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ που τα αγόρασε.
Η χρήση των τουρκικών drones δεν είναι αθώα, ούτε περιορίζεται σε κατασκοπευτικές πτήσεις. Το drone TB2 ήταν υπεύθυνο για την αεροπορική επίθεση στο Τιγκράι, της Αιθιοπίας, τον Ιανουάριο, με θύματα 58 αμάχους. Ο τουρκικός πόλεμος των drones εναντίον των Κούρδων σε Ιράκ και Συρία δίνει στον Ερντογάν τη βεβαιότητα της νίκης, αποκλείοντας έτσι τις ειρηνευτικές συνομιλίες.
Η στροφή προς την εγχώρια παραγωγή μειώνει, αναπόφευκτα, τις εισαγωγές όπλων της Τουρκίας: Μεταξύ 2016-2020 οι εισαγωγές οπλικών συστημάτων μειώθηκαν κατά 59% σε σύγκριση με την περίοδο 2011-2015, σύμφωνα με την έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI). Η Τουρκία έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια στον 14ο μεγαλύτερο εξαγωγέα στρατιωτικού εξοπλισμού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τις εξαγωγές όπλων της Τουρκίας που δημοσιοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο από τη Συνέλευση Τούρκων Εξαγωγέων, μόνο τους πρώτους 11 μήνες του 2021 η Τουρκία εξήγαγε αμυντικά προϊόντα αξίας 2,793 δισ. δολαρίων. Μια αύξηση της τάξης του 39,7% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Η Αγκυρα, μεταξύ άλλων, κατασκευάζει κορβέτες, φρεγάτες, οπλισμένο μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας, αεροσκάφη θαλάσσιας περιπολίας, το αντιπυραυλικό αμυντικό σύστημα μεγάλου βεληνεκούς Siper και το αμυντικό σύστημα HISAR-A+. Επίσης, κατασκευάζει, «σε συνάφεια με το ναυτικό δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας για να διασφαλίσει την άμυνά της στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο», όπως ανέφερε το TRT, ένα τουρκικής παραγωγής αντιπλοϊκό πύραυλο με βεληνεκές άνω των 200 χλμ.
Για πρώτη φορά ο αμυντικός τομέας αποτελεί το 1,8% στις συνολικές εξαγωγές της Τουρκίας. Συγκεκριμένα:
- Οι εξαγωγές της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες έσπασαν νέο ρεκόρ κι ανέρχονται στο 1/3 των συνολικών εξαγωγών στον κλάδο, παρά την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Τουρκία το 2020 για την αγορά του ρωσικού οπλικού συστήματος S400.
- Οι τουρκικές εξαγωγές στην Ε.Ε. καλά κρατούν, παρουσιάζοντας μάλιστα αύξηση κατά 19,6%
- Η Αφρική εξελίσσεται στη νέα άγρια Δύση-χρυσωρυχείο για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, δηλαδή για ομίλους που είτε ανήκουν στην οικογένεια Ερντογάν είτε σε δικούς του επιχειρηματίες. Σε σύγκριση με το 2020, η Τουρκία εφταπλασίασε τις αμυντικές εξαγωγές της προς την Αφρική τους πρώτους 11 μήνες του 2021, συγκεκριμένα από 41.000.000 δολάρια σε 328.000.000. Η Αφρική είναι ο 5ος καλύτερος αγοραστής για τα τουρκικά οπλικά συστήματα. Κι εκτιμάται ότι θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τις πωλήσεις όπλων της Τουρκίας στο εγγύς μέλλον.
Εκτός των όπλων που πουλάει σε πολλές αφρικανικές χώρες, η Αγκυρα έχει ήδη υπογράψει διμερείς συμφωνίες με την Τανζανία, το Σουδάν, την Ουγκάντα, το Μπενίν και την Ακτή Ελεφαντοστού για συνεργασία στη βιομηχανική παραγωγή, προμήθεια και συντήρηση στρατιωτικού και αμυντικού υλικού, καθώς και τεχνική και υλικοτεχνική υποστήριξη, ανταλλαγή πληροφοριών και έρευνα στο πεδίο.
Το «πόκερ» του Ερντογάν για να κάνει αμυντικό συνεταίρο το Κατάρ
Τα μεγάλα σχέδια του Ερντογάν για την αμυντική βιομηχανία συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, καθώς φροντίζει παράλληλα να γεμίζει τις τσέπες του και τις τσέπες του συστήματος που τον διατηρεί στην εξουσία.
Για παράδειγμα, η εταιρία κατασκευής τεθωρακισμένων οχημάτων BMC, η οποία έχει μεγάλο μερίδιο εξαγωγών στην αμυντική βιομηχανία της Τουρκίας, ανήκει επίσης σε στενό φίλο του Ερντογάν, και συγκεκριμένα στον Ετέμ Σαντζάκ, που αγόρασε όλες τις μετοχές της BMC από το Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων Ταμιευτηρίου για μόλις 300.000.000 δολάρια το 2014.
Η αντιπολίτευση είχε πει τότε ότι η πώληση ήταν πολύ κάτω από την πραγματική αξία και ότι ο Ερντογάν είχε χαρίσει την εταιρία σε έναν «δικό του» επιχειρηματία. Φημολογούνταν τότε ότι ο πραγματικός ιδιοκτήτης της εταιρίας ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν και ότι ο Σαντζάκ ενεργούσε ως «μπροστινός» για λογαριασμό του Τούρκου προέδρου.
Αμέσως μετά την εξαγορά, ο Σαντζάκ μεταβίβασε το 49,9% της εταιρίας στον στρατό του Κατάρ για 300.000.000. Στη συνέχεια πούλησε το 25,1% των υπόλοιπων μετοχών του στον Ταλίπ Οζτούρκ, συγγενή του Ερντογάν. Και τον Ιούνιο 2021 οι μετοχές των Σαντζάκ και Οζτούρκ, που ανέρχονταν σε 50,1%, εξαγοράστηκαν από άλλον επιχειρηματία, ονόματι Τοζυαλί, επίσης φίλο του Ερντογάν.
Πριν από λίγες μέρες, εξάλλου, ο Ερντογάν επισκέφθηκε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε μια επαναπροσέγγιση μετά τη δεκαετία αντιπαλότητας. Υπογράφτηκαν 13 συμφωνίες συνεργασίας που αφορούν, μεταξύ άλλων, τους κλάδους βιομηχανίας, υγείας, προηγμένης τεχνολογίας, γεωργίας, μεταφορών, και ένα προσύμφωνο συνεργασίας μεταξύ των αμυντικών βιομηχανιών.
Οικογενειακή υπόθεση οι μπίζνες με τα αεροσκάφη Bayraktar TB2
Οι μπίζνες με τα τουρκικά drones είναι -κι αυτές- οικογενειακή υπόθεση για τον Ερντογάν, αφού ο επικεφαλής του προγράμματος Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ παντρεύτηκε το 2016 τη Σουμεϊγιέ, μία από τις κόρες του Ερντογάν. Ο αδερφός του Χαλούκ Μπαϊρακτάρ είναι ο διευθύνων σύμβουλος της Baykar Makina, που παράγει τα στρατιωτικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2 που χρησιμοποιούνται από τον ουκρανικό στρατό.
Σε όλες τις επίσημες επισκέψεις του ανά τον κόσμο ο Ερντογάν κάνει έντονες διπλωματικές προσπάθειες για να πουλήσει τα προϊόντα της οικογενειακής επιχείρησης. Η Baykar των αδερφών Σελτζούκ και Χαλούκ όχι μόνο εκμεταλλεύεται όλες τις κρατικές εγκαταστάσεις, αλλά έχει και υψηλά κέρδη στην τοπική και διεθνή αγορά με την πώληση όπλων, για τα οποία ο μόνος που αποφασίζει είναι ο πεθερός Ερντογάν.
Πρόσφατα, μάλιστα, η Baykar ανακοίνωσε ότι υπέγραψε την πρώτη σύμβαση εξαγωγής για το υπερσύγχρονο μη επανδρωμένο αεροσκάφος μάχης (UCAV) Bayraktar Akıncı, ένα από τα νεότερα προϊόντα της, χωρίς, όμως, να αποκαλύπτει τη χώρα στην οποία πωλήθηκε.
Στα σκαριά αεροπλανοφόρο, άρματα μάχης και υποβρύχια
Ο επικεφαλής της προεδρίας των Αμυντικών Βιομηχανιών Ισμαήλ Ντεμίρ δήλωσε σε τηλεοπτική συνέντευξη στις 17 Δεκεμβρίου 2021 ότι «η Τουρκία ξέρει τι κάνει». Και, όντως, φαίνεται ότι οι φιλοδοξίες της Τουρκίας πάνε πολύ πέρα από τα drones. Σύμφωνα με τον «Economist», η Τουρκία σχεδιάζει να… λανσάρει μέσα στο έτος το πρώτο της αεροπλανοφόρο. Πρόκειται για το 25.000 τόνων «TCG Anadolu».
Αρχικά σχεδιάστηκε για τη μεταφορά F35, αλλά τροποποιήθηκε για να μεταφέρει το Akinci drone, το πιο εξελιγμένο «αδερφάκι» του TB2. Το καινούργιο drone είναι εξοπλισμένο με ουκρανικό κινητήρα και θα μπορεί να χτυπάει στόχους σε έδαφος και αέρα.
Στην κατασκευή του «TCG Anadolu» βασικό ρόλο διαδραμάτισε η Ισπανία, αφού το τουρκικό αεροπλανοφόρο έχει τον ίδιο σχεδιασμό με αυτόν του ισπανικού «Juan Carlos I».
Επίσης, η Τουρκία συμφώνησε με την Ισπανία για την κατασκευή κι ενός μεγαλύτερου πλοίου «και ίσως συνεργαστούμε στη συνέχεια για ένα υποβρύχιο», όπως δήλωσε ο Ερντογάν τον Νοέμβριο. Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που, σύμφωνα με αναλυτές, η Ισπανία δεν βλέπει θετικά την αυξανόμενη εμπλοκή της Γαλλίας στην ανατολική Μεσόγειο.
Το 2023 η Αγκυρα σχεδιάζει να αρχίσει τις παραδόσεις και του πρώτου τουρκικής κατασκευής άρματος μάχης, του Altay. Ηδη το Κατάρ, το οποίο κατέχει το 49.9% της εταιρίας που κατασκευάζει τα τανκς, πρόκειται να αγοράσει 100.
Η Τουρκία, επίσης, ήδη προετοιμάζεται για την παραγωγή δικών της υποβρυχίων, μη επανδρωμένων επιθετικών ελικοπτέρων και μαχητικών αεροσκαφών.
Οι εξαρτήσεις «φρενάρουν» την αυτάρκεια
Παρά τις λαμπρές επιδόσεις της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, τα όνειρα του Ερντογάν για αυτάρκεια κρίνονται μη ρεαλιστικά. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή εξαρτημάτων όπως κινητήρων αεροσκαφών, πλοίων, προηγμένων αισθητήρων και μικροτσίπ είναι ιδιαίτερα δύσκολο και ακριβό… σπορ, ενώ οι αμερικανικές κυρώσεις φρενάρουν έως έναν βαθμό τη γιγάντωση της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας.
Παράδειγμα, η πώληση 30 τουρκικών επιθετικών ελικοπτέρων στο Πακιστάν. Το deal, αξίας 1,5 δισ. δολαρίων, καταρρέει επειδή η Αμερική αρνήθηκε να χορηγήσει στην Τουρκία άδεια εξαγωγής για τον κινητήρα των ελικοπτέρων, ο οποίος είναι αμερικανικής κατασκευής.
Η τουρκική αμυντική βιομηχανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εξαρτήματα και ανταλλακτικά που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η Τουρκία αντιδρά στις κυρώσεις που μπλοκάρουν εισαγωγές τέτοιων εξαρτημάτων με το να διαφοροποιεί τις αμυντικές αλυσίδες εφοδιασμού της μακριά από ΗΠΑ και Ε.Ε., συνεργαζόμενη στενότερα πια με άλλες χώρες, όπως η Ουκρανία, καθώς και με το να παράγει περισσότερα εξαρτήματα σε εγχώριο επίπεδο. Μια στρατηγική αλλαγή που θα πάρει χρόνο και «έχει τα όριά της», όπως εκτιμά το Σουηδικό Ερευνητικό Ινστιτούτο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει ασφαλώς αυτή τη στιγμή σε ποιο βαθμό επηρεάζονται τα τουρκικά πλάνα από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία.
Οπως έγραψε το αμερικανικό «Forbes», στην ουσία η πλειονότητα των όπλων της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα υπάρχοντα ξένα σχέδια πάνω στα οποία γίνονται τροποποιήσεις. Κάτι που σίγουρα δεν τα καθιστά εγχώρια συστήματα, αλλά μάλλον τουρκικές παραλλαγές ξένων συστημάτων, που θα πρέπει να έχουν την αδειοδότηση των αρχικών προμηθευτών.
Μηδενικά αντισταθμιστικά οφέλη στην ελληνογαλλική συμφωνία
Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας και η σταθερή αναζήτηση παρόμοιων συμφωνιών, όπως φυσικά και οι δραματικές εξελίξεις καταδεικνύουν την οξεία ανάγκη της Ελλάδας για μεγαλύτερη αποτρεπτική ισχύ. Η αμυντική συμφωνία της χώρας μας με τη Γαλλία και η αγορά των φρεγατών Belharra και των μαχητικών Rafale επιχειρεί να διορθώσει σημαντικά τις ισορροπίες στην ανατολική Μεσόγειο. Με μια, όμως, κραυγαλέα έλλειψη: Δεν υπάρχει καμιά δέσμευση για αντισταθμιστικά οφέλη που θα μπορούσαν να τονώσουν την ελληνική αμυντική βιομηχανία, η οποία βρίσκεται πλέον σταθερά κάπου μεταξύ ανυπαρξίας και νηπιακού σταδίου.
Η Τουρκία, παίζοντας σε διπλό ταμπλό, αποτελεί δυστυχώς διαρκή υπαρξιακή απειλή για την Ελλάδα και την Κύπρο, μια απροκάλυπτα επιθετική και αναθεωρητική δύναμη που ψάχνει συστηματικά τρόπους να ροκανίζει το μέγεθος, την εδαφική ακεραιότητα, τα ύδατα και την κυριαρχία της Ελλάδας.
Η Τουρκία είναι ένα κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ που αγοράζει όπλα από τη Μόσχα, αλλά πουλάει στην Ουκρανία. Που συνομιλεί ταυτόχρονα με αντιμαχόμενες πλευρές. Που απειλεί χώρες της Ε.Ε., όμως ταυτόχρονα εισάγει όπλα από άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία.
Η ανάπτυξη μιας ικανής ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας δείχνει να αποτελεί πλέον, πέρα από βασικό παράγοντα για την οικονομία και τις δουλειές, μια στρατηγική αναγκαιότητα ώστε να διασφαλιστούν η ειρήνη και η ακεραιότητα της χώρας.