Αντισυνταγματική θεωρεί το Συμβούλιο της Επικρατείας νομοθετική διάταξη του 1966 με την οποία αποκλείονται από συνταξιοδοτικό δικαίωμα οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ που έχουν καταδικαστεί σε αξιόποινες πράξεις.
Με τη συμπλήρωση 56 χρόνων από την ψήφιση της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης, η ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου της χώρας έκρινε πως αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος σχετικά με την προστασία του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και την αρχή της αναλογικότητας. Η διάταξη είχε θεσπιστεί για την αποτροπή τέλεσης αξιόποινων πράξεων εκ μέρους στελεχών της ΔΕΗ σε βάρος της εταιρείας ηλεκτρισμού και του Δημοσίου.
Ειδικότερα, όταν ένας εργαζόμενος στη ΔΕΗ καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία και απιστία σε βάρος της ΔΕΗ ή του Ελληνικού Δημοσίου χάνει οριστικά το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφάπαξ βοήθημα.
Με την υπ’ αριθμ. 996/2022 απόφαση το ΣτΕ έκρινε πως η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
«Δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος», αναφέρει η απόφαση του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου.
Ως εκ τούτου, δεν δύναται η ποινική καταδίκη εργαζόμενου της ΔΕΗ να αποτελέσει κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και συνταξιοδοτικών παροχών.