Πόσο δύσκολο είναι να αισθανθεί κάποια έλξη για τον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και να δει τον αγώνα ως μαρτυρία ώστε να κερδίσει έτσι ένα νόημα;
Δεν είναι μόνο δύσκολο να συμβεί αυτό, θα λέγαμε ότι είναι αδύνατο. Και αυτό γιατί έχει τόσο ουδετεροποιηθεί, έχει μιθριδατιστεί ο νεοέλληνας από την παραπληροφόρηση και έχει μεταβολιστεί σε μια νέα απελευθέρωση όπου κάθε ιστορικό γεγονός κινείται σε έναν επιταχυντή αμνησίας και αβουλίας με σπασμένες όλες τις τροχιές αναφοράς και σημασίας.
Όλοι το ξέρουμε ότι ζούμε σ’ ένα διαρκές βέρτιγκο που όλα μας παρουσιάζονται υπερ-πραγματικά, έτσι δεν θα μπορέσουμε ποτέ να δούμε τη σκηνή του πραγματικού με τα μάτια του Καραϊσκάκη, του Υψηλάντη, του Κανάρη, του Κατσώνη, κλπ, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αντιληφθούμε το ψυχικό τους βλέμμα, γιατί η σκηνή του πραγματικού και του αντιπροσωπευτικού χώρο-χρόνου μας, έχει καταλυθεί από την κατάπληξη του υπερ-πραγματικού.
Και έτσι κανένα ιστορικό γεγονός δεν μεταβιβάζεται. Καμιά αλήθεια δεν επαληθεύεται, κανένα συναίσθημα δεν διαδίδεται, καμιά βιωματική διάρκεια δεν υφίσταται. Γιατί οι ταχύτητες έχουν επιταχυνθεί τόσο, ώστε κάθε βεβαιότητα να έχει ακυρωθεί και κάθε υποψία να κινείται στην απώλεια της.
Όταν όλα τα οράματά του νεοέλληνα βρίσκονται στην οθόνης της εικονικής απορρόφησης, στο επίπεδο της συναλλαγής και των ανοικτών προθεσμιών και όταν οι αξίες ακτινοβολούν χωρίς σταματημό στην ημερομηνία της λήξης τους, τότε πως μπορεί ο νέο-έλληνας να καταλάβει το απόθεμα της προσδοκίας του Καποδίστρια; Πώς μπορεί να κατανοήσει την κρυμμένη πίστη του Παπαφλέσσα;
Σήμερα όλα τα μυστικά σήματα της ιστορίας έχουν αποσυρθεί από τη διαδικασία της ανταλλαγής και απαιτούν ερμηνείες ισοπεδωτικές, πληκτικές, απομυθοποιημένες και χωρίς προκλήσεις που κινούνται στο θρίαμβο του εφήμερου, και στις εννοημένες παρανοήσεις.
Χρόνια ζούμε κάτω από το καθεστώς της λήξης του περιεχομένου μας και στο απεριόριστο της εκκρεμότητας μας. Και επιπλέον έχουμε χάσει το έργο της άρνησης. Η άρνηση έχει αντικατασταθεί από τη συναίνεση και την ηγεμονία της προσομοίωσης. Όλα πια θέλουν να επαληθεύσουν ένα νόμο, ένα νόμο κάποιας σχέσης δύναμης.
Το χρέος για τον Έλληνα του 1821 ήταν να κερδίσει την ελευθερία του και να βρει μια ευγενέστερη στάση ζωής και όχι ένα ρόλο ραμμένο και κομμένο από άλλους για να πιάσει ένα μικρό στασίδι στην ιστορίας. Απεναντίας σήμερα ο νεοέλληνας ριγμένος σε μονοδρομικές τροχιές, απελεύθερος στην ανέφικτη πραγματικότητα εκεί όπου όλα αντανακλώνται και επιστρέφουν στον εαυτό τους, -γι’ αυτό και δεν υπάρχει διάρκεια και καθορισμένο αποτέλεσμα- βουλιάζει στην απραξία και στην εμπέδωση ρόλων κατήχησης και προσαρμογής.
Ποια πορεία μπορεί να έχει ο νεοέλληνας σήμερα; Μα φυσικά αυτή που θα έχει και ο πολίτης του κόσμου. Ο Κ. Παλαμάς με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» μας δίνει ένα ορίζοντα της στάσης που θα γίνει κυρίαρχη. «Είμαστ’ εμείς οι απάτριδες και οι αγιάτρευτοι / γιούχα και πάλι γιούχα των πατρίδων! … Πολιτείες ταμπούρια των κιότηδων… Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι διαβασμένοι / κι οι σκεφτικοί κι οι βυθισμένοι /στ’ αξήγητου το ξήγημα, ήρθαν, / κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι χτυπημένοι /από την πέτρα της μελέτης, / κι οι μαντευτάδες κι οι αστρολόγοι, / κι οι γητευτές κι οι ρουχολόγοι, /κι οι ξηγητάδες των ονείρων».
Αυτή θα είναι η μοίρα των νεοελλήνων. Ο γύφτος δεν είναι διεθνιστής, (εξαιρετικά τα λέει ο Γιάννης Γεράσης) δεν είναι παγκοσμιοποιημένος, αλλά ένα άθυρμα των πολιτειών, που θα διευθύνεται χωρίς διαμαρτυρία από τους ειδήμονες. Είναι εκείνο που αποκαλεί ο Αγκάμπεν «homo sacer», δηλαδή η «γυμνή ζωή», από την οποία έχει αφαιρεθεί η συμβολική και πραγματική σημασία της πολιτικής και δικαϊκής λειτουργίας και ο πολίτης (ο γύφτος για τον Κ. Παλαμά) οργανώνεται στην υποδειγματική εφαρμογή της κυρίαρχης βιο-ισχύος, στην αυθαίρετη μορφή των πολιτών ως κρατούμενοι στο παγκόσμιο σύστημα.
Να γιατί δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το νόημα και το όραμα του 1821, γιατί όλα εκείνα που μας άφησε η ανθρωπογεωμετρία του 1821 ως παρακαταθήκη σήμερα δεν κληρονομούνται. Ζώντας σ’ εποχές που απαγορεύεται η μνήμη, σε εποχές όπου η μεταμόρφωση των πραγμάτων γίνεται μια επίπεδη φαινομενολογία και μια κενόδοξη ρητορική, τότε η ποιότητα ως φυσική αξία των πραγμάτων αντικαθίσταται από την τεχνητή «ποιότητα» και η βαρύτητα των παραδοσιακών αξιών κρίνεται ως πίστη σε αόρατες και περαστικές μανίες.
Το βίωμα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, η πίστη στα λόγια και στις υποσχέσεις, όλα έχουν σκεπαστεί από το μη ποιοτικό και το άμετρο, που έγιναν κανονικότητες, αλλά και από τη σκοτεινή ενοχή και την αυξητική αυθάδεια που έγιναν τα άλλοθι της ζωής.
Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής φιλοσοφίας.