Ο Παναγιώτης και η Ειρήνη, πατέρας και αδερφή του Παύλου Φύσσα, ανέβηκαν στο βήμα του μάρτυρα, ακολουθώντας την ολοκλήρωση της κατάθεσης της Μάγδας Φύσσα, η οποία και απάντησε στις τελευταίες ερωτήσεις της υπεράσπισης, στο πλαίσιο της δίκης της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό.
«Αν γινόταν πριν από μια βδομάδα, θα βλέπαμε το παιχνίδι μαζί με τον Παύλο. Τελευταία στιγμή μού λέει ότι θα πάει σε μια καφετέρια, του λέω “Κοράλλι τη λένε”, αλλά δεν ξέραμε ούτε εγώ ούτε ο Παύλος ότι ήταν άντρο χρυσαυγιτών», κατέθεσε αρχικά ο Παναγιώτης Φύσσας και κατόπιν περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που ειδοποιήθηκε για τη δολοφονία του γιου του και έτρεξε στο σημείο.
«Γύρω στις 12:05 χτύπησε το τηλέφωνο. Μου λένε “τρέχα, έχουν μαχαιρώσει το παιδί”. Πήρα το αμάξι, δεν είναι μακριά, γύρω στα 200 μέτρα. Στα 100 μέτρα βλέπω δύο μηχανάκια που έχουν κλείσει τον δρόμο και ένα της αστυνομίας. Νόμιζα ότι ήταν για το ασθενοφόρο. Μετά κατάλαβα τι έγινε… Είδα τον Παύλο πεσμένο με τα μάτια ανοιχτά. Της λέω της Χρύσας (σ.σ. της κοπέλας του Παύλου). Τι έχει ο Παύλος; Πίστευα ότι θα συνέλθει», κατέθεσε ο μάρτυρας και συνέχισε περιγράφοντας τις επόμενες στιγμές στο νοσοκομείο.
«Φτάσαμε στο Κρατικό, ρώτησα τους τραυματιοφορείς, “πείτε μου, ζει ο Παύλος;” Μου είπαν “θα σας πει ο γιατρός”. Μπαίνω μέσα, από τα μάτια μπορούσα να καταλάβω ότι είχε φύγει ο Παύλος. Το χτύπημα ήταν επαγγελματικό, είχε στρίψει το μαχαίρι ο τύπος, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα». Σύμφωνα με τον πατέρα του δολοφονηθέντα, το έγκλημα ήταν οργανωμένο, οι χρυσαυγίτες ενημερώθηκαν από τον κατηγορούμενο Άγγο που ήταν στην καφετέρια και ότι σκότωσαν τον Παύλο λόγω ιδεολογίας.
Η Πολιτική Αγωγή δεν υπέβαλε ερωτήσεις στον Παναγιώτη Φύσσα, σεβόμενη την ψυχική οδύνη του όλα αυτά τα χρόνια, ενώ ο ίδιος δεν απάντησε σε καμία ερώτηση της υπεράσπισης, ούτε στις ερωτήσεις του Γιάννη Λαγού.
Ειρήνη Φύσσα: «Χαιρετηθήκαμε λέγοντας “θα τα πούμε μετά” και αυτό το μετά δεν ήρθε ποτέ»
«Τελευταία φορά που είδα τον αδελφό μου ήταν 17 του μηνός, είχε έρθει σπίτι μου, είχαμε περάσει μαζί μια απλή οικογενειακή μέρα, χαιρετηθήκαμε λέγοντας “θα τα πούμε μετά” και αυτό το μετά δεν ήρθε ποτέ. Την επόμενη φορά που είδα τον αδελφό μου ήταν στο νεκροτομείο», ξεκίνησε την κατάθεσή της η Ειρήνη Φύσσα. «Γιατί; Επειδή το τάγμα εφόδου της Νίκαιας ήρθε στο Κερατσίνι για να τον δολοφονήσει. Τα έχω πολύ απλά τα πράγματα στο μυαλό μου. Ξέρω ότι πήγε να δει μπάλα και δε γύρισε. Δολοφονήθηκε μέσα στη γειτονιά μας», πρόσθεσε.
Η Ειρήνη Φύσσα αναφέρθηκε και στην ψυχική ταλαιπωρία που υφίσταται η ίδια και οι γονείς της: «Κάθε φορά που ερχόμαστε εδώ, φεύγουμε πολύ ταραγμένοι, πέρα από το πένθος μας. Ερχόμαστε εδώ και νιώθουμε θύτες, βλέπουμε το μίσος στα πρόσωπά τους, ενώ έχουμε χάσει τον άνθρωπό μας».
Καθώς δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, η Ειρήνη Φύσσα κατέθεσε όσα γνωρίζει από την κοπέλα του Παύλου, που ήταν όντως παρούσα: «Φεύγοντας από την καφετέρια υπήρχαν 10-15 άτομα με όπλα, άρβυλα και ρούχα παραλλαγής, υπήρχε αστυνομία στο σημείο. Ο Παύλος και η παρέα του απλά ήθελαν να φύγουν. Δεν μπορούσαν να πάρουν τα αμάξια τους και ανέβηκαν προς την οδό Τσαλδάρη (…) Περνώντας το δρόμο ο αδελφός μου και οι φίλοι του, πήγαιναν οι άλλοι από πίσω τους και φώναζαν “θα σας γαμήσουμε κότες”. Ένας φίλος του ρώτησε τον Παύλο “τι κάνουμε τώρα;” Και ο Παύλος είπε “τώρα τρέχουμε”. Ο Παύλος δεν έτρεξε».
Πρόεδρος: Κρατούσαν κάτι οι χρυσαυγίτες;
Μάρτυρας: Κράνη, ρόπαλα, σιδηρογροθιές.
Πρόεδρος: Έγινε κάποια συμπλοκή;
Μάρτυρας: Την ώρα που πέρασε ο αδελφός μου και υπήρχαν οι βρισιές και οι απειλές από τους χρυσαυγίτες, τα παιδιά έφυγαν, ο Παύλος έμεινε πίσω, τον κράτησαν και πίσω. Τον χτυπούσαν σε κύματα. Τον χτυπούσαν, έφευγαν, τον ξαναχτυπούσαν, ξαναέφευγαν. Όσο έβλεπαν ότι ο Παύλος δεν πέφτει, μεγάλωνε το μίσος τους. Γιατί ο Παύλος δεν έπεφτε εύκολα».
Αξίζει να αναφερθεί πως νωρίτερα προκλήθηκε εκ νέου ένταση στη δίκη, όταν η δικηγόρος του Ηλία Κασιδιάρη θέλησε να υποβάλει ερωτήσεις στη Μάγδα Φύσσα, αφότου είχε ολοκληρώσει την κατάθεσή της και κατόπιν ολοκλήρωσης και της κατάθεσης του συζύγου της. Η Πολιτική Αγωγή διαμαρτυρήθηκε έντονα, ότι δεν τηρείται η δικονομική τάξη και ότι δεν μπορεί κάθε δικηγόρος να επαναφέρει μάρτυρες προς εξέταση.
Ωστόσο, με την ανεκτικότητα της έδρας, η κυρία Φύσσα επανήλθε στο βήμα του μάρτυρα, αλλά δεν απάντησε σε καμία ερώτηση, παρά αποχώρησε φωνάζοντας «δεν θα απαντήσω σε αυτές τις ερωτήσεις, είμαι η μάνα του δολοφονημένου».