Τα επακόλουθα της Μικρασιατικής Καταστροφής εκδηλώθηκαν αμέσως. Την 11η Σεπτεμβρίου (με το νέο ημερολόγιο) εξερράγη επαναστατικό κίνημα από τα στρατεύματα τα οποία είχαν διαφύγει από τη Μικρά Ασία και είχαν καταφύγει στη Χίο και τη Λέσβο. Στο κίνημα προσχώρησε και ο Στόλος.
- Του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά
Την αρχηγία του κινήματος ανέλαβε αρχικά τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από τους συνταγματάρχες Σ. Γονατά και Ν. Πλαστήρα και τον αντιπλοίαρχο Δ. Φωκά. Τα επαναστατημένα στρατεύματα έπλευσαν προς το Λαύριο, προκειμένου από εκεί να στραφούν κατά των Αθηνών. Αεροπλάνα έριχναν προκηρύξεις ζητώντας την παραίτηση του βασιλιά, την άμεση διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και τον σχηματισμό άχρωμης κυβέρνησης που θα είχε την εμπιστοσύνη των Συμμάχων και θα διενεργούσε εκλογές Εθνοσυνέλευσης. Τέλος, οι επαναστάτες ζητούσαν την ενίσχυση του θρακικού μετώπου.
Ο στρατηγός Παπούλας, ο οποίος στάλθηκε από την κυβέρνηση για να συναντήσει τους επαναστάτες στο Λαύριο, αρκέστηκε να επιβεβαιώσει τους όρους που είχαν τεθεί. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τήρησε γενναία στάση: Αρνήθηκε να αποδεχθεί τις εισηγήσεις των πολιτικών και στρατιωτικών συμβούλων του, οι οποίοι επέμεναν να απορρίψει το τελεσίγραφο των επαναστατών και να οργανώσει αντίσταση. Αντ’ αυτών υπέβαλε αμέσως την παραίτησή του στις 14 Σεπτεμβρίου. Αυθημερόν ορκίσθηκε βασιλιάς ο Γεώργιος Β’ και διάδοχος ανακηρύχθηκε ο αδελφός του Παύλος. Τα υπόλοιπα μέλη της βασιλικής οικογένειας αναχώρησαν στο εξωτερικό.
Ο Ζαΐμης
Η επανάσταση ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Αλ. Ζαΐμη, ο οποίος όμως βρισκόταν στο εξωτερικό και δεν απάντησε αν δέχεται. Ουσιαστικώς ανέλαβε την προεδρία της κυβέρνησης ο αντιπρόεδρός της Σωτ. Κροκιδάς. Στον Ελ. Βενιζέλο ανατέθηκε η υπεράσπιση των ελληνικών δικαίων στα διεθνή συνέδρια που επρόκειτο να συνέλθουν.
Μεγάλο πρόβλημα για την επαναστατική κυβέρνηση ήταν η περίθαλψη των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Την 28η Σεπτεμβρίου 1922 υπεγράφη στα Μουδανιά, μεταξύ των δυνάμεων και της κυβέρνησης της Αγκυρας, πρωτόκολλο ανακωχής. Με αυτό έπρεπε η Ανατολική Θράκη να εκκενωθεί από τα ελληνικά στρατεύματα και να παραδοθεί στην κεμαλική Τουρκία.
Στην ηγεσία της επανάστασης υπήρχε διχογνωμία αναφορικά με το αν θα υλοποιούσε ή όχι την εξαγγελία της να παραπέμψει σε δίκη ενώπιον της νέας Εθνοσυνέλευσης ή να συστήσει Επαναστατικό Δικαστήριο για όσους είχαν κυβερνήσει τη χώρα κατά τη μικρασιατική εκστρατεία. Τελικά, στη σύνθεση της Επαναστατικής Επιτροπής επικράτησαν τα αδιάλλακτα στοιχεία, τα οποία εκπροσωπούσε ο Χατζηκυριάκος, και αποχώρησαν οι μετριοπαθείς, τους οποίους εκπροσωπούσε ο Φωκάς. Οπότε επικράτησε η άποψη να συσταθεί Επαναστατικό Δικαστήριο.
Σε αυτό παραπέμφθηκαν για να δικαστούν όσοι ήταν ήδη προφυλακισμένοι, ήτοι οι Δ. Γούναρης, Ν. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης, Μ. Γούδας, Ξ. Στρατηγός, καθώς και ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης. Η δίκη διεξήχθη στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής και διήρκεσε δύο εβδομάδες. Με την απόφαση που εκδόθηκε καταδικάστηκαν σε θάνατο οι πέντε πρώτοι από τους κατηγορουμένους και ο αρχιστράτηγος. Η εκτέλεσή τους έγινε τη 15η Σεπτεμβρίου (28).
Δραματικό τέλος
Την 24η Ιουλίου 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία έθετε τέρμα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εδινε όμως και δραματικό τέλος στο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδος. Μετά την ιδιαίτερη συνεννόηση που έγινε μεταξύ Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ πασά διαφάνηκε ότι μπορούσαν να τεθούν οι βάσεις μιας μελλοντικής ελληνοτουρκικής συνεργασίας.
Η Τουρκία πήρε την Αν. Θράκη και, με τη μετάθεση των συνόρων πιο δυτικά, το προάστιο της Αδριανούπολης Ορεστιάδα (Καραγάτς). Αντ’ αυτού, η Ελλάδα δεν κατέβαλε πολεμική αποζημίωση. Επίσης, τα νησιά Ιμβρος και Τένεδος παραδόθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ιδιαίτερου διοικητικού καθεστώτος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προστατεύθηκε με ειδικές διεθνείς εγγυήσεις.
Από ευρύτερη ευρωπαϊκή σκοπιά, οι δρομολογήσεις καταργούνταν, όπως και το καθεστώς ελευθερίας και ουδετερότητας των Στενών, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις όφειλαν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Υπεγράφη επίσης ειδική σύμβαση ανταλλαγής των πληθυσμών, πλην των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των Τούρκων της Δυτικής Θράκης.
Από τη δεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε η Ελλάδα μετά την ήττα στη Μικρά Ασία έσπευσε να επωφεληθεί η Ιταλία: Κατήγγειλε τη συμφωνία περί παραχώρησης της Δωδεκανήσου και, συγχρόνως, με τη σύγκληση πρεσβευτικής διάσκεψης, πέτυχε να επιδικαστεί οριστικά η Βόρεια Ηπειρος στην Αλβανία.
Οσο περνούν τα χρόνια τόσο λαλίστατα εμφανίζονται επίσημα και ανεπίσημα αρχεία του εξωτερικού, τα οποία περιλαμβάνουν μαρτυρίες, αποτιμήσεις και κρίσεις για όσα συνέβησαν και οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Υφίσταται βεβαίως πληθώρα έγκριτων μαρτυριών στην πλούσια βιβλιογραφία και εξέχουσα θέση πρέπει να καταλάβει η μαρτυρία του Βρετανού πολιτικού, στρατιωτικού, συγγραφέα και πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ Τσόρτσιλ (1874-1965).
Δεν ήταν ξένος προς την ελληνική πραγματικότητα ο άνδρας που επρόκειτο αργότερα να πρωταγωνιστήσει στα ευρωπαϊκά πράγματα. Γνώριζε την Αθήνα και την Ακρόπολη, αφού είχε πραγματοποιήσει παλαιότερα επισκέψεις. Πρώτη φορά είχε επισκεφθεί ανεπισήμως την Αθήνα τον Μάιο του 1913, όταν ήλθε με την οικογένειά του και την οικογένεια του Αγγλου πρωθυπουργού Χέρμπερτ Ασκουιθ. Εντυπωσιασμένος από τις αρχαιότητες και το φως της αττικής γης, ήθελε να ζωγραφίσει πάνω στον Ιερό Βράχο.
Αντίθετος με την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία ο Τσόρτσιλ
Οπωσδήποτε γνώριζε τις πολιτικές ισορροπίες και τις ελληνικές θέσεις, τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και γενικότερα ήταν εξ εκείνων που ασχολούνταν γενικότερα με τα ζητήματα των βαλκανικών ισορροπιών. Είχε, λοιπόν, επανειλημμένως αναφέρει ότι δεν ήταν ευμενώς διατεθειμένος στην ανάκτηση, εκ μέρους της Ελλάδος, της από αιώνες ελληνικής Μικράς Ασίας. Γενικά ήταν αντίθετος με την ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Ενα λιγότερο γνωστό σύγγραμμά του έφερε στο φως της δημοσιότητας τη δεκαετία του 1960 ο αείμνηστος δημοσιογράφος, ιστοριογράφος και βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του «Το Χρονικόν της Μεγάλης Τραγωδίας (Το έπος της Μικράς Ασίας)» Χρήστος Αγγελομάτης. Σε αυτό ο Τσόρτσιλ έγραψε για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, αλλά και για όσα ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Κάνοντας λόγο για τα γεγονότα μετά τη μάχη του Σαγγαρίου και την πορεία κατά της Αγκυρας, τόνιζε πως τότε άρχιζε η τελευταία πράξη της ελληνικής τραγωδίας η οποία διήρκεσε έναν χρόνο: «Οι Ελληνες είχαν αποτύχει να καταλάβουν την Αγκυρα ή να συντρίψουν τον κεμαλικό στρατό. Τα στρατεύματά τους, που απέτυχαν στον Σαγγάριο ποταμό, τον Σεπτέμβριο του 1921 υποχώρησαν σε διάμεσες οχυρωμένες θέσεις που κάλυπταν την επαρχία Σμύρνης Αϊδινίου. Εδώ έμειναν ακλόνητοι με πείσμα τον έναν μετά τον άλλον μήνα».
Η επιχειρηματολογία και οι κρίσεις του ευφυούς Βρετανού γνώστη των πραγμάτων, των ισορροπιών και των λεπτομερειών είναι ξεκάθαρη. Ζητούσε να αποδοθεί δικαιοσύνη στον Ελληνα στρατιώτη, που ήταν συχνά το θύμα της άγνοιας και της προκατάληψης: «Ας φανταστεί κανείς έναν στρατό 200.000 ανδρών επιστρατευμένο σε μια μικρή χώρα, κινητοποιημένη ή σε πόλεμο επί 10 έτη, να βρίσκεται στο κέντρο της Μικράς Ασίας, με ένα διαιρεμένο και διχασμένο έθνος πίσω του, με κομματικές διενέξεις παντού. Ας φανταστεί τους στρατιώτες αυτούς μακριά από τα σπίτια τους και στερημένους πραγματικής πολιτικής καθοδήγησης. Με πλήρη συνείδηση ότι είχαν εγκαταλειφθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και την Αμερική, με ανεπαρκή τροφή και πλημμελή παλαιό εξοπλισμό, χωρίς τσάι, χωρίς ζάχαρη, χωρίς τσιγάρα και χωρίς ελπίδα. Ή ακόμη ένα σχέδιο απελπισίας, ενώ μπρος, ολόγυρα και πίσω τους συσπειρωνόταν και κινείτο ένας εχθρός πεισματώδης, ανήσυχος και αδυσώπητος, και ολοένα περισσότερο έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Οι δοκιμασίες της μάχης είναι σκληρές, αλλά οι στρατοί όλου του κόσμου τις αντιμετώπισαν. Εδώ, όμως, επρόκειτο περί μακράς κακουχίας και δοκιμασίας…»
Χρησιμοποιώντας παραδείγματα άλλων στρατών που αγωνίζονταν έχοντας την υποστήριξη ενός ισχυρού έθνους, στρατών που τρέφονταν, ενδύονταν και ενισχύονταν σωστά, οπότε ήξεραν γιατί μάχονταν και ήταν βέβαιοι ότι θα πετύχαιναν αυτό που επεδίωκαν, συμπέραινε ότι, αντιθέτως, στον Ελληνικό Στρατό της Μικράς Ασίας πλανιόταν ολοένα περισσότερο το αίσθημα της απομόνωσης, του κινδύνου των γραμμών συγκοινωνιών, μιας βάσης που κατέρρεε, μιας διαιρεμένης πατρίδας και ενός αδιάφορου κόσμου.
Σπουδαίο γεγονός
Θεωρούσε, λοιπόν, ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σπουδαίο το γεγονός ότι, παρ’ όλα αυτά, ο Ελληνικός Στρατός παρέμεινε όρθιος και με το όπλο ανά χείρας περισσότερο από εννέα μήνες. Υπήρξε όμως αποκαλυπτικός ο Βρετανός πολιτικός για την προδοσία εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων.
Εδωσε παραστατικές εικόνες για τη βοήθεια που παρείχαν στον Κεμάλ Ρώσοι, Γάλλοι και Ιταλοί, ενισχύοντας τον οπλισμό και την οργάνωσή του, παρά τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς στα οποία υπέβαλαν οι κεμαλικοί τα στρατεύματα των χωρών αυτών, αλλά ακόμη και τα αγγλικά στρατεύματα.
Ενα από τα πιο δραματικά και χαρακτηριστικά επεισόδια που ανέφερε ο Τσόρτσιλ διαδραματίστηκε στα Μουδανιά. Γράφοντας για τις τελευταίες μάχες του μικρασιατικού πολέμου, ανέφερε ότι το Γ’ Σώμα Στρατού υποχώρησε στη βάση του, στη θάλασσα του Μαρμαρά: «Καθώς πλησίαζε στα Μουδανιά ακολουθούμενο από τους Τούρκους, ένας Γάλλος αξιωματικός πληροφόρησε τους Ελληνες ότι βρίσκονταν σε ουδέτερη ζώνη και έπρεπε να παραδοθούν. Οι διοικητές των δύο επικεφαλής συνταγμάτων, γνωρίζοντας ότι τα Μουδανιά δεν περιλαμβάνονταν στην ουδέτερη ζώνη, αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Γάλλους. Οδήγησαν τα συντάγματά τους στον Πάνορμο με επιτυχία και μέσω ορεινών ατραπών. Μέρος, εντούτοις, του κυρίως Σώματος παραδόθηκε στους Γάλλους και αυτοί το παρέδωσαν στους κεμαλικούς. Οι υπόλοιποι βρήκαν πλοία στον Πάνορμο και αποχώρησαν. Η καταστροφή την οποία ο ελληνικός διχασμός και η συμμαχική αναβλητικότητα, η διαίρεση και η σκευωρία είχαν προ πολλού παρασκευάσει είχε τώρα ξεσπάσει στην Ευρώπη. Οι χώρες που υπέγραψαν τη συνθήκη είχαν περιέλθει στον κόσμο της αυταπάτης τους από την ελληνική και μόνο ασπίδα. Η ασπίδα αυτή είχε τώρα συντριβεί… Οι φλόγες της πυρπόλησης της Σμύρνης και οι φρικώδεις σφαγές δεν ήταν παρά μόνον το προοίμιο του ποια μπορούσε να είναι η τύχη της Κωνσταντινούπολης…»
Και δεν είναι μόνον αυτά που έγραψε ο Τσόρτσιλ για τον απαράμιλλο Ελληνικό Στρατό και τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην οποία τον πρώτο ρόλο έπαιξαν οι Σύμμαχοι της Ελλάδας.