«Βόμβα» που σκάει στα χέρια της κυβέρνησης και των πολιτικών προσώπων που επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως σκευωρία το σκάνδαλο Novartis, αποτελεί μεταξύ άλλων, το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου.
Οι καταγγελίες του Νίκου Μανιαδάκη, του πρώην προστατευόμενου μάρτυρα και νυν κατηγορούμενου σε βαθμό κακουργήματος για εμπλοκή στο σκάνδαλο, ότι δέχτηκε πιέσεις για να καταθέσει ψευδώς, αποδομούνται πλήρως.
Στο βούλευμα αναφέρεται ότι ο Μανιαδάκης «είχε θέση στο Υπουργείο Υγείας» και ότι όσα ισχυρίστηκε στην πορεία ότι δήθεν τον πίεζαν οι εισαγγελείς να καταθέσει ψευδώς σε βάρος συγκεκριμένων πολιτικών, είναι αναπόδεικτα.
Ο Μανιαδάκης ο οποίος συναντιόταν στα κρυφά με τον Άδωνι Γεωργιάδη και με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα «ανέφερε τα περί πιέσεων από τους εισαγγελείς , γνωρίζοντας ότι δεν δεσμεύεται από καθήκον αληθείας προφανώς για να αποσείσει τις κατηγορίες σε βάρος του» αναφέρει το βούλευμα.
«Θα τσακίσουμε τους εισαγγελείς και τους μάρτυρες»
Μάλιστα το βούλευμα επικαλείται την αναφορά των εισαγγελέων για όσα τους είχε πει ο Μανιαδάκης για την συνάντηση του με τον Γιάννη Στουρνάρα, όπου ο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μαζί με άλλα δύο πολιτικά πρόσωπα του είχαν πει ότι θα «τσακίσουν» τους εισαγγελείς και τους μάρτυρες!
Σύμφωνα με το βούλευμα: «Τους γνωστοποίησε ότι τον κάλεσε στο γραφείο στην Τράπεζα της Ελλάδος κάποιο μεσημέρι ο κος Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι γνωρίζει ότι αυτός ( ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η Κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με δύο ακόμα πολιτικά πρόσωπα από τα ερευνώμενα για την υπόθεση είχαν αποφασίσει “να τσακίσουν” τόσο τους εισαγγελείς όσο και τους μάρτυρες. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας του έστελνε απειλητικά μηνύματα. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως στην περίπτωση αυτή θα αποκαλυπτόταν η ταυτότητα του. Η υπόθεση αυτή περατώθηκε με πράξη αρχειοθέτησης εισαγγελέως πλημμελειοδικών Πειραιά με την οποία η εισαγγελέας χαρακτήρισε την πράξη του εγκαλουμένου ως απειλή σε βάρος των εισαγγελέων».
Επιπλέον, οι δικαστές αναφέρουν ότι ο Μανιαδάκης κινήθηκε εκδικητικά, αφού μετά από την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του, προσέφυγε στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο δύο φορές «επικαλούμενος ακυρότητες της προδικασίας σε σχέση με τις δικονομικές ενέργειες επί της δίωξης του αλλά και σε σχέση με το αίτημα του περί άρσης της απαγόρευσης εξόδου του από την χώρα, η οποία διατάχθηκε στα πλαίσια της ίδιας δικογραφίας».
«Άπαντες όμως οι ισχυρισμοί του απορρίφθηκαν. Ο Ν. Μανιαδάκης φαίνεται ότι ενήργησε εκδικητικά και για τον λόγο ότι απώλεσε την ιδιότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος η οποία ανακλήθηκε με πράξη της τότε εισαγγελέως εγκλημάτων διαφθοράς και την σύμφωνη γνώμη και έγκριση του τότε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εποπτεύοντος του έργου των εισαγγελέων διαφθοράς, Ιωάννη Αγγελή, ο οποίος και είχε πλήρη γνώση της σχετικής δικογραφίας, καθόσον όπως προέκυψε από έγγραφα των αρμόδιων υπηρεσιών ενημερώθηκε η εισαγγελία διαφθοράς περί της σύλληψης του Ν. Μανιαδάκη στο Ελ.Βενιζέλος κατά την προσπάθεια του να μετοικήσει μόνιμα στη Μαδρίτη και ασκήθηκε σε βάρος του η προαναφερθείσα ποινική δίωξη».