Αν υπάρχει ένας ελεγκτικός μηχανισμός που είναι στα όρια της διάλυσης αυτή την περίοδο, αυτός δεν είναι άλλος από την Επιθεώρηση Εργασίας. Την ώρα που η χώρα μας ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τα εκατομμύρια των τουριστών, έπειτα από μια δύσκολη διετία περιορισμών στις μετακινήσεις λόγω της πανδημίας, και οι ανάγκες των επιχειρήσεων για προσωπικό ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, αυτό που αναδείχθηκε στη δημόσια σφαίρα, και όχι αδίκως, ήταν η έλλειψη προσωπικού.
Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί παράδοξο, όμως για όσους ξέρουν από πρώτο χέρι τι συμβαίνει στην αγορά εργασίας και ειδικά στον κλάδο του επισιτισμού – τουρισμού, αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη. Με την ανεργία, κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ., να είναι μειωμένη στο 12%, είναι προφανές ότι πια οι εργαζόμενοι δεν είναι… τόσο απελπισμένοι όσο τα προηγούμενα χρόνια.
Ακόμη και αν έχουμε λόγο να αμφισβητούμε τη μεθοδολογία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, μια ματιά στον περίγυρό μας αρκεί για να αντιληφθούμε ότι όντως οι άνεργοι έχουν μειωθεί. Επομένως, η εποχική απασχόληση δεν είναι πια υπερ-απαραίτητη και απαιτούνται σημαντικά κίνητρα για να την επιλέξει κανείς. Και ακόμη κι αν έγιναν κάποια βήματα, με τη συλλογική σύμβαση επισιτισμού – τουρισμού, είναι κοινό μυστικό επίσης ότι αυτή ελάχιστα εφαρμόζεται.
Οπως εξηγεί ο τέως ειδικός γραμματέας του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Πάνος Κορφιάτης, η ανεξάρτητη, πλέον, Αρχή είναι απούσα, θεσμικά ανοχύρωτη και απαξιωμένη, και με το λίγο προσωπικό της επιεικώς απογοητευμένο.
«Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που το ζήτημα της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων είναι πολύ υψηλή προτεραιότητα σε σχεδόν ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Η χώρα μας όμως συνεχίζει να αποτελεί εξαίρεση, αν και ξεκινά από πολύ χαμηλότερη αφετηρία. Βασική όψη αυτού του ιδιαίτερου και βαθιά προβληματικού μοντέλου εργασιακών σχέσεων παραμένει η απόσταση ανάμεσα σε όσα ορίζει ο νόμος και στα δικαιώματα που στην πράξη απολαμβάνει ο εργαζόμενος.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η εργατική νομοθεσία είναι τόσο ισχυρή όσο η ικανότητα των μηχανισμών που την ελέγχουν. Για αυτόν τον λόγο ήταν και παραμένει κρίσιμος ο ρόλος του ΣΕΠΕ. Δεν αποτελεί απλά ακόμα έναν ελεγκτικό μηχανισμό, αλλά ρυθμίζει το σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας. Αν δούμε, για παράδειγμα, τις ελλείψεις προσωπικού στον τουριστικό κλάδο από την οπτική της ανασφάλειας ενός εργαζομένου για το πόσες ώρες πραγματικά θα δουλέψει, αν θα πληρωθεί και αν οι όροι της σύμβασής του θα τηρηθούν ή όχι, μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα πόσο σημαντική είναι η παρέμβαση της Επιθεώρησης Εργασίας.
Η τελευταία τριετία είδε αλλεπάλληλα βήματα πίσω στις βασικές παραμέτρους που καθιστούν έναν ελεγκτικό μηχανισμό αποτελεσματικό. Τα μέσα που έχει η Επιθεώρηση Εργασίας στα χέρια της είναι πλέον αποδυναμωμένα, οι αλλαγές στη νομοθεσία έχουν κάνει την παραβατικότητα ευκολότερη και η αξιοπιστία της απέναντι στον κόσμο της εργασίας δοκιμάζεται.
«Η αδήλωτη υπερωρία που τιμωρούνταν με πρόστιμο έως 15.000€ ανά εργαζόμενο “έπεσε” στα 1.000€»
Από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας ήταν η κάθετη μείωση τους ύψους των προστίμων για παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας. Ενδεικτικά, η αδήλωτη υπερωρία που στο προηγούμενο πλαίσιο τιμωρούνταν με πρόστιμο έως 15.000 ευρώ ανά εργαζόμενο “έπεσε” στα 1.000 ευρώ. Με την ίδια απόφαση καταργήθηκε η αναλογικότητα στο ύψος του προστίμου με κριτήριο το συνολικό μέγεθος της επιχείρησης. Σύμφωνα με αυτή, ένα τραπεζικό υποκατάστημα και μια καφετέρια, επειδή μπορεί να απασχολούν και οι δύο από 10 εργαζομένους σε μια γειτονιά, τιμωρούνται με το ίδιο πρόστιμο.
Τέλος, τροποποιήθηκε προς στο ευνοϊκότερο το καθεστώς για τους συστηματικά παραβατικούς εργοδότες. Ο διπλασιασμός του προστίμου σε επανάληψη της ίδιας παράβασης μετατράπηκε σε μια μικρή προσαύξηση 10%-15% της ήδη μειωμένης κύρωσης.
Χρειάστηκε απλά μια υπουργική απόφαση για να κοστίζει φθηνότερα η μη τήρηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
«Το υπ. Εργασίας έχει στείλει ξεκάθαρο μήνυμα: η παραβατικότητα συμφέρει»
Σε μια αγορά εργασίας όπου οι “κακοί” εργοδότες σταθμίζουν από τη μια το κόστος ενός πρόστιμου του ΣΕΠΕ και από την άλλη τα οφέλη της συμπίεσης του κόστους εργασίας, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα: η παραβατικότητα συμφέρει. Στο νέο πλαίσιο οι επιθεωρητές έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά με την απόσταση ανάμεσα στις κυρώσεις που μπορούν να επιβάλουν και στη δυνατότητά τους να δράσουν αποτρεπτικά.
Η πίστη στην ικανότητά τους να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους είναι φυσικό να κλονίζεται και αυτό αντικατοπτρίζεται συνολικά στη δραστηριότητα του οργανισμού. Δεν είναι τυχαίο που από το 2019 δεν έχουν ανακοινωθεί στατιστικά για τη δράση του ΣΕΠΕ που να συμπεριλαμβάνουν πρόστιμα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση μια απλή σύγκριση με το παρελθόν θα αποκάλυπτε την ανησυχητική πτώση στο ύψος των κυρώσεων.
Για να υπάρχει μέτρο σύγκρισης, το πρόστιμο των 1.635.000 ευρώ που το 2018 το ΣΕΠΕ επέβαλε σε συστημική τράπεζα σήμερα θα ανερχόταν σε 109.000 ευρώ. Από τη φύση του ένας ελεγκτικός μηχανισμός όπως το ΣΕΠΕ εξαρτάται από το θεσμικό πλαίσιο. Αν αυτό κατοχυρώνει δικαιώματα και ενσωματώνει εργαλεία ελέγχου, η αποτελεσματικότητά του ενισχύεται. Και αντίστροφα, όταν το εργατικό δίκαιο ρευστοποιείται και θεσμοθετούνται διάτρητες διατάξεις, μπορεί απλά να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις χωρίς να μπορεί να τις επηρεάσει».
«Το ωράριο προσαρμόστηκε στα μέτρα του εργοδότη και οι έλεγχοι δυσκόλεψαν»
Ο τέως ειδικός γραμματέας του ΣΕΠΕ Πάνος Κορφιάτης μιλάει, κατόπιν, για τον νόμο Χατζηδάκη που προσάρμοσε το ωράριο εργασίας στα μέτρα του εργοδότη.
«Το ζήτημα του χρόνου εργασίας είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Με την υποχρέωση ηλεκτρονικής προαναγγελίας της υπερεργασίας από το 2018 και έπειτα κερδήθηκαν κατά μέσο όρο πάνω από 1.000.000 ώρες τον μήνα που πριν ήταν αδήλωτες και στην πλειονότητά τους απλήρωτες. Ο συνδυασμός της μετάβασης σε έναν αξιόπιστο τρόπο δήλωσης που επιτρέπει τον έλεγχο και της δράσης του ΣΕΠΕ επανέφερε την έννοια του ωραρίου για πολλές χιλιάδες εργαζομένους.
Μέχρι να έρθει ο νόμος Χατζηδάκη και να σχετικοποιήσει το ωράριο εργασίας, προσαρμόζοντάς το στα μέτρα του εργοδότη. Πέρα από το προφανές αδύνατο σημείο της ρύθμισης (ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί τη ρύθμιση χωρίς συνέπειες για αυτόν, ενώ για τον εργαζόμενο διακυβεύεται η θέση εργασίας του), είχε και ακόμα ένα αποτέλεσμα: Εκανε τον έλεγχο δυσκολότερο, αφού, για να εξακριβωθεί τυχόν παράβαση, θα πρέπει να ελέγχεται η επιχείρηση δύο φορές, μία για τη μη υπέρβαση του διευρυμένου ωραρίου και μία για την τήρηση του μειωμένου ωραρίου κάποια στιγμή μέσα στο εξάμηνο που ορίζει ο νόμος.
Η απορρύθμιση του ωραρίου όμως δεν σταμάτησε εδώ. Με την κατάργηση της υποχρέωσης δήλωσης της υπερεργασίας χαρίστηκε επιπλέον μία ώρα απλήρωτης εργασίας στους εργοδότες χωρίς το ΣΕΠΕ να μπορεί να ελέγξει, να επιβάλει κυρώσεις ή ο εργαζόμενος να διεκδικήσει τα δεδουλευμένα του. Συνδυαστικά οι δύο αυτές παρεμβάσεις δημιουργούν ένα δυσμενές πεδίο, με απογειωμένη δυνατότητα ελέγχου. Μπορεί πλέον να αφορά μόνον υπερωρίες και εφόσον ο εργοδότης δεν κάνει χρήση του ελαστικού ωραρίου του νόμου Χατζηδάκη.
«Η ψηφιακή κάρτα εργασίας αποδείχθηκε από τις πρώτες ημέρες της εφαρμογής της ότι δεν εγγυάται τίποτα»
Παρά την προβολή της ως πανάκεια, η ψηφιακή κάρτα εργασίας αποδείχθηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες της εφαρμογής της ότι δεν μπορεί “να εγγυηθεί την τήρηση του ωραρίου” όπως διαφημιζόταν. Δεν φέρνει κάτι ριζικά νέο, αφού ο χρόνος εργασίας ήδη δηλωνόταν ηλεκτρονικά εκ των προτέρων και ήταν γνωστός στους επιθεωρητές. Και δεν μπορεί, φυσικά, να λειτουργήσει σαν μια μορφή έλεγχου του εργοδότη από τον εργαζόμενο.
Ο ρόλος του ελεγκτικού μηχανισμού παραμένει καθοριστικός, αλλιώς η παράκαμψη του μέτρου είναι σχετικά απλή υπόθεση. Το δείχνουν άλλωστε οι καταγγελίες για δεκάδες περιπτώσεις όπου η εργοδοσία ανάγκασε τους εργαζομένους να χτυπήσουν την αποχώρησή τους και να γυρίσουν στη δουλειά.
Η πιο κρίσιμη παράμετρος για κάθε δημόσιο οργανισμό, πόσο μάλλον για την Επιθεώρηση Εργασίας, είναι η εμπιστοσύνη που εμπνέει. Σχετίζεται τόσο με την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στην αποστολή του όσο και με το πόσο ψηλά μπαίνει ο πήχης για τη λειτουργία του.
Την περίοδο της πανδημίας, για παράδειγμα, η υποχρέωση δήλωσης των ωραρίων είχε καταργηθεί και η αναστολή των συμβάσεων δηλώνονταν μόνο αναδρομικά, χωρίς να μπορεί να ελεγχθεί. Σε αυτή τη συνθήκη το ΣΕΠΕ επί σχεδόν έναν χρόνο δεν ήταν δυνατό να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε καταγγελία για υποδηλωμένη ή επί της ουσίας αδήλωτη εργασία. Πώς λοιπόν να μην περνά στους εργαζομένους το μήνυμα ότι είναι μόνοι τους, χωρίς να μπορούν να βρουν το δίκιο τους και να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην παρέμβαση της Πολιτείας;
Λείπει η πολιτική βούληση για να λειτουργήσει πραγματικά το ΣΕΠΕ
Τέλος, λείπει η πολιτική βούληση για να λειτουργήσει πραγματικά το ΣΕΠΕ. Επαναλαμβανόμενες καταγγελίες του μεγαλύτερου σωματείου της Τράπεζας Πειραιώς για ελέγχους όπως και αντίστοιχες καταγγελίες του σωματείου εργαζόμενων στη ΜΟΡΝΟΣ για τη διαγραφή προστίμου αγνοούνται. Προφανώς οι πρακτικές αυτές βρίσκονται στα αποδεκτά για την πολιτική ηγεσία όρια.
Το ίδιο απογοητευτική είναι και η ανταπόκριση σε ακόμα περισσότερα ευαίσθητα ζητήματα. Επιθεωρητές που είχαν τεθεί σε διετή αργία το 2019 επέστρεψαν στην υπηρεσία, με το Πειθαρχικό Συμβούλιο να κωλυσιεργεί εδώ και ενάμιση χρόνο. Πρόσφατα επιθεωρητής Εργασίας, που ανέφερε υπηρεσιακά φαινόμενα περίεργων μαζικών αλλαγών σε ωράρια πριν από ελέγχους του ΣΕΠΕ, μετατέθηκε παράτυπα μέσα σε λίγες μέρες.
Χρειάστηκε κοινοβουλευτική ερώτηση για να παρθεί πίσω η μετάθεσή του, ενώ η τύχη της καταγγελίας του αγνοείται. Μπορεί, ενώ συμβαίνουν αυτά, η καταπολέμηση της παραβατικότητας να αποτελεί προτεραιότητα;
Η πολιτική της κυβέρνησης για το τι πρέπει να κάνει η Επιθεώρηση Εργασίας είναι ιδιαίτερα συνεπής και συνεκτική. Όσο λιγότερα τόσο καλύτερα. Ακόμα και οι ασυνέπειές της γύρω από την οργανωτική μορφή του εξηγούνται μέσα από αυτό το πρίσμα. Αλλωστε είτε με τη μετατροπή του σε Γενική Διεύθυνση αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή είτε με την προβαλλόμενη ως αναβάθμιση του σε ανεξάρτητη Αρχή, τα βασικά δεδομένα παραμένουν ίδια. Το ίδιο οργανόγραμμα, το ίδιο ελλιπές σε αριθμό προσωπικό, το ίδιο θεσμικό πλαίσιο.
Η μόνη ουσιαστική αλλαγή είναι η μετακύλιση της ευθύνης από την πολιτική ηγεσία σε μια ανεξάρτητη Αρχή, της οποίας την ηγεσία επέλεξε ο υπουργός Εργασίας και η οποία συνεχίζει να εξαρτάται διοικητικά και οικονομικά από το υπουργείο ακριβώς όπως και πριν. Ακυρώνοντας τις βασικές προϋποθέσεις για να είναι αποτελεσματική η Επιθεώρηση Εργασίας και μετατοπίζοντάς την εκτός πολιτικής συζήτησης με τη μετατροπή της σε ανεξάρτητη Αρχή, η κυβέρνηση ελπίζει σε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι οι εργαζόμενοι θα συμπεράνουν ότι δεν έχει νόημα να απευθύνονται στο ΣΕΠΕ.
Οι προσδοκίες από τη δράση του σταδιακά θα ελαχιστοποιηθούν και συνεπώς θα αποδεχτούν ότι είναι μόνοι τους ό,τι κι αν κάνει η εργοδοσία. Δεύτερον, ότι μπορεί να δημιουργήσει ένα ευνοϊκότερο πολιτικό πεδίο για αυτήν, στο όποιο θα προωθεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων χωρίς να χρεώνεται την ευθύνη για την επιλογή της να αδρανοποιήσει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Η Επιθεώρηση Εργασίας όμως δεν ανήκει στην εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Μπορεί η σημερινή κυβέρνηση να αποδεικνύει ότι είναι ευκολότερο να γκρεμίζεις παρά να χτίζεις, δεν μπορεί όμως να διαγράψει τη βαθιά κοινωνική ανάγκη που υπηρετεί το ΣΕΠΕ».