Η πρόσφατη δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την προμήθεια συστήματος αντιμετώπισης μη επανδρωμένων αεροχημάτων (C-UAS) από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) καθιστά χρήσιμη την παρουσίαση των βασικών αρχών λειτουργίας των συστημάτων της κατηγορίας, που τα τελευταία χρόνια γνωρίζουν αλματώδη ανάπτυξη, λόγω της ευρύτατης διάδοσης της χρήσης των μη επανδρωμένων αεροχημάτων (ΜΕΑ), εξοπλισμένων ή μη, καθώς και των περιφερόμενων πυρομαχικών.
- Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Πλέον η ένταξη συστημάτων C-UAS σε ελληνική υπηρεσία και η ενσωμάτωσή τους σε πλατφόρμες και στις οργανωτικές δομές (σχηματισμούς, μονάδες) είναι επιτακτική ανάγκη. Εξίσου επιτακτική είναι και η πλήρης ολοκλήρωσή τους στην ενοποιημένη, πολυστρωματική αεράμυνα της χώρας, καθώς ήδη στον εν εξελίξει πόλεμο στην Ουκρανία οι δυνάμεις του Κιέβου έχουν πολλάκις επιδείξει τη συνδυασμένη χρήση ΜΕΑ, με σκοπό τον περισπασμό της ρωσικής αεράμυνας κατά την εξαπόλυση πυραυλικών επιθέσεων.
Το ιδανικό σύστημα αντιμετώπισης ΜΕΑ, σταθερό ή κινητό, θα πρέπει να είναι πολυστρωματικό, πλήρως ολοκληρωμένο, προσιτού κόστους προμήθειας και λειτουργίας, χαμηλού ποσοστού ψευδών συναγερμών και υψηλού βαθμού επεκτασιμότητας (ώστε να είναι δυνατή η απρόσκοπτη αναβάθμισή του για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων απειλών), και να διαθέτει δυνατότητες:
- έγκαιρου εντοπισμού και ιχνηλάτισης (συλλογή και ολοκλήρωση δεδομένων από ποικίλους αισθητήρες: ραντάρ, ηλεκτρο-οπτικούς, υπέρυθρων, ακουστικού εντοπισμού, και συλλογής σημάτων και ραδιοσυχνοτήτων),
- αναγνώρισης (ταξινόμησης) των απειλών (βάσει τεχνητής νοημοσύνης και βάσει δεδομένων χαρακτηριστικών γνωστών ΜΕΑ),
- απαγόρευσης και αναχαίτισης με:
- παρεμβολή (με σκοπό τη διακοπή του σήματος ελέγχου τηλεχειρισμού ή και της μετάδοσης του βίντεο στον επίγειο σταθμό ελέγχου),
- διαταραχή/παρεμπόδιση λήψης του σήματος του παγκόσμιου δορυφορικού συστήματος ναυτιλίας (GNSS: Global Navigation Satellite System) που χρησιμοποιεί το ΜΕΑ (π.χ. GPS) μέσω παρεμβολής της δορυφορικής ζεύξης δεδομένων,
- «πλαστογράφηση» (spoofing), με σκοπό την υφαρπαγή του ελέγχου του ΜΕΑ ή την εσφαλμένη κατεύθυνσή του μέσω της τροφοδοσίας ψευδών δεδομένων επικοινωνίας (RF Deception) ή ναυτιλίας (GNSS Deception),
- «τύφλωση» (dazzling), με τη χρήση υψηλής έντασης δέσμης φωτός ή λέιζερ για την «τύφλωση» των ηλεκτρο-οπτικών αισθητήρων του ΜΕΑ,
- προσβολή με λέιζερ υψηλής ενέργειας, με σκοπό την καταστροφή ζωτικών τμημάτων της ατράκτου του αεροχήματος και συνεπακόλουθα τη συντριβή του,
- προσβολή με υψηλής έντασης παλμούς μικροκυμάτων (HPM: High Power Microwave), που απενεργοποιούν τα ηλεκτρονικά συστήματα του αεροχήματος,
- «αιχμαλώτιση» του εχθρικού αεροχήματος με χρήση διχτυών,
- συμβατικά οπλικά συστήματα (πυροβόλα ή κατευθυνόμενα βλήματα),
- αεροχήματα καταστροφής των εχθρικών αεροχημάτων είτε με πρόσπτωση επί αυτών («collision drone») είτε με χρήση όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το MORFIUS, κατασκευής της αμερικανικής Lockheed Martin, που είναι εξοπλισμένο με όπλο HPM. Μόλις εντοπιστεί επερχόμενο εχθρικό ΜΕΑ ή σμήνος αυτών, το επαναχρησιμοποιούμενο, βάρους περίπου 13 κιλών, MORFIUS εκτοξεύεται κατά αυτών από εκτοξευτή διαμέτρου 15,24 εκατοστών και μόλις τα προσεγγίσει σε μικρή απόσταση, ενεργοποιεί το όπλο HPM και τα εξουδετερώνει. Το σύνολο αυτών των δυνατοτήτων θα πρέπει να είναι ολοκληρωμένο σε ένα αποτελεσματικό δίκτυο διοίκησης και ελέγχου.
Από τον ανωτέρω κατάλογο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα εμπλοκής της εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος, την ασφάλεια εφοδιασμού και τη δυνατότητα εγχώριας υποστήριξης.
Οι παγκόσμιες τάσεις
Σήμερα ο έγκαιρος εντοπισμός μικρού μεγέθους ΜΕΑ, με μικρή διατομή ραντάρ (RCS: Radar Cross Section), που κινούνται σε χαμηλά ύψη, όπου υπάρχει αυξημένος θόρυβος υποβάθρου (clutter), θεωρείται η μεγαλύτερη τεχνολογική πρόκληση.
Η προκρινόμενη λύση φαίνεται να είναι η ανάπτυξη δικτύου χαμηλού κόστους, διαφορετικών τύπων, αισθητήρων, η χρήση των οποίων στο πεδίο (μεταξύ άλλων, και από τις ρωσικές δυνάμεις στη Συρία) έχει αποδείξει την αποδοτικότητά τους στην περίπτωση στατικών στόχων. Αλλά στην περίπτωση κινητών συστημάτων αντιμετώπισης MEA η δυνατότητα έγκαιρου εντοπισμού μπορεί να είναι σημαντικά μειωμένη.
Επίσης, μεγάλη έμφαση δίνεται στην ανάπτυξη μέτρων απομείωσης των αποτελεσμάτων της απειλής των ΜΕΑ και κυρίως στην ανάπτυξη όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων και λέιζερ υψηλής ενέργειας. Την παρούσα περίοδο σε ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Τουρκία είναι ενεργά τουλάχιστον 26 προγράμματα ανάπτυξης όπλων κατευθυνόμενης ενέργειας.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στο Ισραήλ, που αναπτύσσει ένα αεροφερόμενο, οπλικό σύστημα λέιζερ υψηλής ενέργειας (HPL-WS: High-Power Laser Weapon System) για την προστασία της επικράτειάς του από επιθέσεις βλημάτων και ΜΕΑ. Τον Ιούνιο του 2021 η Γενική Διεύθυνση Αμυντικής Έρευνας & Ανάπτυξης του υπουργείου Άμυνας του Ισραήλ, η αεροπορία του Ισραήλ και η ισραηλινή εταιρία Elbit Systems ανακοίνωσαν την επιτυχή διεξαγωγή δοκιμών του συστήματος για την αναχαίτιση αρκετών ΜΕΑ σε ποικίλες αποστάσεις και υψόμετρα πτήσης.
«Αυτή η μέθοδος αεροφερόμενης αναχαίτισης έχει πολλά πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένων του χαμηλού κόστους ανά αναχαίτιση, της ικανότητας αποτελεσματικής αναχαίτισης απειλών μεγάλης εμβέλειας σε μεγάλα υψόμετρα, ανεξάρτητα από καιρικές συνθήκες, και της ικανότητας άμυνας τεράστιων περιοχών. Το αεροφερόμενο σύστημα λέιζερ υψηλής ισχύος θα συμπληρώσει την πολυστρωματική διάταξη πυραυλικής άμυνας του Ισραήλ, η οποία περιλαμβάνει τα πυραυλικά συστήματα αναχαίτισης Iron Dome, David’s Sling και Arrow. Το εν λόγω σύστημα θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της αεράμυνας κατά υπαρχουσών και μελλοντικών απειλών στην περιοχή», αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Άμυνας του Ισραήλ.
Made in Israel το σύστημα που προμηθεύτηκαν οι Ένοπλες Δυνάμεις
Με βάση όσα είδαν το φως της δημοσιότητας, το σύστημα που εγκαθίσταται σε νησιά και κρίσιμες περιοχές σε όλη τη χώρα είναι ισραηλινής προέλευσης και διαθέτει χαρακτηριστικά παρόμοια του Drone Dome της κρατικής ισραηλινής εταιρίας Rafael Advanced Systems.
Η κατασκευάστρια χαρακτηρίζει το Drome Done (κεντρική φωτό) ως σύστημα εντοπισμού, εξουδετέρωσης και αναχαίτισης μη επανδρωμένων αεροχημάτων, που παρέχει περιμετρική κάλυψη (360ο), μικρό χρόνο αντίδρασης, δυνατότητα λειτουργίας σε όλες τις καιρικές συνθήκες και υψηλό ποσοστό επιτυχίας. Είναι σπονδυλωτής διαμόρφωσης, ώστε να προσαρμόζεται επακριβώς στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του χρήστη, και ανοικτής αρχιτεκτονικής, που καθιστά εύκολη την ολοκλήρωση οποιουδήποτε αισθητήρα, συστήματος ηλεκτρονικών παρεμβολών ή και μέσου εκπομπής πυρών.
Διατίθεται σε κινητή ή σταθερή έκδοση, και στην τυπική έκδοσή του περιλαμβάνει: ραντάρ, σύστημα συλλογής ηλεκτρονικών σημάτων/ραδιοσυχνοτήτων (SIGINT/RF: Signal Intelligence/Radiofrequency), που καλύπτει τις συχνότητες 70 MHz έως 6 GHz, ηλεκτρο-οπτικό αισθητήρα, παρεμβολέα και σύστημα διοίκησης, ελέγχου, επικοινωνιών, υπολογιστών και πληροφοριών (C4I: Command, Control, Communications, Computers and Intelligence).
Σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις του Drone Dome, ο εντοπισμός αεροχημάτων μεσαίων υψομέτρων πτήσης (3.000 έως 9.000 μέτρα) με τη χρήση του οργανικού ραντάρ είναι δυνατός σε αποστάσεις της τάξης των 80 χλμ., ενώ με τη χρήση του οργανικού συστήματος SIGINT/RF σε απόσταση 130 χλμ. Όπως αναφέρει η κατασκευάστρια, το Drome Done έχει δυνατότητα εντοπισμού στόχου διατομής 0,002 τετραγωνικών μέτρων (20 τετραγωνικών εκατοστών) σε απόσταση 3,5 χλμ.