Συνεχίζονται οι αντιδράσεις για τη διάταξη του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά το πλαφόν στις αναβολές δικών για κώλυμα στο πρόσωπο του δικηγόρου.
Οι εκπρόσωποι των δικηγορικών συλλόγων της χώρας αντιδρούν στην τροποποίηση του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία τίθεται πλαφόν στις αναβολές, ενώ ο σοβαρός λόγος υγείας για αναβολή σε ποινική δίκη θα αποδεικνύεται με ιατρική πιστοποίηση δημόσιου φορέα ή πιστοποιητικό νοσηλείας από ιδιωτικό θεραπευτήριο, αποκλείοντας κάθε άλλη πιστοποίηση από ιδιώτες γιατρούς.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έχει αποφασίσει να απέχει από τις ποινικές δίκες την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου και να πραγματοποιήσει συγκέντρωση διαμαρτυρίας στα δικαστήρια.
Επίσης, ο ΔΣΑ θα εισηγηθεί στην Ολομέλεια των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας να απέχουν οι δικηγόροι από όλες τις ποινικές δίκες που εμπλέκεται το Δημόσιο από την έναρξη του δικαστικού έτους, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.
Αντιδράσεις και από τον Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο
Χθες, Πέμπτη, εστάλη στον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα, κοινή επιστολή που υπογράφουν οι πρόεδροι του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου Αθανάσιος Εξαδάκτυλος και της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Δημήτρης Βερβεσός, με την οποία ζητούν απόσυρση της διάταξης, καθώς «αντίκειται σε βασικές αρχές και διατάξεις που διέπουν την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος και την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών».
Διαβάστε την κοινή επιστολή των Αθ. Εξαδάκτυλου και Δ. Βερβεσού προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα:
«Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Με έκπληξη πληροφορηθήκαμε ότι στο σχέδιο νόμου «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις», που κατατέθηκε στη Βουλή, προωθείται νομοθετική διάταξη για τροποποίηση του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία ο σοβαρός λόγος υγείας για αναβολή σε ποινική δίκη θα αποδεικνύεται με ιατρική πιστοποίηση δημόσιου φορέα ή πιστοποιητικό νοσηλείας από ιδιωτικό θεραπευτήριο και μπορεί να ελεγχθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο τρόπο από το δικαστήριο, αποκλειομένης κάθε άλλης ιατρικής πιστοποίησης και ιδίως των ιδιωτών ιατρών που αποτελούν και την πλειοψηφία του ιατρικού σώματος.
Η διάταξη αυτή, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις διατάξεις του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), που προβλέπουν ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά και οι ιατρικές γνωματεύσεις, που εκδίδονται κατά τους νόμιμους τύπους, έχουν το ίδιο κύρος και την ίδια νομική ισχύ ως προς τις νόμιμες χρήσεις και ενώπιον όλων των αρχών και υπηρεσιών, ανεξάρτητα από το αν εκδίδονται από ιατρούς που υπηρετούν σε ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ ή ιδιώτες ιατρούς.
Με τη διάταξη αυτή, πέραν των όποιων άλλων ζητημάτων που έχουν εντοπισθεί από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, στην από 13-6-2022 απόφαση της Συντονιστικής Επιτροπής αμφισβητείται αδικαιολόγητα και η εντιμότητα των ιατρών, κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους, δεδομένου ότι δεν λαμβάνονται υπόψη όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά, παραβιάζεται το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής του θεράποντος ιατρού και προκαλείται ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο σύστημα παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, με την εισαγωγή αδικαιολόγητων διακρίσεων.
Είναι προφανές δε, ότι εκ των πραγμάτων θα δημιουργηθούν και αντικειμενικά προβλήματα για την απόδειξη των λόγων υγείας, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις, είναι αδύνατη και πολλές φορές και απενδεικνυόμενη (π.χ. οδηγίες ΕΟΔΥ για κρούσματα covid-19 κ.ο.κ.) η προσέλευση του ασθενούς σε δημόσιο φορέα ή η εισαγωγή του σε ιδιωτικό θεραπευτήριο.
Κατόπιν αυτών, αιτούμεθα την απόσυρση κατά το μέρος που αντίκειται σε βασικές αρχές και διατάξεις που διέπουν την άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος και την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών».
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων: Ανεφέρμοστη και αποσπασματική η τροπολογία
Στο πλευρό των δικηγόρων συντάσσεται και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων η οποία χαρακτηρίζει ανεφάρμοστη και αποσπασματική την τροποποίηση που θέτει πλαφόν στις αναβολές δικών για κώλυμα στο πρόσωπο του δικηγόρου.
Με επιστολή της προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Κωνσταντίνο Τσιάρα η διοίκηση της ΕνΔΕ ζητά την απόσυρση της διάταξης και την έναρξη διαλόγου με όλους τους φορείς, επισημαίνοντας πως «η πρόχειρη, αποσπασματική και με συγκυριακά κριτήρια νομοθέτηση δεν συμβάλλει στην εμπέδωση του Κράτους Δικαίου, ενώ η έλλειψη διαλόγου των εχόντων την πρωτοβουλία προς νομοθέτηση με τους θεσμικούς φορείς καταλήγει σε τροποποιήσεις που εκπληρώνουν μόνο σκοπούς εντυπωσιασμού, δίχως να επιλύουν τα προβλήματα».
Πιο αναλυτικά, η διοίκηση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέρει ως προς τη σχεδιαζόμενη τροποποίηση:
«Αποτελεί μία αναποτελεσματική διάταξη, που έρχεται να προστεθεί στις δεκάδες διατάξεις που «δήθεν» επιλύουν το ζήτημα της καθυστέρησης της απονομής της Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες, κυρίως στα μεγάλα Δικαστήρια της χώρας, και δη την έλλειψη αιθουσών, την έλλειψη επαρκούς αριθμού Δικαστικών Λειτουργών και Δικαστικών Υπαλλήλων, τον μεγάλο, πλέον, αριθμό πολυπρόσωπων δικών κλπ.
Η πρόβλεψη, δε, για αναβολή των υποθέσεων εντός τριών μηνών στα περισσότερα ποινικά Δικαστήρια της χώρας είναι ανεφάρμοστη και θα οδηγήσει σε υπερφόρτωση των πινακίων με υποθέσεις που είναι ανθρωπίνως αδύνατον να εκδικασθούν, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι διανύουμε μία περίοδο, όπου καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε και τις συνέπειες στην Δικαιοσύνη της διετούς πανδημίας. H άνω πρόβλεψη επιδιώκει, για άλλη μία φορά, να καταστήσει υπεύθυνους τους Δικαστικούς Λειτουργούς, και μόνο, για την καθυστέρηση της απονομής της Δικαιοσύνης, παραβλέποντας ότι η αναβολή μίας υπόθεσης είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα και επίσης, παραβλέποντας ότι οι συνεχείς τροποποιήσεις των Κωδίκων πλήττουν το αίσθημα ασφάλειας δικαίου, που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα ευνομούμενο, δημοκρατικό κράτος.
Ενόψει των ανωτέρω, αιτούμεθα την απόσυρση της άνω διάταξης και την έναρξη διαλόγου με όλους τους θεσμικούς φορείς για την αναγκαιότητα της τροποποίησης της άνω διάταξης, μόλις τρία έτη μετά την προηγούμενη τροποποίησή της ή την λήψη άλλων υλοποιήσιμων μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος της καθυστέρησης απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης».